Του Αλέκου Τζιόλα
Κανένας λαός δε θέλει την αυτοκτονία του. Το άτομο μπορεί. Οι λαοί όμως ποτέ, κι ας δείχνουν κάποιες συμπεριφορές τους, όπως είναι της αδιαφορίας ή της αποχής από την πολιτική, μια τέτοια διάθεση. Έχει δυστυχώς την εντύπωση ο λαός πως ένας τρόπος τιμωρίας των πολιτικών του είναι να τους γυρίζει την πλάτη. Και σε πρώτη ματιά είναι, καθώς τους δείχνει την περιφρόνησή του.
Είναι όμως ηθική τιμωρία και όχι πρακτική, για να τους αγγίζει. Και γι` αυτό αρνητική. Είναι όπως η μούντζα, που κανείς πολιτικός δεν υπολογίζει, γιατί δεν εμπεριέχει εμπράγματη τιμωρία. Κι εκτός αυτού η τιμώρησή τους με αδιαφορία ή με αποχή είναι περισσότερο τιμωρία προς τον εαυτό του επώδυνη μάλιστα παρά προς τους πολιτικούς του εκφραστές. Εκείνοι, μουτζωμένοι ή μη, θα συνεχίσουν ν` ασκούν εξουσία απρόσκοπτα κιόλας. Εξάλλου η αποχή τους δίνει ποσοστά. Μην το ξεχνάμε.
Κανένας λαός επίσης δεν είναι από μόνος του αυτοδιάθετος (ο όρος όχι με τη νομική έννοια του Διεθνούς Δικαίου αλλά την ψυχολογική και τη «γεννητική», θα έλεγα, με την έννοια της γέννησης και ενοποιημένης εκδήλωσης της διάθεσής του). Όχι πως δεν έχει διαθέσεις. Οι καταστάσεις που ζει τους τις γεννούν συνέχεια. Κάθε ερέθισμα που δέχεται του δημιουργεί μια διάθεση, δυνητική έστω. Πρέπει όμως πρώτα η διάθεσή του να εκδηλωθεί και να συμπέσει με των αλλωνών τις διαθέσεις, ώστε να είναι κοινή, για να μιλάμε για διάθεση κάποιου συνόλου και όχι ατόμου. Τότε, όταν εκδηλωθεί κοινή διάθεση, που απαιτεί προγενέστερα πάντα την ενοποίησή της, αποκτά η κοινωνία ή ο λαός την ιδιότητα του αυτοδιάθετου, την οποία μετά το Διεθνές Δίκαιο θα του την αναγνωρίσει ως δικαίωμα.
Τη δυνατότητα να εκδηλώσει τη διάθεσή του, στο πολιτικό πεδίο, του την προσφέρουν οι πολιτικοί, που του την «εκλύουν» εκφράζοντάς την και τη φέρουν σε σύμπτωση με των άλλων. Στον αρχαίο Δήμο αυτό τον πολιτικό ρόλο τον παίζανε εκτός από τους αρχηγούς παρατάξεων και οι ρήτορες. Όταν πάντως ενοποιούνταν οι διαθέσεις μέσα από τους εκφραστές και ενοποιητές τους συγχρόνως, είχαμε κατόπιν επικυρωμένη την κοινή τους εκδήλωση με ψήφο. Αυτοί οι εκφραστές και ενοποιητές των διαθέσεών του, οι πομποί πολιτικών ερεθισμάτων γενικά, αποτελούσαν τους μικρούς ή μεγάλους ταγούς του.
Στις σημερινές δημοκρατίες τα κόμματα είναι αυτά που παίζουν τον ανάλογο ρόλο, έστω κι αν είναι ως συνήθως - και κακώς – αρχηγικά και οι αρχηγοί έχουνε τον πρώτο λόγο. Η ιδεολογία τους, η αντιστοίχησή τους η ταξική προς την κοινωνία, είτε αυτή ομολογείται είτε όχι, τα προγράμματά τους και η πολιτική πρόταση που αρθρώνουν τα καθιστούν αποκλειστικά στην πολιτική έκφραση των διαθέσεων της κοινωνίας. Τα ΜΜΕ φυσικά είναι τα μεγάφωνά τους. Άρα, αν εκφράζονται οι εν δυνάμει πολλές φορές διαθέσεις του λαού κι αν ενοποιούνται, ώστε να αποκτήσουν το χαρακτήρα των κοινών διαθέσεων, έχουν αυτά την ευθύνη, και αν συνεπώς ένας λαός εκδηλώνει τάσεις σαν αυτές που είπαμε αυτοκαταστροφικές, η ευθύνη είναι πάλι των κομμάτων, κυρίως εκείνων που τον έφεραν σ` αυτή την κατάσταση, αλλά και εκείνων που όχι τόσο επειδή δεν μπόρεσαν να τον αποτρέψουν από μια τέτοια πορεία, αλλά προπάντων γιατί δεν μπορούν να τον πείσουν για τη διέξοδο που του προτείνουν.
