Γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Μπήκε στον σταθμό του Φαλήρου.
Ψηλός, αδύνατος, γένια, μύριζε, πιθανότατα άστεγος. Ακούμπησε ένα ποτήρι με
κρασί στο δάπεδο του βαγονιού, σωριάστηκε δίπλα του. Εβαλε στο τέρμα ένα
ραδιόφωνο. Στο τέρμα όμως. Ινδοπρεπή λαϊκά τραγούδια. Το βαγόνι γεμάτο.
Τουρίστες που είχαν πάρει το
τρένο από το λιμάνι, μια μεγάλη παρέα προσφύγων όλων των ηλικιών, ιδρωμένοι
υπάλληλοι που σχόλασαν, η ώρα ήταν εννιά και κάτι. Η μουσική εκκωφαντική. Οι
τουρίστες γελάγανε. Ολοι γελάσαμε λίγο. Δυο Ιταλίδες άρχισαν να χορεύουν. Στα
Πετράλωνα η μουσική ανέβηκε κι άλλο.
Μια υπάλληλος του σταθμού, που
είναι και επιβάτις, ζητά από τον ξαπλωμένο άντρα να σηκωθεί όρθιος. Εκείνος
αρνείται. Φωνάζει: «Σεκιούριτι, σεκιούριτι!». Ο σεκιουριτάς: «Σηκωθείτε, κύριε,
απαγορεύεται να είστε ξαπλωμένος». Ο άντρας σηκώνεται. Οι πόρτες κλείνουν.
Ξεκινά το βαγόνι. Βρίζει δυνατά, ξαναξαπλώνει κάτω. Είναι μέσα και η γυναίκα
που του έκανε την παρατήρηση.
Σε λίγο σηκώνεται και με
ακατάληπτο λόγο λέει πως θα σκοτώσει την κυρία που τον κάρφωσε. Ανησυχία στους
επιβάτες. Ενας πρόσφυγας, νεαρός, του λέει στα αγγλικά και σε έντονο ύφος να
σταματήσει. Εκείνος φωνάζει πιο δυνατά. Ο πρόσφυγας τον σπρώχνει. Πιάνονται στα
χέρια. Μέχρι το Θησείο. Ανοίγουν οι πόρτες, ο κόσμος βγαίνει πανικόβλητος από
το βαγόνι.
Οι άλλοι πρόσφυγες συγκρατούν τον
δικό τους. Ενας από αυτούς πηγαίνει στον μεθυσμένο άστεγο άντρα να τον
ηρεμήσει. Εκείνος πέφτει εξαντλημένος στην αγκαλιά του. Για λίγο. Επειτα ψάχνει
τον άλλον. Ο κόσμος παρακαλάει τον σεκιούριτι του σταθμού να βγάλει τον μεθυσμένο
έξω, «να ηρεμήσει λίγο -λέει μια κυρία- ας πάρει το επόμενο τρένο».
Ο σεκιούριτι: «Δεν μπορώ να το
κάνω». Ο οδηγός του τρένου αρνείται να ξεκινήσει. Οι επιβάτες είναι αληθινά
τρομαγμένοι. Σε λίγο έρχονται κι άλλοι σεκιουριτάδες, βγάζουν τον άντρα από το
βαγόνι.
Οι πρόσφυγες και οι άλλοι
επιβάτες μπαίνουν μέσα. Μουδιασμένοι, τρομαγμένοι. Στο παγκάκι της πλατφόρμας
οι σεκιουριτάδες κρατάνε τον μεθυσμένο. Θα ορκιζόμουν πως τον παρηγορούν.
Φαντάστηκα έναν μαύρο πάνθηρα κάπου να παραφυλάει. Στο τρένο κανένα πια
χαμόγελο.
Δεν ξέρω ποιον να κοιτάξω στα
μάτια γιατί φοβάμαι να δω. Είμαι ξαφνικά ένα μέρος τους, είμαι η κυρία που
διαμαρτυρήθηκε, είμαι ο μεθυσμένος που κλαίει απαρηγόρητος, είμαι ο πρόσφυγας
που σε μια ξένη χώρα υπερασπίστηκε μια γυναίκα, είμαι η μάνα του που
προσπαθούσε να τον συγκρατήσει, είμαι ο σεκιουριτάς που δεν ήθελε να μπλέξει.
Κατέβηκα στο Μοναστηράκι. Με τα πόδια κομμένα.
Η οργή στο τρένο ξεχείλιζε, κάτι
καταπιεσμένο μέσα στους ανθρώπους βγήκε στην επιφάνεια, ξεχυνόταν από τα
παράθυρα στην πόλη. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον ουρανό της επόμενης μέρας
γαλανό, ούτε κατάφωτο εκείνη τη στιγμή από τα πολλά αστέρια και το νέο φεγγάρι.
Αχ, Σκάρλετ, τι κακό μάς έχεις κάνει. Κοιτάμε όλοι την επόμενη μέρα και
αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα το παρόν μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου