Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες
ημέρες τα τεκταινόμενα σχετικά με την υπόθεση ξυλοδαρμού ενός 17χρονου μαθητή
σε σχολείο του Βύρωνα, από μαθητές γυμνασίου και λυκείου, όταν (όπως διαβάσαμε)
ζήτησε το λόγο, επειδή η αδερφή του είχε πέσει θύμα bullying. Το σενάριο,
χιλιοειπωμένο και γνωστό, το έχουμε δει να συμβαίνει και σε άλλα παρόμοια
περιστατικά.
Στην αρχή η κοινωνία σοκάρεται,
μετά συζητά, αναλύει, καταθέτει τις απόψεις της, κουβεντιάζει το ζήτημα, ακούει
τις απόψεις των διαφόρων ειδικών, τις οποίες αναπαράγει εξ ολοκλήρου ή εν
μέρει, αυτούσιες ή διαστρεβλωμένες και τέλος σιγά σιγά ξεχνάει και ξεθυμαίνει
το ενδιαφέρον της. Αυτό μέχρι τουλάχιστον να συμβεί κάτι αντίστοιχο, που
πιθανότατα θα οδηγήσει στην εκ νέου εκκίνηση της προαναφερόμενης πορείας. Κάθε
φορά η ίδια ιστορία, οι συνέπειες της
οποίας στους τρόπους σκέψης, στις νοοτροπίες και στις συμπεριφορές των ανθρώπων
δεν αποτιμώνται ποτέ.
Καταρχάς, ας αναρωτηθούμε ποιες
θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας τηλεοπτικής φλυαρίας; Ποιος ο
ρόλος των διάφορων ειδικών και κυρίως των ψυχολόγων και των υπολοίπων
κοινωνικών επιστημόνων, όταν συμμετέχουν σε πάνελ ή εκπομπές, που δεν
επιτρέπουν παρά παρεμβάσεις σύντομες, οι οποίες διακρίνονται από τη λογική της
ατάκας; Πως όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω από ζητήματα νεανικής παραβατικότητας
και βίας, αξιοποιείται εμπορικά υπό το πρόσημο δήθεν της κοινωνικής ανάλυσης
και του διαφωτισμού των ανθρώπων γύρω από τα αίτια τέτοιων συμπεριφορών με
σκοπό δήθεν την πρόληψή τους;
Τηλεοπτική φλυαρία αντί
ουσίας
Οι παρεμβάσεις των ειδικών,
οργανωμένες συνήθως με τους τηλεοπτικούς όρους, οδηγούν σε ψυχολογίζοντα
σχήματα σκέψης, σε κλινικοποιημένα υπεραπλουστευτικά συμπεράσματα και σε
καταχρηστικές γενικεύσεις γύρω από τη νεανική παραβατικότητα, ενδεχομένως και
εγκληματικότητα, χωρίς τις περισσότερες φορές να μπορούν εμβαθύνουν.
Δημιουργείται έτσι ένα γνωστικό χάος στους "καταναλωτές ειδήσεων"
(υποτίθεται επιστημονικά τεκμηριωμένο) που διαστρεβλώνει την πραγματική
συνθετότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης μέσα στο
σύγχρονο πολιτικό-πολιτισμικό πλαίσιο της μετανεωτερικότητας.
Συγχρόνως, δίνοντας μια νότα έστω
και αρνητικής, ως προς το περιεχόμενο, δημοσιότητας (παρόλα ταύτα επιθυμητής
δημοσιότητας) του κάθε επικείμενου δράστη, συμβάλλει ενδεχομένως και στην
αναπαραγωγή τέτοιων φαινομένων. Για να το πούμε αλλιώς, αυτό που αποσιωπάται,
είναι ο ρόλος της επιστημονοφανούς αερολογίας, στην οποία καταγίνονται στα ΜΜΕ
οι διάφοροι λίγο ως πολύ ειδικοί που καλούνται σε κάθε τέτοια περίσταση να
εκφράσουν τη γνώμη τους. Ρόλος ίσως ενισχυτικός ως προς την επανεμφάνιση
παρόμοιων φαινομένων.
Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι
"έχει πέσει πολύ ψυχολογία": Μέσω "ψυχολογίας" η αιτία του
κακού αποδίδεται στα άτομα ή και με πιο ψυχοκοινωνιολογικούς όρους, στις
επιρροές που έχουν δεχτεί από το περιβάλλον. Ποιες ακριβώς επιρροές; Ανάλογα με
τον ειδικό (ψυχολόγο, κοινωνιολόγο, εγκληματολόγο) το βάρος ως προς τις
προτεινόμενες ερμηνείες του φαινομένου αποδίδεται σε διαφορετικούς λόγους.
Άλλοτε σε εγγενείς ψυχικές αιτίες
(με ή χωρίς βιολογικό υπόβαθρο και προεκτάσεις), άλλοτε στην οικογένεια και τις
ελλείψεις στη φροντίδα και τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, άλλοτε στις
ανεπάρκειες του σχολικού περιβάλλοντος, άλλοτε στην κακή χρήση της τεχνολογίας
και των βίαιων βιντεοπαιχνιδιών, άλλοτε στην μίμηση κακών προτύπων που
προβάλλονται στην τηλεόραση κλπ.
Σύστημα επιβράβευσης
Κάθε μια από αυτές τις αιτίες
μπορεί ενδεχομένως να ισχύει από μόνη της, συνδυαστικά με κάποια άλλη ή και να
ισχύουν όλες μαζί. Παρόλα αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς
σοβαρά παρόμοιου τύπου γεγονότα και φαινόμενα με λίγα λόγια και στον ελάχιστο
χρόνο που συνήθως διαθέτει, όταν εκφράζεται στα ΜΜΕ. Έτσι, όλες οι παραπάνω
ερμηνείες, συνήθως, καταντούν στομφώδη στερεότυπα, που μιλούν χωρίς να λένε
τίποτα επί της ουσίας και καταλήγουν σε εύπεπτες γενικολογίες.
Θα λέγαμε συνεπώς πως η εν λόγω
δημοσιότητα λειτουργεί ως σύστημα επιβράβευσης της "συμμοριοποίησης"
που υποκαθιστά την χαμένη κοινωνική συνοχή και καθιστά ευάλωτο θύμα όποιον
προβάλει αντιστάσεις ως μεμονωμένο άτομο στην γενίκευση της εξαχρείωσης των
ηθών. Το παραπάνω επιτρέπει σε όσους διαπράττουν εγκληματικές ή παραβατικές
πράξεις να λένε με ένα είδος έπαρσης: «Ποιος είμαι τελικά! Πόσο εύκολο είναι να
μιλάνε για εμένα!. Το σύστημα τους, τα σχολεία τους, η δικαιοσύνη τους, οι
υπουργοί τους, οι δημοσιογράφοι τους, οι επιστήμονές τους δουλεύουν για να με
κάνουν διάσημο. Εδώ μέχρι και την υπουργό Παιδείας φέραμε στον Βύρωνα!».
Η όλη προσέγγιση τέτοιων
φαινομένων λοιπόν λειτουργεί:
όπως ακριβώς η αρνητική
διαφήμιση, αφού αναβαθμίζει την εικόνα των ατόμων ειδικά στο κοινό, στο οποίο
απευθύνονται.
όπως τα αμορτισέρ, αφενός
εξομαλύνοντας την κατάσταση, αφετέρου αποσιωπώντας συστηματικά την
κοινωνιοπολιτισμική της ουσία και αποφορτίζοντας την μέσα στην υπερπληθώρα των
γνωμών και των απόψεων που δια του λόγου εκτονώνονται.
αποφεύγοντας να βάλουν το νυστέρι
στην πληγή που σαπίζει, δηλώνοντας ευθαρσώς και χωρίς πολλά λόγια πως ακριβώς
αντιμετωπίζεται σε αυτήν την χώρα η εγκληματικότητα ανηλίκων ή/και ενηλίκων,
εντός ή εκτός σχολείων.
Τρία σημεία προσοχής
Επιπρόσθετα, θα πρέπει για την ερμηνεία
και την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, να λάβουμε υπόψη μας ότι:
Πρώτον, το περιστατικό του
ξυλοδαρμού στο σχολείο του Βύρωνα, η υπόθεση Γιακουμάκη και άλλες παρόμοιες
περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα σε μια κοινωνία σε κατάσταση αποσύνθεσης, που συγκαλύπτει
πίσω από τον υποκριτικό φερετζέ της "ανεκτικότητας" την εξατομίκευσή
της, την αδιαφορία της και την ανικανότητά της να αναλάβει το στοιχειώδες
καθήκον του κοινωνικού ελέγχου των ατομικών, νεανικών ιδίως, συμπεριφορών.
Άλλωστε, με την αποδιοργάνωση των
θεσμικών πλαισίων της οικογένειας και του σχολείου, το ενήλικο κοινωνικό
περιβάλλον γονέων και εκπαιδευτικών, αφού καταρχάς παραιτήθηκε από τον
παραδοσιακό ρόλο του, κατάντησε συχνά να υφίσταται το ίδιο την παρενόχληση και
την απαξίωση από την πλευρά των μαθητών. Και αυτό συμβαίνει τόσο πιο συχνά, όσο
περισσότερο οι ενήλικες φαίνονται ανίκανοι να αντιδράσουν ή ακόμα μοιάζουν
αδιάφοροι και αποστασιοποιημένοι από τα προβλήματα και τις δυσκολίες των
εφήβων.
Η κοινωνία των ενηλίκων, ωστόσο,
έχει αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση και την κοινωνικοποίηση των εφήβων. Στο σημείο
αυτό αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για την αποτελεσματικότητα της
"λύσης" που πρότεινε η σημερινή υπουργός Παιδείας, όταν δήλωσε τη
δημιουργία του θεσμού που ονόμασε "Δάσκαλος Εμπιστοσύνης".
Δεύτερον, η γυάλα, μέσα στην
οποία μεγαλώνουν πολλά από τα παιδιά σήμερα, καλλιεργεί την πιο συγκαλυμμένη
–γι’ αυτό πιο σκληρή– μορφή βίας, η οποία στρέφεται είτε προς τον άλλο είτε
πολύ συχνά προς τον εαυτό. Η βία αυτή τροφοδοτείται από τις ιδεολογίες ανταγωνισμού
προς τους άλλους, την επιθυμία για ατομική διάκριση με οποιοδήποτε τρόπο και
ενισχύεται από τις νοοτροπίες της νεολαγνείας και του υπερπροστατευτισμού.
Χαρακτηριστικά η υπουργός
Παιδείας αναφέρει πως έχουν ληφθεί παιδαγωγικά(sic) μέτρα για τους μαθητές που
εμπλέκονται στο περιστατικό ξυλοδαρμού και ότι τέτοια περιστατικά «δεν έχουν
καμία απολύτως θέση στο σχολείο». Κι όμως θα μπορούσε να της απαντήσει κάποιος
πως τέτοια περιστατικά, εφόσον συμβαίνουν, έχουν θέσει στα σχολεία. Αν η
υπουργός υπονοεί πως δεν θα έπρεπε να έχουν θέση στα σχολεία, ας μας πει πως
ακριβώς τα παιδαγωγικά μέτρα, στα οποία αναφέρεται και τα ευχολόγια που
συμπεριλαμβάνουν, θα συνεισφέρουν πραγματικά στην αντιμετώπιση και πρόληψή
τους.
Τρίτον, η λήθη, στην οποία έχει
περιπέσει το αρχαιοελληνικό τρίπτυχο Υπερβολή-Ύβρις-Τιμωρία, καθιστά εύκολη την
υπέρβαση των ορίων, πέραν από τα οποία, εάν πάει κάποιος, θα έπρεπε να αναμένει
βαρύ τον πέλεκυ. Διότι βία υπήρχε πάντοτε. Υπήρχε, όμως, και ένα όριο
διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο, που το καθόριζε η κοινή λογική και η
κοινωνική εμπειρία και το οποίο φρόντιζε να μη ξεπεράσει κανείς.
Αν κάποιος το ξεπέρναγε, έβρισκε
απέναντί του την ίδια την κοινωνία. Ένα «ως εδώ σε παίρνει, γιατί ο κάθε
άνθρωπος έχει τα όρια και τις αντοχές του». Δηλαδή, υπήρχε ένας κοινωνικός
έλεγχος που ναι μεν ήταν ελαστικός, αλλά όχι υπερβολικά ανεκτικός. Με τον τρόπο
αυτό έμπαινε το όριο στις συμπεριφορές των ατόμων που κινούνταν προς τα άκρα.