Βέβαια ούτε ο λαός απαλλάσσεται από ευθύνη για την πορεία που ακολούθησε, καθώς έμμεσα, δείχνοντας με τον ψήφο του υποστηριχτική διάθεση και αναθέτοντάς τους τη διακυβέρνησή του, ο ίδιος έβαλε τον εαυτό του σ` αυτή την πορεία. Αλλά και ο κάποιος δισταγμός που εξακολουθεί να δείχνει στην απάρνησή τους, ενώ βλέπει πού τον οδηγήσανε, του προσθέτει ευθύνη. Ακόμα και η συνηθισμένη του επίρριψη όλων των ευθυνών στα κόμματα, για να απαλλάσσει μόνος του τον εαυτό του από ευθύνες, τον ενοχοποιεί επί πλέον. Γενικά πάντως είναι χαρακτηριστικό περισσότερο του λαού παρά του ατόμου να εκδηλώνει άρνηση αναγνώρισης των ευθυνών του. Η κατάκτηση της συλλογικής αυτογνωσίας είναι πολύ πιο σύνθετη και δυσχερής υπόθεση απ` ό, τι της ατομικής, όπως και η συλλογική συνειδητότητα.
Στην παρούσα στιγμή η ΝΔ εκτός από «μικρό κόμμα» είναι και σκορποχώρι. Πλειοψηφία δεν έχει, παραπαίει κάθε στιγμή και με ταχύ ρυθμό συνεχίζει να μας καταστρέφει. Κι ενώ της λείπουν όλα τα ερείσματα, εθνικά, ηθικά, νομικά, κοινωνικά, παρόλα αυτά κυβερνά τη χώρα. Αντισυνταγματικά θα μου πείτε, αλλά και χωρίς εκδηλωμένη διάθεση ανατροπής της από το λαό θα σας πω εγώ. Δε νομίζω σε άλλες εποχές, αν ο Πρωθυπουργός απέλυε εκπαιδευτικό που έπιασε το γιο του να κλέβει, θα παρέμενε Πρωθυπουργός μόνο και μόνο επειδή δεν έχει τσίπα. Ο λαός υπάρχει, υποτίθεται, για να επιβάλλει τις υπαγορεύσεις της, όταν λείπει. Εδώ η ευθύνη του που δεν αντιδρά είναι μέγιστη. Άρα δεν παραμένουν στην εξουσία, επειδή είναι μάγοι, αλλά επειδή όντας εντεταλμένοι είναι και αδίστακτοι, αλλά και «ικανοί». Μόλο που η «ικανότητά» τους αυτή είναι εντελώς εξωγενής.
Το «Ε! Και λοιπόν;» που λέγαμε την προηγούμενη φορά δείχνει βέβαια το σταθερό στίγμα της κοινωνίας μας απέναντι στα συλλογικά πράγματα, δεν είναι όμως και χωρίς εξήγηση ούτε χωρίς αναγωγή σε ευθύνες κομμάτων της αντιπολίτευσης που αδυνατούν να την κινητοποιήσουν, να την ξεσηκώσουν ή απλώς να της ανοίξουν τα μάτια, για να δει την καταστροφή και να αναζητήσει δρόμους σωτηρίας. Και το γεγονός ότι τους αναζητεί σε ετερόκλητες και «άγονες» και επικινδυνότατες κατευθύνσεις μπορεί και αυτό να επιφορτίζει με βαριές ευθύνες τα κόμματα της Αριστεράς. Μιλάμε για Αριστερά, γιατί μόνο αυτή θα μπορούσε να προτείνει πραγματική διέξοδο, αφού το θέμα είναι πέρα για πέρα ιδεολογικό και ταξικό. Η Δεξιά το μόνο που θα μπορούσε φύσει και θέσει να κάνει – και το έκανε - ήτανε να τον οδηγήσει στο αδιέξοδο που τον οδήγησε. Γι` αυτό η ευθύνη, λέμε, βαραίνει κυρίως την Αριστερά και ειδικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ, που φάνηκε ότι θα μπορούσε να παίξει τον ταξικό του ρόλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο αδυνατεί να εμπνεύσει και να ξεσηκώσει το λαό. Με την αδυναμία του όμως αυτή στηρίζει την αιωρούμενη Κυβέρνηση. Και αδυνατεί, επειδή και ο ίδιος είναι αιωρούμενος. Και όντας αμφότεροι, Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ, στον αέρα, αλληλοστηρίζονται, καθώς η άνωσή τους (από το λαό) είναι επισφαλής κι αν δε συντελείται η πτώση τους, είναι γιατί ο ένας υποβαστάζει τον άλλο, όταν πάει να πέσει. Το ζήτημα όμως είναι να έχεις αυθυπαρξία ως πολιτική έκφραση, γερό λαϊκό υποβάσταγμα, και όχι να υπάρχεις αποφατικά, μέσω της στήριξης κάποιου άλλου ομοιοπαθούς σου.
