Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Συνθήματα στους τοίχους


Σύνθημα σε τοίχο στα Χανιά   





Ηταν κυριολεκτικά η καρδιά του Φεβρουαρίου, μια αναπάντεχη άνοιξη μέσα στον χειμώνα. Είχαν προηγηθεί μερικές πολύ κρύες ημέρες, τόσο λόγω καιρού όσο και συναισθημάτων. Μικρά πράγματα φαίνονταν μεγάλα και τα μεγάλα τεράστια.

Τι είναι αυτό που διαστέλλει τις διαθέσεις και τις κάνει να μεγεθύνονται και να αποκτούν τέτοιες διαστάσεις που καμία λογική δεν αρκεί για να τις χαλιναγωγήσει, ώστε να μπορέσεις να κοιμηθείς λίγο πιο ήρεμα, να απολαύσεις το μόνο πράγμα που είναι -είναι;- δωρεάν σε αυτό τον κόσμο; Ξυπνούσε κουρασμένη, με βαριά πόδια και χωρίς διάθεση. Το είπε στον γιατρό που την έβαλε να κάνει εξετάσεις.

«Τίποτα δεν έχεις. Οι μετρήσεις είναι τέλειες», της είπε. «Ξεκούραση χρειάζεσαι».


Είχε προηγηθεί μια μεγάλη πανσέληνος. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι -όταν το επέτρεπαν τα ψηλά κτίρια και τα ανοίγματα στα σύννεφα- φαινόταν κάπως μεγαλύτερο και φωτεινότερο από ό,τι συνήθως. Αυτό έφταιγε, της είπε μια φίλη που έχει εντρυφήσει στην αστρολογία. «Οι επιδράσεις διαρκούν μέρες μετά», της επισήμανε με στόμφο. «Αλλά μην ανησυχείς, για το ζώδιό σου έρχονται πολύ καλύτερες μέρες».

Χαμογέλασε. Πολύ ήθελε να την πιστέψει, να αποδώσει όλη αυτή τη δυσθυμία στις επιδράσεις των άστρων και των πλανητών και όχι σε όσα συνέβαιναν γύρω της. Αλλωστε με μια ελπίδα ζούμε, μπορούσε να επενδύσει τουλάχιστον στις μέλλουσες καλύτερες ημέρες.

Επέστρεψε από τη βόλτα μετά τη δουλειά κάπως πιο χαλαρή. «Απόψε θα φτιάξω ένα ζεστό και θα ξαπλώσω νωρίς» αποφάσισε. Και αυτό έκανε.

Εφτιαξε ένα χαλαρωτικό αφέψημα, έβαλε μια κουταλιά μέλι και πήγε στο κρεβάτι νωρίς. Φόρεσε ζεστές πιτζάμες, πήρε ένα βιβλίο, άναψε το πορτατίφ και άρχισε να διαβάζει. Αλλά πού να συγκεντρωθεί…

Ούτε το μελισσόχορτο και η βαλεριάνα μπορούσαν να κάνουν τίποτα, ούτε τα ζεστά παπλώματα, ούτε φυσικά το βιβλίο, που είχε ξεκινήσει μέρες τώρα με μεγάλη λαχτάρα, αλλά απόψε έμενε στην ίδια σελίδα, στην ίδια πρόταση, χωρίς να μπορεί να πάει παρακάτω.

«Ακου. Διακοπές χρειάζεσαι…» της ψιθύρισε κάποιος στο αυτί. Γέλασε, δεν υπήρχε κανείς εκείνη την ώρα στο δωμάτιο.

Σηκώθηκε, έψαξε και βρήκε τις φωτογραφίες των διακοπών. Ηλιος και φως και γαλανές θάλασσες… «Ας μπορούσα να κάνω μια βουτιά σε τούτα τα νερά ξανά», σκέφτηκε. Τις γύρισε όλες μία μία.

Ηλιοβασίλεμα στα παλιά βυρσοδεψεία, καρό τραπεζομάντιλο και δυο καρέκλες. Σιωπή. Πώς να σπάσεις αυτήν τη μαγεία; Και μετά ένας φάρος στο λιμάνι στην παλιά πόλη, νωρίς το πρωί, με το νερό να φαίνεται σαν να έχει πήξει κι εσύ να σκέφτεσαι ότι σαν άλλος Ιησούς θα μπορούσες να το περπατήσεις και να φτάσεις στην άλλη άκρη.

Γυάλινα καραφάκια με τσικουδιά και κοντά ρακοπότηρα. Ενας ασπρόμαυρος μισοκοιμισμένος γάτος σε ένα μπαλκόνι. Και ένα ανυπόγραφο σύνθημα στον τοίχο, πλάι σε μια παλιά τοξωτή ξύλινη πόρτα: «υποταγμένοι στην τυραννία του χρόνου, αναζητούμε τις ακούραστες νύχτες μας»*.

Πόσο την επηρέασε εκείνη η φράση… Οταν πέρασε από εκεί, την προτελευταία ημέρα των διακοπών πρέπει να ήταν, αισθάνθηκε ότι πληρώθηκε μια επιθυμία που δεν ήξερε ότι είχε. Οτι πήρε μια απάντηση στο ερώτημα που δεν ήξερε ότι τη βασάνιζε.

Εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη, θυμήθηκε όλα τα επιγράμματα που διάβασε στους τοίχους των Χανίων. Αλλα μιλούσαν για επανάσταση, άλλα για πολιτική και κάποια για έρωτες νικητές ή νικημένους.

Αυτά όμως που της έμειναν ήταν το σύνθημα του άγνωστου -είχε ψάξει και δεν μπόρεσε να το βρει πουθενά…- και ένα άλλο: αυτό που την υποδέχτηκε με την ομορφιά του την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο νησί, από την «Ερωφίλη» του Χορτάτζη. Σε έναν ασπρισμένο τοίχο, έγραφε με βυζαντινά γράμματα:

«Γιατί ουδεμιά δε βρίσκεται καλομοιριά μεγάλη

σαν είν’ τση κόρης το φιλί κι η σπλαχνική τση αγκάλη»**.

Αυτά, και μια υπόσχεση για μια βόλτα την έκαναν να κοιμηθεί βαθιά έως το πρωί.

* Χανιά, Παλιά Πόλη. ** Ερωφίλη, Ιντερμέδιο Α΄, 173-174.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *