Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η πτώση. Tου Παναγιώτη Χατζηστεφάνου

Ο κοινός νους ψυχορραγεί, αλλά έχει κάτι ακόμα να σας πει. 

Ποινικοποιημένος, διωγμένος, περιθωριοποιημένος, περιφρονημένος, υφιστάμενος διασυρμό, καθηλωμένος στον πάγκο, καρπαζωμένος βάναυσα, λουσμένος με χλεύη και λοιδορία, σέρνοντας τα πόδια του και ασθμαίνοντας βαριά, με το βλέμμα θολό και τα άκρα μουδιασμένα, ψάχνοντας να στηριχτεί αν όχι να πέσει, λαβωμένος βαριά και αφήνοντας την τελευταία του πνοή, σε μια ύστατη απόπειρα αξιοπρέπειας, να μείνει τουλάχιστον όρθιος, ο κριτικός λόγος, η σκέψη ενός μέτρια μορφωμένου και σχετικά ευφυούς ανθρώπου, οι σκέψεις του κοινού νου, που υπάρχει ακόμα, και ζει, αν και δεν βασιλεύει, παρά τις αντίθετες, κακόβουλες φήμες που διαδίδουν ότι πέθανε, ή ότι ποτέ δεν υπήρξε, το μέσο μυαλό λοιπόν, αυτό που φιλτράρει σε κάποιο βασικό επίπεδο την πραγματικότητα, όχι επειδή είναι ένα μυαλό που ανήκει σε διανοούμενο, φωστήρα ή τίποτε τέτοιο φανταχτερό και πιθανόν επηρμένο, αλλά ένα μυαλό ασκείται αναγκαστικά, επειδή προσπαθεί απλά να επιβιώσει ενάντια σε τόσο αντίξοες συνθήκες, ενάντια σε δυσκολίες που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί και να προβλέψει ακόμα και αν ήταν φωστήρας διανοούμενος, αυτό το μυαλό λοιπόν, το περίφημο και εν πολλοίς παροιμιώδες μυαλό που επεξεργάζεται και κρίνει κατά το δοκούν υπέρ των νόμιμων συμφερόντων του, έχει παραλύσει.

Έχει παραλύσει ο κριτικός λόγος στην Ελλάδα σήμερα.

Έχει παραλύσει, και παραληρεί, χωρίς να μπορεί να βάλει τελεία και να διαχωρίσει την στιγμή που παύει η μια σκηνή απόλυτης παράνοιας και που ξεκινάει η επόμενη πράξη του θεάτρου βαναυσότητας, έχει παραλύσει το μυαλό αφού αδυνατεί πλέον να επεξεργαστεί λογικά τον παραλογισμό, αφού δεν έχει αρχές, αρχή και τέλος η βία με την οποία βυσσοδομεί η Ελληνική πραγματικότητα εναντίον της ίδιας της έννοιας της λογικής και της αξιοπρέπειας πλέον, αφού ούτως ή άλλως η καθ’εαυτή αξιοπρέπεια, η επί του πρακτέου, η απτή αξιοπρέπεια, η εννοούμενη με συμβατικούς όρους βιοτικού επιπέδου αξιοπρέπεια, ανήκει πια σε άλλες εποχές και σήμερα φαντάζει μόνο νοσταλγική καρτ-ποστάλ για ελαφρώς ξεμωραμένους και κληρονομικά προνομιούχους.

Για όλες τις κοινωνικές τάξεις ισχύει ο ίδιος ζόφος – οι πλούσιοι φοβούνται εξίσου με τους φτωχούς, ο καθένας για άλλους λόγους. Οι πλούσιοι προσλαμβάνουν προσωπικούς στρατούς, ή έστω, πουλάνε χρυσαφικά και χωράφια όσο-όσο στους τοκογλύφους και μαυραγορίτες. Το να το αποκαλείς αυτό απλά κρίση είναι προκλητική προβοκάτσια ανάλογη του Ρεπουσικού «συνωστισμού». Οι φτωχοί αυτοκτονούν, πέφτουν σε βαθιές καταθλίψεις, στήνονται σε συσσίτια, κλαίνε σε κάμερες, σέρνονται σε δουλειές που δεν πληρώνουν ή καλύπτουν το πολύ τα έξοδα κίνησης, κοιτάνε τον τοίχο αναρωτώμενοι τι θα απογίνουν.

Κάποιοι καλοπερνάνε, αλλά αυτοί είναι, αποκλειστικά, είτε νέοι, που ακόμα κατατρύχονται από ορμονικές εξάρσεις και η προοπτική της παραλίας είναι ικανή να τους ξεμυαλίζει για χρόνια, ενώ κάποιοι άλλοι είναι απλά αυλικοί του 1%, αυτές δηλαδή οι πλύστρες πάσης φύσης που μπαινοβγαίνουν φορτωμένες με μπουγαδοκόφινα γεμάτα ρουφιανιές στ’ αρχοντικά των μαφιόζων και των λαδέμπορων της νέας μεσογειακής Μπογκοτά/Άουσβιτς.

Αυτοί οι επηρμένοι υποτακτικοί, ανάμεσα τους από τηλεπαρουσιαστές-κομματάρχες μέχρι οποιασδήποτε μορφής φτηνοβίζιτες, χαφιέδες, τραμπούκοι και τσόλια, είναι και ιδιαίτερα ενοχλητικοί καθώς νομίζουν ότι η επιβίωση τους, που εξαρτάται από την εξασφάλιση της οικονομικής ευμάρειας της εγκληματικής ελίτ στην οποία παρασιτούν, είναι και άλλοθι προκειμένου να ξεχνάνε ότι βρίσκονται σε απόσταση ενός μηνιάτικου από την χαρτόκουτα που ήδη έχει βρει δεκάδες χιλιάδες άστεγους συμπολίτες τους. Και όχι μόνο ξεχνάνε την φθαρτότητα της παροδικής και λόγω εγκληματικής συνέργειας υπάρχουσας δύναμης τους, αλλά και έχουν αποκτήσει το θράσος να δίνουν και υποδείξεις και να κάνουν παρατηρήσεις, εν ολίγοις έχουν σηκώσει πλέον Ναζιστικό μπαϊράκι υπέρ της διάσωσης της αναίσχυντης ελίτ ακόμα και οι μανικιουρίστριες των ΜΑΤ.

Αυτές οι ξιπασμένες υπηρέτριες της ελέω διαπλοκής, βίας και νοθείας επικρατούσας πλουτοκρατίας ξαφνικά εκφέρουν λόγο, και αντί να γυαλίζουν τα παπούτσια του κου Μπόμπολα ή να ξεσκονίζουν τις πορσελάνες της κας Βαρδινογιάννη, όπως και είναι η δουλειά τους, σήμερα, οι εθελόδουλοι πλην χρυσοπληρωμένοι αυτοί υποτακτικοί, καπηλεύονται ως ίδιον το δανεικό τους κύρος και προσπαθούν να το επιβάλλουν στους εμβρόντητους μάρτυρες του θράσους τους. Αποκλείεται ως λογική πιθανότητα σε μια οποιαδήποτε ευνομούμενη κοινωνία, αλλά συμβαίνει, διαρκώς – μας νουθετούν οι βοηθοί αυνανισμού του κάθε μαφιόζου .

Από τα πολλά συμπτώματα ξεμπουρλεμένων ανύπαρκτων που την είδαν δημόσιοι λειτουργοί και παράγοντες ενώ θα έπρεπε απλά να σέρνονται στις ουρές των απεγνωσμένων στον ΟΑΕΔ, όπως τόσες και τόσες ανειδίκευτες εργάτριες, θα περιοριστώ να αναφέρω ένα ιδιαίτερα ξεκαρδιστικό πλην μακάβριο ατύχημα, αυτό το ακατονόμαστο πράγμα, αυτό το σκύβαλο που από τα μεσημεριανάδικα τηλεπάνελ, δηλαδή από τον κοινωνικό απόπατο, από το αδιέξοδο όπου καταλήγουν μόνο οι πιο αδίστακτες ηλίθιες, από τον τηλεβόθρο όπου χαχανίζουν σαν μογγολάκια με κοκκύτη μόνο τα πιο κωλοπετσωμένα φρόκαλα, από τις τηλεζώνες μαζικού συνειδησιακού εκμαυλισμού, από εκεί που φυτρώνουν μόνο κάτι ασύλληπτα αισχρές φιγούρες προς αποκλειστική διασκέδαση έγκλειστων σε ιδρύματα, από τα τηλεπεζοδρόμια, από εκεί όπου ευδοκιμούν μόνο κάτι αναλφάβητα ποστίς που έχουν εκπαιδευτεί μόνο στο να προσέχουν τα λευκασμένα δόντια τους καθώς ιδρώνουν γονυπετείς στον Σατανά, από εκεί όπου τσιρίζουν επί καθημερινής βάσης μόνο κάτι ανείπωτα λούμπεν θλιβεροκαρικατούρες, από εκεί που βγάζουν μεροκάματο μόνο κάτι βεζυροπούλες του ξέκωλου ημίωρου, από εκεί που ξεπηδάν μόνο κάτι τρελαμένα αντιπαθόμουτρα που βλέπεις ξεφυλλίζοντας γλοιώδη κουρελοπεριοδικά αναίσχυντων οδοντιατρείων, αυτά τα εβδομαδιαία πατσαβούρια που δεν έχουν κείμενα, μόνο μάρκες και ονόματα, αυτά που φωτογραφίζουν σεσημασμένες σκατόφατσες την ώρα που χέζονται πάνω τους στα μπουζούκια ή κοσμικά ψυχάκια την ώρα που ψωνίζουν δονητές σε σχήμα σκυλίσιου πέους, αυτές οι ξεκούδουνες γίδες από τα Ναζιστικά τηλεπεριοδικά που λες λοιπόν, ξαφνικά, και εντελώς ξεδιάντροπα, διορίζονται και ψηφίζουν νομοσχέδια, αποφασίζοντας για την τύχη του λαού ως αναπληρωματικές βουλευτίνες, αποδεικνύοντας ότι το τηλεμάρκετινγκ καθ’ οδόν για το ψυχιατρείο δεν ήταν ο πάτος, ανακοινώνοντας πως τώρα θα υφιστάμεθα ως καθεστώς και τις αχαρακτήριστες που στρατολογήθηκαν σε φτηνούς καναπέδες τηλεοπτικών καμαρινιών, τα ιδρωμένα αποφόρια της Μενεγάκη θα νομοθετούν για το μέλλον των παιδιών σου. Εγώ παιδιά δεν έχω, τόσο μαλάκας δεν είμαι.

Θα σταματήσω εδώ, με αυτό το ένα και μοναδικό παράδειγμα – η πυραμίδα κοπράνων δεν έχει τέλος ούτως ή άλλως, ενώ πλέον σκεπάζει όλο και περισσότερα πτώματα.

Κλείνοντας, θα επιστρέψω στην αρχική εικόνα, του κριτικού λόγου που πέφτει, πυροβολημένος κατακούτελα από το τέλος της λογικής, που στοχεύει στο μυαλό, όπως είχε πει και η ποιήτρια, μην το ξεχνάς.

Καθώς όμως πέφτει ο κριτικός λόγος, καθώς πυροβολείται ο κοινός νους, καθώς ξεψυχάν τα αυτονόητα, η τελευταία ανάσα δεν πάει στράφι, έχει το χάρισμα του λόγου, και επιλέγει να πει, ως τελευταία λόγια, την αλήθεια, με ονόματα και διευθύνσεις, επειδή ξέρει, ότι ακόμα και αν πεθάνει ο κριτικός λόγος, η δικαιοσύνη, που είναι οικουμενική λόγω της θνητότητας όλων μας, θα αποδοθεί ούτως ή άλλως, είτε σε παλάτια, είτε σε χαλάσματα, και η δικαιοσύνη αυτή, προς μεγάλη, αλλά και διασκεδαστική για τους υπόλοιπους, απογοήτευση εκείνων των γελοίων που καταδικάζουν την βία απ΄όπου και αν προέρχεται, η υπέρτατη δικαιοσύνη δεν είναι ούτε ψύχραιμη, ούτε ορθολογική, ούτε διαπραγματεύσιμη, είναι ο θάνατος ο ίδιος, και τον στέλνει η ζωή, και ο θάνατος είναι βίαιος γλυκιές μου.

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *