Γράφει ο Απόστολος Λυκεσάς
…σύρονται αυτές οι γραμμές. Τα
έφερε η ζωή και δεν υπήρξα ούτε είμαι άστεγος. Μακαρίζω την τύχη μου, τις
επιλογές μου και, κυρίως, τους ανθρώπους που έστερξαν να με ταΐσουν, να με
μορφώσουν, με έμαθαν να σκέφτομαι, μου στάθηκαν όταν οι αέρηδες φυσούσαν ανάποδα,
μου έδειξαν τον δρόμο, έβαλαν το χέρι τους στον ώμο μου όταν ήθελα απεγνωσμένα
στήριγμα – και δεν εννοώ με όλα αυτά και άλλα τόσα μόνο τους γονείς μου.
Βαδίζοντας τα τελευταία δέκα
χρόνια της κρίσης ανάμεσα σε συντρίμμια, συλλέκτης καταστροφών από τη φύση του
επαγγέλματος, προσπαθούσα πίσω από την επαγγελματική ψυχραιμία να κρύψω ένα
είδος απόγνωσης που δεν μπορεί να εκφραστεί εύκολα με λόγια, όταν έπρεπε να
χειριστώ τέτοιες ιστορίες. Πολλές φορές με έπιανα να διαολοστέλνω γι' αυτό το
είδος υποκρισίας τον εαυτό μου, που ήθελε να ουρλιάξει και σιωπούσε,
καταπίνοντας την ντροπή για τα προνόμια που η ζωή μού είχε παραχωρήσει.
Η αστεγία έχει μια αγριότητα που
δεν μεταφράζεται στη γλώσσα της στοιχειώδους κανονικότητας του βίου. Μου
απομένει μόνο η ντροπή κάθε που αγοράζω τη «Σχεδία». Την ντροπή μπορείς να την
καταπιείς, αλλά αν είναι ειλικρινής δεν χωνεύεται με τον χρόνο. Οι άστεγοι
είναι πολύ περισσότερα πράγματα από το προσωπικό τους δράμα. Είναι η απόδειξη
της αδυναμίας μας να αλλάξουμε τον κόσμο. Διότι η απανθρωπιά τούτου του κόσμου,
του συστήματος που τον συναρθρώνει, μπορεί σε μια στιγμή να σε στείλει κάτω από
τη γέφυρα.
Εβλεπα χθες τις φωτογραφίες του
πρωθυπουργού στην υποδοχή της Εθνικής Αστέγων. Τα χαμόγελα του Κυριάκου
Μητσοτάκη και της Δόμνας Μιχαηλίδου. Και δυσκολεύομαι να καταλάβω, γιατί
χαμογελούσαν; Είναι που αδυνατούν προφανώς να σκεφτούν ότι τούτη η Εθνική δεν
είναι μια ομάδα -τα μέλη της οποίας είναι γενναίοι άνθρωποι- που μπορεί να μας
κάνει να περηφανευόμαστε ως άτομα και ως κοινωνικό σύνολο. Κανονικά, αν υπάρχει
η περίφημη κανονικότητα, κάποιο είδος της, κάπου, θα έπρεπε όλοι να
ντρεπόμαστε.
Ακόμη και για το έχει μας, την
όποια περιουσία διαθέτει καθένας και καθεμιά. Διότι μεταξύ άλλων, ακόμη και
σήμερα, είναι τόσοι και τόσες ανά την επικράτεια που διατελούν ως υποψήφιοι και
υποψήφιες να στελεχώσουν τούτη την Εθνική. Διότι ο πρωθυπουργός και το κόμμα
του έχουν την άποψη ότι δεν φταίει κανένα σύστημα, φταίει το κεφάλι του
καθενός, είναι που τόσο μπορούσε, ή τόσο άξιζε, οπότε το να χάσει κανείς το
σπίτι του είναι κάτι σαν θεία δίκη, όπου θεός είναι ένας τραπεζίτης, ένα
ανώνυμο φαντ, μια οφσόρ, ένας γιάπης, που αποφασίζουν ότι, αφού χρωστάς, αφού
δεν μπορούσες να πληρώσεις, τότε τι άπλωσες το χέρι, τζάμπα θα σου δίναμε τα
δάνεια;
Ο πρωθυπουργός είδε την Εθνική
Αστέγων και χαμογελούσε. Οπότε μπορούμε ελεύθερα να καταλάβουμε ό,τι θέλουμε
γιατί έχει τόσο σοβαρό ύφος όταν μιλά σε ομίλους «ιδεών» που βλέπουνε τους
«ανάξιους» πένητες με περιφρόνηση.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου