Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά από οκτώ χρόνια που είχε αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα “επιλέγει” ως αντίπαλό του το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρουλάκη. Ο κίνδυνος που κρύβει αυτή η “επιλογή”.
γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Οκτώ μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και τρεις μήνες πριν από τις Ευρωεκλογές του 2024 η εικόνα του πολιτικού σκηνικού δείχνει αμετάβλητη. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζεται κυρίαρχη, καθώς κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται ικανό να την απειλήσει. Σύμφωνα με την τρέχουσα πολιτική φιλολογία “ο Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο“.
Τα δημοσκοπικά νούμερα είναι συντριπτικά υπέρ της ΝΔ. Ωστόσο ορισμένα από τα λεγόμενα “ποιοτικά στοιχεία” δεν είναι καθόλου καλά γι’ αυτήν. Στο κυρίαρχο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, την ακρίβεια, η συντριπτική πλειονότητα λέει ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει. Το ίδιο συμβαίνει και με την κατάσταση στη δημόσια υγεία. Ακόμα και στο θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, που η κυβέρνηση θεωρεί προνομιακό της πεδίο, υπάρχει μια πολύ ισχυρή μειοψηφία περί το 40% που διαφωνεί.
Στο κυβερνών κόμμα έχουν δύο προσδοκίες και μια αγωνία. Προσδοκούν οι ψήφοι διαμαρτυρίας να περιοριστούν σε “λελογισμένο” ποσοστό, έτσι ώστε το ποσοστό της ΝΔ να κινηθεί περί το 35%. Ταυτόχρονα, προσδοκούν να μην υπάρξει δεύτερο κόμμα με ποσοστό που θα ξεπερνάει το 15%. Έτσι, οι ευρωεκλογές θα είναι υγιεινός περίπατος για τον κ. Μητσοτάκη.
Αντιστοίχως, η αγωνία του πρωθυπουργού και των συν αυτώ είναι μήπως η ψήφος διαμαρτυρίας στις ευρωεκλογές “ξεφύγει” και το ποσοστό της ΝΔ κατρακυλήσει περί το 30% (ήταν 33% στις ευρωεκλογές του 2019). Και, επιπλέον, ελπίζουν αυτή η ψήφος να διασπαρεί και να μην ευνοήσει κανένα κόμμα εκτοξεύοντας το ποσοστό του περί το 20%.
Σύμφωνα με τις σημερινές εκτιμήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη θα υποστεί νέα καθίζηση και το 18% των βουλευτικών εκλογών του περασμένου Ιουνίου αποτελεί όνειρο απατηλό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί πλέον υπολογίσιμο αντίπαλο για τη ΝΔ.
Μπερδεμένα εμφανίζονται τα πράγματα με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο διεκδικεί μεν τη δεύτερη θέση, αλλά επί του παρόντος δείχνει ότι δυσκολεύεται να κάνει κάποιο εκλογικό άλμα.
Ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συν αυτώ φαίνεται ότι έχουν καταλήξει πως μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να γίνει στις ευρωεκλογές βασικός και υπολογίσιμος αντίπαλός τους. Γι’ αυτό και οι επιθέσεις εναντίον του, με κάθε αφορμή, πληθαίνουν. Ενδεικτικό είναι ότι το ΠΑΣΟΚ είχαν στο στόχαστρό τους στη συζήτηση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο να χάσει “κεντρώους” ψηφοφόρους που θα στραφούν στο ΠΑΣΟΚ και γι’ αυτό επιτίθεται στον Νίκο Ανδρουλάκη. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο πρωθυπουργός, μετά από οκτώ χρόνια που είχε αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα “επιλέγει” ως αντίπαλό του το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρουλάκη, με στόχο να ψαλλιδίσει κάθε πιθανότητα να γίνει πραγματικός αντίπαλός του με την ψήφο στις ευρωεκλογές.
Ωστόσο η “επιλογή” αυτή κρύβει έναν κίνδυνο. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο κόμμα με πολύ υψηλή συσπείρωση, γεγονός που προϊδεάζει για νέα άνοδο του ποσοστού στις ευρωεκλογές. Αντίθετα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν χαμηλή συσπείρωση, γεγονός που προϊδεάζει για πτώση των ποσοστών τους. Αυτό που δεν μπορεί να υπολογιστεί είναι πόση θα είναι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και πόση η πτώση των άλλων δύο.
Επειδή στις ευρωεκλογές ζημιά παθαίνουν πρώτα τα κυβερνητικά κόμματα, η ΝΔ απειλείται με απώλειες από όλες τις πλευρές. Η ψήφιση του γάμου των ομοφύλων μπορεί να στρέψει τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους προς ακροδεξιά κόμματα (ήδη η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου εμφανίζει σημαντική άνοδο).
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ θα έχει την ευκαιρία να επαναπατρίσει τόσο “κεντρογενείς” ψηφοφόρους από τη ΝΔ όσο και “αριστερόστροφους” από τον κλυδωνιζόμενο ΣΥΡΙΖΑ και το βράδυ των ευρωεκλογών να καταστεί ο ισχυρός αντίπαλος για τη ΝΔ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Και γι’ αυτό δεν του αρκεί μια ακόμα μικρή άνοδος, χρειάζεται ένα άλμα που θα κάνει τη ΝΔ να χάσει την αίσθηση της παντοδυναμίας.
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα να πετύχει μόνο τη δεύτερη θέση με οποιοδήποτε (μικρομεσαίο) ποσοστό. Αν συμβεί αυτό, θα έχει πάθει αυτό που λέει η ρήση του Αμερικανού συγγραφέα Ζικ Ζίγκλαρ: “Αν στοχεύεις χαμηλά, θα πετυχαίνεις πάντα”…