Γιατί, θα μου πείτε, αιωρείται ο ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί πρωταρχικά τον χαρακτηρίζει ιδεολογική απροσδιοριστία ανέκαθεν, είτε ως ΚΚΕεσ. - δέστε την εξέλιξη των Κύρκων - είτε ως Συνασπισμό, είτε ως ΣΥΡΙΖΑ με συνιστώσες ή χωρίς τάχα. Η σημερινή του ιδεολογική απροσδιοριστία φαίνεται στην πολυγλωσσία του και στις παλινωδίες του. Σταθερά προβάλλει τον εαυτό του ως αριστερό, ψάχνει όμως για απομιμήσεις ηγετισμού Ανδρεϊκού τύπου ή Παπανδρεϊκού γενικά. Καταγγέλλει το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, το ασπάζεται όμως «κουβελικά» κιόλας, μπας και του φέρει ψήφους ο ασπασμός του, αφού βλέπει δυο χρόνια τώρα παρά την απαίτηση των συνθηκών δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά του. Βέβαια είναι πιο δύσκολο να απαγκιστρώσεις το λαό απ` ό, τι να τον αγκιστρώσεις. Όμως πρέπει να γίνει απαγκίστρωση, όχι μεταφορά της αγκίστρωσης(εννοούμε με όλα τα συμπαρομαρτούντα, αγκιστρωτές, αγκίστρι, σχέση αγκιστρωμένου και αγκιστρωτή) στο δικό μας χώρο, εκτός αν θέλουμε να εξομοιώσουμε τους δύο χώρους. Τόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις τον αγκιστρωμένο από τον αγκιστρωτή, θύμα από το θύτη, τον οπαδό και ψηφοφόρο του Πασόκ από τους ψαράδες του που τον αγκιστρώσανε; Κι ενώ υπάρχει απόφαση Συνεδρίου, πώς ακυρώνεται αυτή με απόφαση ενός άλλου κατώτερου οργάνου; Ποια σχέση με Δημοκρατία έχουν όλα αυτά;
Αλλά προπάντων: Πώς αφήνεται το πεδίο καταπολέμησης των διεφθαρμένων πολιτικών μας αποκλειστικά «στα χέρια» της Χρυσής Αυγής, που έχει μάλιστα δύο μεγάλα πλεονεκτήματα; Δε φέρει καμιά ευθύνη για την εκκόλαψη των διεφθαρμένων ή τη δημιουργία τους, αφού δεν υπήρχε, ενώ εμείς υπήρχαμε. Δεύτερον η «τσοπανάρική» της συμπεριφορά θέλγει τα πλήθη που θέλουν την τιμωρία των διεφθαρμένων και δεν τη βλέπουν. Αδυνατούν εξάλλου να τη δουν. Ποιος κάθεται να σκεφθεί τι λένε τα δικονομικά της κας Κωνσταντοπούλου – και είναι προς τιμή της και του κόμματός της το έργο που εκπονήσανε - και πότε θα κυοφορήσουνε τιμωρίες; Στο τσοπανάρικο νταηλίκι της Χρυσής Αυγής βλέπουν την άμεση σάρκωση της θείας νέμεσης που επιζητούν. Βέβαια το να ονομάζουμε τσοπανάρικη τη συμπεριφορά της Χρυσής Αυγής είναι ευφημισμός καθ` υπερβολή, το ξέρω. Όπλα και μαχαίρια χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, για να «αντιμετωπίσουν» όχι τους διεφθαρμένους πολιτικούς, αλλά τους πολιτικούς τους αντιπάλους και γι` αυτό κατατάσσονται στον κόσμο του πολιτικού γκαγκστερισμού. Για να καταλήγουμε: Μετά από τέτοιες ενέργειες του ΣΥΡΙΖΑ φταίνε μόνον οι άλλοι για την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής; Εμείς όχι;
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν μπροστά στην αδυναμία να χαράξει πολιτική δεν ανεβάζει τα ποσοστά του. Μπροστά στην ίδια όμως αδυναμία ο λαός μας τρώει τις σάρκες του. Ή με άλλα λόγια συντηρείται από τα κόπρανά του.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου