γράφει ο Βαγγέλης Γέττος
Ως πολίτης που έζησε στα απόνερα
της μεταπολίτευσης, της εμπέδωσης της ισχύος της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, της
μιντιοκρατίας, του παλιού δικομματισμού και της τραπεζοκρατίας, ενός τέλος
πάντων στιβαρού κοινωνικού καθεστώτος,
θεωρούσα ότι ο κόσμος, οι κοινωνικές εντάσεις, οι κρίσεις κάθε είδους
μπορούν να ερμηνευθούν. Ότι υπάρχουν θεωρητικά εργαλεία για να καταλάβεις τι
διάολο συμβαίνει, όσο ακραίο, όσο αλλόκοτο, όσο ασύμμετρο κι αν είναι. Στη
φαρέτρα μου είχα πάντα μία ενστικτώδη καταγγελία που εκκρινόταν από ένα ισχυρό
αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης- μία καταγγελία έτοιμη να ενδυθεί λογικά ή
λογικοφανή θεωρητικά σχήματα.
Αυτές τις μέρες νιώθω ότι τα
ερμηνευτικά εργαλεία τουλάχιστον όσων υποστηρίζουμε ότι τα φαινόμενα που ζούμε
ερμηνεύονται και άρα μπορούν να επηρεαστούν, έχουν απενεργοποιηθεί, ότι έχουν
χάσει την ισχύ τους σαν επί πολλά χρόνια αχρησιμοποίητες μπαταρίες. Ίσως να
φταίει η αίσθηση ότι αν πεις όσα σκέφτεσαι ίσως κατηγορηθείς για δημοκρατική
μειοδοσία, ότι στρέφεις το αυλάκι με το νερό στο μύλο του μητσοτακισμού. Και
φτάνεις στο σημείο να αμφισβητήσεις την ίδια σου τη λογική.
Λέω λοιπόν. Όσα συμβαίνουν στη
Λέσβο και συγκεκριμένα η ασύμμετρη μορφή που έχει πάρει η λαϊκή αντίδραση, η
τυφλή αντιβία και τα οχλοκρατικά ξεσπάσματα, δεν θα βγουν σε καλό. Από εκεί που
κατηγορούσαμε ως ρατσιστές τους ανθρώπους που αντιδρούσαν στην ίδια την
παρουσία των προσφύγων στο νησί τους τους, ξαφνικά αυτοί οι άνθρωποι
μεταμορφώνονται σε άτομα και ομάδες που το αριστερό politically correct πρέπει
να υπεραμυνθεί. Οι ίδιοι που δεν πήγαιναν τα παιδιά τους στα σχολεία που
φιλοξενούσαν προσφυγόπουλα, τώρα είναι άνθρωποι που ‘’αγωνίζονται’’, είναι
θύματα της καταστολής. Μιας καταστολής που στήριξαν και απαίτησαν από το
κεντρικό κράτος με όλες τους τις δυνάμεις επί χρόνια. Είναι οι ίδιοι που
στέκονταν πίσω από τις διμοιρίες και επιτίθεντο από κοινού σε πρόσφυγες και
αλληλέγγυους. Τώρα οι ρόλοι άλλαξαν λόγω συγκυριών. Οι διώκτες έγιναν
διωκόμενοι. Και εμείς πρέπει σαν ιερείς που αγαπούν το αδικημένο ποίμνιο να
τους υποστηρίξουμε. Να δεχθούμε κάθε είδους καφρίλα, φασιστική πρακτική,
αλητεία, να «μπούμε στη μάζα και να την επηρεάσουμε».
Και δεν είναι η πρώτη φορά που
όλοι εμείς, οι «ευαίσθητοι», καλούμαστε να αποδεχθούμε την μαυρίλα. Θυμάμαι την
Κερατέα, θυμάμαι τις κινητοποιήσεις στην Αχαΐα για τους νέους σκουπιδότοπους
όπου το σύνθημα που κυριάρχησε ήταν «οπουδήποτε αλλά μακριά από εμάς». Και
αναρωτιέμαι, ποιά η διαφορά ανάμεσα σε ανθρώπους και σκουπίδια όταν και
στους/στα δύο αρνείσαι την ύπαρξη κοντά στο σπίτι σου με μόνο επιχείρημα ότι ο
τόπος σου δεν αντέχει άλλο.
Δεν είναι πρώτη φορά που
καλούμαστε να δικαιολογήσουμε μία ακραία αυτοδικία όπως αυτή της εισβολής στο
ξενοδοχείο των αστυνομικών. Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθουμε την ανάγκη να
δικαιολογήσουμε το λιντσάρισμα. Κι όσες φορές κι αν μπλέξαμε σε αυτή τη
συζήτηση χάσαμε. Για τον απλό λόγο ότι από την αυτοδικία τίποτε το δημοκρατικό,
τίποτε το προοδευτικό δεν μπορεί να προκύψει. Άλλο να αρνείσαι την νόθο, μη
συμμετοχική νομιμότητα, να ανθίστασαι σε αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να
ακουστεί η άποψή σου και άλλο να παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου. Οι εποχές που
οι χωριανοί στην ηπειρωτική Ελλάδα έπαιρναν τα δίκαννα και εκτελούσαν Αλβανούς
στα χωράφια δεν είναι τόσο μακρινές. Άλλωστε με αυτές μεγάλωσε η γενιά μας.
Ο αντίλογος είναι ότι εμείς, οι
από ’δω, δεν θέλουμε κλειστά κέντρα, δεν θέλουμε καν Μόριες. Και που ήμασταν
από το 2015-2016 και μετά; Όταν καταλάγιασε το μεγαλειώδες κίνημα αλληλεγγύης
που άνοιγε πόρτες σπιτιών στην Αθήνα έστω για ένα βράδυ διανυκτέρευσης, οι
περισσότεροι από εμάς αφεθήκαμε στις κυβερνητικές πολιτικές που ναι μεν έσωσαν
ζωές μέσα σε ένα ασφυκτικό ευρωπαϊκό αποκλεισμό αλλά δεν φρόντισαν να
κοινωνικοποιήσουν το ζήτημα. Αφεθήκαμε στην ισχύ μιας φιλικής προς τα ανθρώπινα
δικαιώματα κυβέρνησης και αγνοήσαμε την πραγματική ιδεολογική ηγεμονία: το να
καταλάβει και ο τελευταίος άνθρωπος που εμφορείται από καλές προθέσεις ότι τα
ανθρώπινα δικαιώματα, το τέλος του εφιάλτη της Μόριας, ο σεβασμός των ικετών
στη χώρα που στήθηκε πάνω σε απανωτά προσφυγικά κύματα, περνούν από τον ίδιο.
Δυστυχώς, είναι πολύ αργά να
αναζητήσουμε ιδεολογικό διακύβευμα στον αγώνα της Λέσβου. Μάθαμε όλοι για τη
συμφωνία του Βίζεγκραντ αλλά λίγο μετά την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας πιστέψαμε ότι
οι Μικρασιάτες της Λέσβου θα «αντέξουν». Αγαπήσαμε τη φωτογραφία, το σύμβολο
της γιαγιάς που ταΐζει το προσφυγόπουλο. Εθιστήκαμε στις βραβευμένες
φωτογραφίες και στη σημειολογία της ανθρωπιάς. Ντοπαριστήκαμε, νιώσαμε
σημαντικοί όταν γνωστοί μας παρατούσαν τις δουλειές τους για να σώσουν
ανθρώπους. Αλλά δεν βλέπαμε ότι η χώρα χωρίζεται στα δύο. Κι ότι αργά ή γρήγορα
μια ακροδεξιά κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να πουλήσει τις λιγοστές της ψήφους σε
παραδοσιακά δημοκρατικά νησιά. Ότι θα πουλήσει τους κατοίκους τους που κατ’
εμάς «θα άντεχαν». Λοιπόν δεν άντεξαν. Και εξερράγησαν. Και η έκρηξη δεν έχει
νόμους. Παρά μόνο το νόμο του Λιντς.
Την ίδια ώρα, όσοι ήθελαν να
κλείσουν μια και καλή τα σύνορα στους κατατρεγμένους, βρήκαν την πιο «λογική»
αιτία με αφορμή την εξάπλωση ενός ακόμα παγκοσμιοποιημένου ιού. Ενώ η χώρα μας
απολαμβάνει την ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών και Ευρωπαίων, η
κυβέρνηση συνεπικουρούμενη ιδεολογικά από τα ΜΜΕ και τον παροιμιώδη μέσο
ανθρωπάκο που λυσσάει για υστερία, επιχειρεί μάταια να ρυθμίσει την ελεύθερη
μετακίνηση προσφύγων και ιών. Ό,τι συνέβαινε παλιότερα με τους ΧΥΤΑ περίπου:
άνθρωποι, σκουπίδια και ιοί εξισώνονται σαν ψηφία κάποιου software κοινωνικής
μηχανικής.
Παρ’ ότι η Ε.Ε. χρηματοδοτούσε
πολεμάρχους της Λιβύης για να ελέγχουν το εντόπιο δουλεμπόριο, παρά τον πακτωλό
των δις ευρώ προς την Τουρκία όπου 2 εκατομμύρια πρόσφυγες στενάζουν στη μαύρη
αγορά εργασίας του νότου της χώρας, η Ευρώπη δεν μπορούσε να πει κατάφατσα την
αλήθεια: «δεν σας θέλουμε». Γιατί αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα
της βιομηχανίας της Γερμανίας που γερνάει και ζητάει χέρια. Αφού η Γερμανία
απέκτησε τους 1.000.000 φτηνούς εργάτες που είχε ανάγκη και πια «η ζωή
αντιγράφει την τέχνη», όπως θα έλεγε ο Wilde, οι χολιγουντιανοί εφιάλτες απλώς
επαναλαμβάνονται, η Δύση αντιδρά κινηματογραφικά. Και η δική μας κοινωνία στον
αυτόματο να τρέχει πίσω από όλα. Να η στιγμή που η περιλάλητη σύγκρουση
μεγατόνων μεταξύ του «ανήκομεν εις την δύσιν» και του «η Ελλάδα ανήκει στους
Έλληνες» συναιρείται για μια ακόμα φορά, αποκαλύπτοντας τα σαθρά και φαύλα
θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα συντείνουν στην εθνική
αναδίπλωση. Κι όποιος δεν το βλέπει αυτό και δεν το αντιπαλεύει με κάθε μέσο,
απλώς σταυρώνει ψηφοδέλτια που αργά ή γρήγορα θα σταυρώσουν τον ίδιο. Όντας
αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία της
ανθρωπότητας, δεν υπάρχει παρά η επιλογή της ενσωμάτωσης. Να γεμίσουν τα
ερημωμένα μας χωριά. Να δουλέψουν τα παρατημένα εργοστάσια. Να επισκευάσουμε
και να απαλλοτριώσουμε τα χιλιάδες νεοκλασικά που στέκουν ετοιμόρροπα στα
κέντρα των πόλεων. Να αντλήσουμε πολιτισμό. Να μάθουμε από τους ανθρώπους που
έρχονται, να δανειστούμε ό,τι είναι χρήσιμο για αυτή την τελειωμένη χώρα, όπως
άλλοτε δανειστήκαμε την αλφαβήτα τους, τα μαθηματικά τους, όπως άλλοτε
ξαναγνωρίσαμε τον Αριστοτέλη και τη λογική χάρη σε αυτούς. Άλλος δρόμος δεν
υπάρχει. Από τη μία στέκει η δημοκρατία και από την άλλη ο φασισμός στις
διάφορες εκδοχές του και κομματικές ή εσωκομματικές του εκφράσεις. Οποιαδήποτε
άλλη συνδιαλλαγή, ζύμωση, αντιπαράθεση θολώνει το τοπίο και δεν κάνει τίποτα
άλλο παρά να δίνει το κλειδί στον επόμενο φύρερ. Η ώρα που τα σύνορα κλείνουν
είναι η ώρα που κλείνουν οι ψυχές, η ώρα που οι άνθρωποι κλειδαμπαρώνονται στο
σκοτάδι του νέου τεχνοκρατικού ναζισμού.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου