...γράφει η Μαρία Θεοδωράκη |
Σκυμμένο κεφάλι , άδειο, κοιτάζει μονάχα κάτω. Μπλε, κίτρινα, κόκκινα φώτα. Κόκκινα. Κάνει να το σηκώσει, τρομάζει. Με μια ματιά βλέπει τα πάντα. Όλα μουτζουρωμένα σε μια εικόνα. Ό,τι βλέπει, ό,τι μυρίζει, ό,τι σκέφτεται. Πρόσωπα απρόσωπα, κραυγές, ουσίες, έρωτας. Έρωτας. Πάει να φύγει, "δεν θα έπρεπε να ει μαι εδώ , ή μήπως οι Εδώ θα μείνω, εδώ, να κοιτάζω ανενόχλητος από μια γωνία τη ζωή".
Το ξανακατεβάζει, εκεί που ξέρει ας κοιτάζει καλύτερα. Μετά το αφήνει, κουράστηκε να ασχολείται μαζί του, κουράστηκε να σκέφτεται. Όλο σκέψεις. Προχωράει στα άκρα. Αρχίζει να τρεμοπαίζει, νομίζει πως χορεύει. Αυτή η καταραμένη συνήθεια του να πείθει τον εαυτό του να μην αδημονεί, να μην αναπολεί, να μην ανησυχεί, να μη σκέφτεται. Διαολεμένες σκέψεις. Δε τα καταφέρνει, πάλι κάνει να φύγει "ίσως εκεί είναι καλύτερα, ή μήπως όχι; Όχι. Οι ίδιες σκέψεις σε ίδια μέρη σε πάνε."
Ξαφνικά,νιώθει μια γροθιά να τον βαραίνει, πληγώνεται. Δε δακρύζει, δε κλαίει. Δε κλαίει με τον πόνο, μόνο με τη νοσταλγία. Ξυπνάει! Η κραυγή γίνεται μελωδία, οι ουσίες άρωμα , μα ο έρωτας άκαμπτος, με την ίδια μορφή που τάρα μοιάζει ταλαιπωρημένη και γερασμένη. Τότε όμως θυμάται. Βουρκώνει.Τι νόημα όμως έχει το δάκρυ αν δεν κυλήσει μέχρι να φτάσει στο πάτωμα; Αν δε φτάσει στο προορισμό του; Αν δε σβήσει όλες τις βρωμιές που μαζεύτηκαν στο πρόσωπο του; Η καλύτερα αν δεν τις κάψει με την αλμύρα του;
Συνεχίζει τον αλλόκοτο χορό. Με διαφορετικό ρυθμό από αυτόν των ηχείων. Έχει έναν δικό του στα αυτιά Το ίδιο ρολόι, χωρίς σταματημό. Η αγαπημένη του μελωδία, όλοι την καταλαβαίνουν, δε σταματάει ποτέ και κάθε φορά τραγουδά για διαφορετική στιγμή. Δε κολλάει στις ίδιες. Καμιά φορά χαλάνε οι μπαταρίες αλλά φροντίζει να τις αλλάζει. Κι όταν πάλι ξεκινά, του φωνάζει να πάει αλλού. Δε θέλει, θέλει να μείνει εδώ, εδώ μέχρι να τον πάνε αλλού.
Μετράει τα βήματα, νομίζει πως είναι μέρες, μήνες, χρόνια... Χάνει το μέτρημα. Δε το νοιάζει, ούτως η άλλως ακόμα εδώ είναι. Σιχαίνεται τους αριθμούς. Παραπέμπουν σε άσχημες λέξεις. Μηδενισμός, μοναξιά, πολλά προβλήματα. Έναν μόνο ξεχωρίζει, αυτόν ανάμεσα στο ένα και στο τρία, δυο μάτια, δυο χέρια, δυο στιγμές, μέρα και νύχτα. Φαντάζεται σε ποια από τις δύο θα φτάσει η ώρα.
Ένα χέρι τον αγγίζει , "πάμε να φύγουμε" . Μένει ακίνητος, που να πάει; Εδώ έμαθε να μένει, στον ίδιο χορό, στον ίδιο ρυθμό, με την ίδια εντολή στο σώμα. Περιμένει. Θα έρθει η στιγμή που δε θα του το πουν, απρόσμενα θα έρθουν να τον βρουν, δεν θα τον ξυπνήσουν, θα τον αφήσουν εκεί με κλειστά ματιά, σκυμμένο κεφάλι και αυτός θα το νιώσει. Θα νιώσει και θα φύγει από εδώ, θα μπει μες τη ζωή που για χρόνια κοιτούσε ανενόχλητος από την ίδια γωνία...
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου