Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
-Αχ, τι ωραία εικόνα είναι αυτή;
Πού ήσουν;
Η φίλη της σκάλιζε το κουτί με
τις παλιές φωτογραφίες που κράταγε στο δωμάτιό της.
Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της
και την κοίταξε. Δεν θυμόταν σίγουρα. Ηταν πάντως αρκετά παλιά, μετά το Λύκειο,
στα πρώτα φοιτητικά χρόνια; Μάλλον στο εξοχικό. Τα μαλλιά της ήταν μακριά - πιο
μακριά από ό,τι ήταν τώρα. Καστανά, στο φυσικό τους χρώμα. Δεμένα πίσω
πλεξούδα. Και φορούσε ένα κίτρινο-λευκό πτι καρό φουστάνι.
Τότε που τα κορίτσια για να είναι
«ιν» φορούσαν μόνο τζιν παντελόνια, σκισμένα, και μπλουζάκια με λογότυπα από
τους δίσκους των Nirvana, πάνινα αθλητικά παπούτσια και φουσκωτά μπουφάν
αεροπορίας.
Το θυμόταν αυτό το φόρεμα, το
είχε αγοράσει γιατί της θύμιζε μια ταινία που είχε δει στην τηλεόραση. Κάποια
αμερικάνικη ταινία, που την είχε συγκλονίσει τόσο ώστε τη συζητούσε μέρες με
την κολλητή της.
Γέλασε. Ακόμη της άρεσαν κάποια
ρούχα λίγο «ρετρό», ακόμη και οι ρετρό φωτογραφίες, ειδικά οι μαυρόασπρες. Δεν
είχε πολλές δικές της τέτοιες. Μόνο μια-δυο από τα πρώτα χρόνια της ζωής της,
και οι οποίες υποπτευόταν ότι είχαν βγει σε φωτογραφείο, γιατί είχαν γύρω τους
δαντελωτή λευκή κορνίζα.
Τώρα τις σύγκριναν καμιά φορά με
τις ανιψιές της, για να δουν από πού έχουν «πάρει» τα παιδιά…
Ολες οι υπόλοιπες ήταν έγχρωμες.
Ακόμη και μια βρεφική της, με ανοιχτό κίτρινο πάλι φορμάκι. Λίγα μαλλάκια,
σχεδόν ξανθά. Η μαμά, με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά -θα ’ταν, δεν θα ’ταν 23
ετών- την κρατάει ψηλά στον αέρα και δίπλα ο θείος της, με το μεγάλο μουστάκι
του, παρακολουθεί γελώντας. Αρκετά κιτρινισμένη πια, την έκανε να δακρύσει.
Το βράδυ, όταν έμεινε μόνη της
και μάζεψε το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες, κάθισε στο μπαλκόνι. Καθόλου δεν
της άρεσε απόψε αυτό το μπαλκόνι, που κάποτε το έτρεχε πάνω-κάτω, που άπλωνε τα
παιχνίδια της το καλοκαίρι ή διάβαζε τα μεσημέρια όταν δεν έκανε πολλή ζέστη.
Είχαν μείνει και ελάχιστα φυτά, ούτε ήξερε να τα φροντίζει ούτε προλάβαινε.
Λίγο νερό μόνο, όποτε...
Δίπλα της, στο τραπέζι, ένα κρύο
τσάι, το τηλέφωνό της -την τρόμαζαν λίγο οι δυνατότητες αυτού του μικρού
υπολογιστή- και η φωτογραφική μηχανή. Αν και η κάμερα του τηλεφώνου ήταν πια
πιο καλή από της μηχανής, δεν την άφηνε από κοντά της.
Για να σκοτώσει τον χρόνο και να
αντιδράσει στα σύννεφα που είχαν πεισματικά κρύψει τη μεγαλύτερη πανσέληνο του
καλοκαιριού, άρχισε να βλέπει τις φωτογραφίες των φετινών διακοπών. Από
διαστροφή, αντί να τις πάρει από την αρχή, ξεκίνησε από το τέλος.
Θάλασσες, δροσερά νερά, όμορφες
πόλεις του νοτιά, γραφικά στενά και χρώματα. Εκεί που θέλεις να χαθείς για
πάντα, κι ας χάσεις για μια μέρα το μπάνιο. Καφενεδάκια με ελληνικό καφέ στη
χόβολη και γλυκό του κουταλιού.
«Το γλυκό σ’ το κερνάω», της είχε
πει ο καφετζής. «Το ’φτιαξε μια γειτόνισσά μου, πολύ νοικοκυρά, και μου το
έδωσε για κανέναν μερακλή. Αλλά δεν ξέρω τι είναι».
Ηταν περγαμόντο και ήταν υπέροχο.
Και έτσι έφτασε στην πρώτη.
Εκείνη που έβγαλε την πρώτη-πρώτη μέρα των διακοπών, στην πρώτη παραλία που
έβρεξε τα πόδια της. Ηταν η σκιά ενός γυναικείου σώματος στην άμμο: λίγο
στρεβλό το σχήμα, λόγω της γωνίας των ακτίδων του ήλιου, μαύρο πάνω στο
χρυσοκίτρινο, μαλλιά και φόρεμα να ανεμίζουν από τον αέρα.
Κοίταζε την αισιόδοξη εικόνα.
Σκεφτόταν ότι στην ηλεκτρονική της μορφή δεν θα μπορούσε να κιτρινίσει. Αν και
με τα σύγχρονα μέσα όλα μπορούν να πάρουν ό,τι χρώμα τους δώσεις: παλιό,
καινούργιο, σαν ζωγραφική...
Αποφάσισε να είναι μεταξύ των φωτογραφιών
που θα τυπώσει. Και αν στο μέλλον αλλοιωθεί το χρώμα της, δεν πειράζει. Σημασία
έχει αυτό που θα θυμίζει -την πρώτη μέρα των διακοπών- και τα αισθήματα που θα
γεννάει.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου