ΙΤΑΛΙΑ Το Ριάτσε μαράζωνε, ώσπου έφτασαν 200 Κούρδοι πρόσφυγες, τους οποίους οι ντόπιοι καλοδέχτηκαν και είδαν τον τόπο τους να ανθεί και πάλι οικονομικά και κοινωνικά
Της Βίκυς Καπετανοπούλου
Ενα φωτεινό παράδειγμα έμπρακτης αλληλεγγύης και ανθρωπιστικού ακτιβισμού έχει αναδυθεί την τελευταία δεκαπενταετία στον ιταλικό Νότο, που κατακλύζεται από ατέλειωτα κύματα προσφυγιάς. Το Ριάτσε, ένα μικρό χωριό της Καλαβρίας, έγινε διάσημο το 1972, όταν στο επίνειό του βρέθηκαν οι Πολεμιστές, δύο αρχαιοελληνικά, μπρούτζινα αγάλματα ανεκτίμητης αξίας, ηλικίας 2.500 ετών.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η καλή του φήμη εξαπλώνεται για άλλον ένα λόγο: το θεωρητικό (και συνήθως ανεφάρμοστο) μοντέλο της κοινωνικής ενσωμάτωσης έχει πάρει στο Ριάτσε σάρκα και οστά.
Τον Ιούλιο του 1998 η θάλασσα ξέβρασε ένα πλοιάριο με 200 Κούρδους μετανάστες, που είχαν εγκαταλείψει τα εδάφη τους εν μέσω του ακήρυχτου πολέμου μεταξύ PKK και τουρκικού στρατού. Το χωριό βρισκόταν ήδη στα πρόθυρα του μαρασμού.
Παρακμή παντού
Η τοπική κοινωνία και οικονομία βυθίζονταν στην παρακμή, τα μεροκάματα ήταν δυσεύρετα, τα πολυαναμενόμενα πλήθη των τουριστών δεν έφτασαν ποτέ – τα αγάλματα είχαν μεταφερθεί σε μουσείο στη μητρόπολη του Ρέτζιο Καλάμπρια. Από τους 2.500 κατοίκους είχαν ξεμείνει μόνο λίγες εκατοντάδες, κυρίως ηλικιωμένοι. Οι πιο πολλοί νέοι της περιοχής είχαν γίνει εμιγκρέδες, αναζητώντας μέσα βιοπορισμού στον πλούσιο Βορρά της πατρίδας τους, στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Αυστραλία.
Ολα άρχισαν να αλλάζουν από την απρόσμενη υποδοχή που επιφύλαξε ο ντόπιος πληθυσμός στους ξενιτεμένους Κούρδους. Δεχόμενοι επί αιώνες ληστρικές επιθέσεις από πειρατές, οι κάτοικοι του Ριάτσε ήταν τουλάχιστον επιφυλακτικοί -αν όχι εχθρικοί- απέναντι στους ξένους.
Γι’ αυτό άλλωστε το χωριό είναι χτισμένο πάνω σε λόφο, σε απόσταση ασφαλείας από τις ακτές. Με την προτροπή και την επινοητικότητα του ανοιχτόμυαλου δημάρχου, ο φόβος και η προκατάληψη έδωσαν τη θέση τους στην ανθρωπιά και την έξυπνη επιχειρηματικότητα.
Αντί, λοιπόν, να προσπαθήσουν να στοιβάξουν τους μετανάστες σε κάποιον τρισάθλιο κοιτώνα ή να τους ξεφορτωθούν από τα μέρη τους για να μην επιβαρύνουν κι άλλο τα φτωχικά νοικοκυριά τους, οι ντόπιοι έκαναν το ακριβώς αντίθετο.
Καλωσόρισαν τους αλλοδαπούς προσφέροντάς τους απλόχερα φιλοξενία, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
«Εμφανίστηκε ξανά μια αχτίδα για το μέλλον, μια νέα αίσθηση συλλογικής συνεργασίας. Ο κόσμος έφευγε, το σχολείο είχε κλείσει, υπήρχε αυξανόμενο έλλειμμα βασικών υπηρεσιών. Είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε αν είχε πλέον νόημα να κάνουμε σχέδια επί χάρτου για να συντηρούμε ένα χωριό, το οποίο ολοένα και ερήμωνε. Οι καινούργιες αφίξεις, όμως, έφεραν νέες ελπίδες» έλεγε τότε ο «πεφωτισμένος» δήμαρχος και πρώην δάσκαλος, Ντομένικο Λουκάνο.
Κοινωνικό πείραμα
Ο αεικίνητος και προοδευτικός αυτός άνθρωπος έγινε ψυχή και κινητήρια δύναμη του εναλλακτικού, αλλά πετυχημένου κοινωνικού πειράματος του Ριάτσε. Με τη βοήθεια ΜΚΟ, ακτιβιστών και ντόπιων εθελοντών, ο δήμος έβαλε μπρος να επισκευάσει εγκαταλελειμμένα σπίτια για να στεγάζει προσωρινά τους πρόσφυγες από διάφορες γωνιές της οικουμένης, που συνέχιζαν να συρρέουν στο χωριό. Σιγά σιγά στις εργασίες συμμετείχαν και οι ίδιοι οι μετανάστες, βρίσκοντας παραγωγική απασχόληση κατά τη νεκρή περίοδο αναμονής για την εξέταση των αιτήσεών τους για άσυλο. Το σχολείο ξανάνοιξε και τα παιδιά τους ξεκίνησαν να μαθαίνουν την ιταλική γλώσσα.
Σήμερα η δασκάλα Αννα Νιτσιφόρο υπερηφανεύεται ότι διδάσκει μαθητές και μαθήτριες οχτώ εθνικοτήτων. Τα σοκάκια έχουν πλημμυρίσει από παιδικά πρόσωπα, γέλια και παιχνίδια. «Για μας είναι όλα εγγόνια» λέει ένας παππούς. Στο σχολείο «η ενσωμάτωση γίνεται αυθόρμητα. Τα παιδιά των αλλοδαπών είναι έξυπνα, μαθαίνουν πιο γρήγορα από τα Ιταλάκια» ομολογεί η Νιτσιφόρο.
Εκτενές ρεπορτάζ για το χωριό – πρότυπο έκανε πρόσφατα η βρετανική εφημερίδα «Observer», επισημαίνοντας την ολική μεταμόρφωση του τόπου και των ανθρώπων. Οι καλές προθέσεις οφείλονται εν μέρει και στο… ζεστό χρήμα από κρατικές επιδοτήσεις για τη στέγαση και τη σίτιση των προσφύγων, οι οποίες άρχισαν με τη σειρά τους να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. «Υπήρχαν πολλοί άνεργοι εδώ κι αυτό έφερε δουλειές και για μας» παραδέχεται η Μόνικα Αουντίνο, που εργάζεται τώρα σε γραφείο παροχής βοήθειας για αιτήσεις ασύλου και εύρεση στέγης για τους μετανάστες.
Ο δήμαρχος Λουκάνο έχει εγκαινιάσει κι ένα είδος τοπικού νομίσματος: εξέδωσε κουπόνια, τα οποία λαμβάνουν οι αλλοδαποί ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και τα ανταλλάσσουν στα τοπικά μαγαζιά για να προμηθεύονται τρόφιμα κι άλλα προϊόντα. Τα καταστήματα στέλνουν στη συνέχεια τα κουπόνια στον δήμο, ο οποίος αποζημιώνεται από ειδικά κονδύλια του ιταλικού κράτους. Παρά τις συχνές καθυστερήσεις λόγω γραφειοκρατίας, η χρηματοδότηση αυτή κυμαίνεται στα 25 – 30 ευρώ την ημέρα για κάθε πρόσφυγα.
Νέα πνοή, νέα ζωή
Το Ριάτσε έχει αρχίσει πάλι να ανθεί. Νέες ρίζες φυτρώνουν για τους ξεριζωμένους. Αρκετά απειλούμενα επαγγέλματα ξαναβρίσκουν χρηματοδότηση από την τοπική κυβέρνηση της Καλαβρίας και άξιους συνεχιστές στα πρόσωπα των ξένων. Ο νεαρός Ντανιέλ Γιαμπόα από την Γκάνα πληρώνεται 800 ευρώ τον μήνα για να φροντίζει τα 13 γαϊδουράκια του δήμου και να περνά με κάρα από τις γειτονιές για να μαζεύει τα απορρίμματα προς ανακύκλωση. Τώρα ετοιμάζεται ν’ αρχίσει να πουλά και γάλα γαϊδάρου.
Ως επίσημη διερμηνέας για τους Αφρικανούς εργάζεται η 31χρονη Λεμλέμ Τεσφαχούν από την Αιθιοπία, την οποία διέσωσε ο δήμαρχος από ένα κέντρο κράτησης μεταναστών της Καλαβρίας πριν από δέκα χρόνια.
Η 34χρονη Νιγηριανή δημοσιογράφος Τάγιο Αμού, που έφτασε στην Ιταλία το 2010 κι εδώ και έναν χρόνο έχει πάρει άσυλο, μαθαίνει παραδοσιακό κέντημα και πλέξιμο στο πλευρό μιας εκ των κατοίκων και πουλάει τα εργόχειρά της για να ζει την 15 μηνών κόρη της.
«Θέλω να φύγω για την Ολλανδία και να τελειώσω τις σπουδές μου στην Κτηνιατρική» εξομολογείται στον δημοσιογράφο του «Observer» ο 29χρονος Αουτσάνα Καχσάι από την Ερυθραία.
Η επιρροή και η δημοφιλία του 54χρονου δημάρχου έχουν ενοχλήσει την Ντραγκέτα, την τοπική Μαφία, που χάνει πακτωλούς μαύρου χρήματος εξαιτίας της κοινωνικής του δράσης. Το 2009 ο Ντομένικο Λουκάνο γλίτωσε παρά τρίχα από απόπειρα δολοφονίας. Μυστηριωδώς έχουν δηλητηριαστεί και δύο από τα σκυλιά του. Δεν το βάζει, όμως, κάτω.
Πριν από λίγο καιρό απείλησε να ξεκινήσει απεργία πείνας, αν οι αρμόδιες αρχές δεν ξεμπλόκαραν τα καθυστερούμενα κονδύλια, ώστε να μπορέσουν να εξαργυρωθούν τα κουπόνια των προσφύγων, που είχαν μείνει χωρίς τρόφιμα και γάλα για τα παιδιά τους. Από τον τόπο του έχουν περάσει χιλιάδες μετανάστες.
Σήμερα μένουν μόνιμα εκεί 180, ενώ έχει προσφερθεί να φιλοξενήσει για όσο χρειαστεί και ορισμένους απ’ τους 155 επιζώντες του τραγικού ναυαγίου στη Λαμπεντούζα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Μπαχράμ Ατσάρ, ένας από τους Κούρδους που έφτασαν πρώτοι στο Ριάτσε, όχι απλώς έχει εγκατασταθεί στο χωριό, αλλά έχει αποκτήσει πλέον οικογένεια και ιταλική ιθαγένεια.
Μετά την οικοδομή, ξεκίνησε να δουλεύει σε γραφείο που διαχειρίζεται τις νέες αφίξεις μεταναστών. «Ολα ξεκίνησαν με μένα» θυμάται. Οπως τον βοήθησαν τότε, λέει, ήρθε τώρα η δική του σειρά να βοηθήσει. Μέσα από τις κακουχίες, ανακάλυψε τελικά το νόημα της ζωής…