γράφει ο Γ. Χ. Παπασωτηρίου
Όλη την εβδομάδα, ο 62χρονος
Πήτερ, δουλεύει ασταμάτητα και δεν προλαβαίνει να νιώσει μόνος του. Ζει στο
Μπράιτον, αλλά εργάζεται στο Λονδίνο και η επαγγελματική του ζωή είναι μια
«σήραγγα» στην οποία μπαίνει τη Δευτέρα και βγαίνει στο φως την Παρασκευή. Το
Σαββατοκύριακο, αισθάνεται ένα τεράστιο αίσθημα μοναξιάς, μια τρομερή συναισθηματική
και κοινωνική ερήμωση. Το Σάββατο πρωί πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ. Φέρνει τα
ψώνια στο σπίτι, σιδερώνει και τακτοποιεί τα ρούχα του. Το απόγευμα διευθετεί
κάποιες εκκρεμότητες του σπιτιού και έπειτα προετοιμάζει το δείπνο, πάντα κάτι
τολμηρό για το βράδυ του Σαββάτου. Στη συνέχεια θα συνδεθεί με το Netflix. Όλες
αυτές τις ώρες δεν έχει καμία κοινωνική επαφή, καμία επικοινωνία αντάξια ενός
ανθρώπινου όντος.
Το μόνο άτομο με το οποίο μίλησα,
είναι η κυρία που έλεγξε τα μπουκάλια μπύρας μου στο ταμείο σούπερ
μάρκετ", λέει στον δημοσιογράφο της εφημερίδας Guardian*.
Η Κυριακή είναι η πιο δύσκολη
μέρα των μοναχικών, είναι η μέρα που η αδιαφορία των άλλων οξύνει τη μοναξιά.
Γι’ αυτό είναι την Κυριακή που η μοναξιά τρομοκρατεί περισσότερο κι από το
θάνατο.
Διαβάζω το βιβλίο** του Vincent
Delecroix «Έξω από την πόρτα»:
Ένας γηραιός καθηγητής φιλοσοφίας
ξεπροβοδίζει μια Κυριακή ένα νεαρό φοιτητή του αλλά αίφνης η πόρτα του σπιτιού
του μετά από μία αδέξια κίνηση του επισκέπτη κλείνει, μένοντας κι ο ίδιος ο
ένοικός του εκτός, αφού τα κλειδιά είναι μέσα.
Ο θυρωρός δεν ανοίγει γιατί είναι
μέρα Κυριακή, γιατί έχει στην τηλεόραση φόρμουλα1 και γιατί δεν είναι
διατεθειμένος με τίποτα να χαλάσει την ιερότητα του μεσημεριανού φαγητού.
«Τίποτα πια δεν διεισδύει σε τούτες τις τρύπες(στα διαμερίσματα, τα σπίτια)
εκτός από αυτό που δεν έχει σχήμα, όπως το βουητό της τηλεόρασης…». Το
χειρότερο όμως είναι ότι «οι ιδέες, τα λόγια, (που)δεν έχουν πλέον καμιά, μα
καμιά πυκνότητα. Είναι όλα διαλυμένα, δίχως ουσία, δίχως δύναμη, στο χαμηλότερο
βαθμό πυκνότητας ώστε να μπορούν να περάσουν μονάχα μέσα από τις
κλειδαρότρυπες…».
Παραδόξως και ο ίδιος αφηγητής
σέβεται τον πολιτισμό της Κυριακής, ανέχεται μ’ έναν τρόπο την αδιαφορία, αφού
δεν τηλεφωνεί στην αδερφή του για να μην την ενοχλήσει «μεσημέρι Κυριακής»!
Ο καθηγητής όταν θα περιπλανηθεί
στον «έξω»-μεγάλο κόσμο, θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται εξόριστος κι απ’ αυτόν,
πριν εξοριστεί από τη ζωή. Κι όσοι νομίζουν ότι είναι στο σπίτι τους, δεν είναι
ποτέ. Ξένοι εκτός, ξένοι και εντός, ξένος και απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε τη
διάκριση της μοναχικότητας από την αποξένωση. Υπάρχει η επιλογή της
μοναξιάς(μοναχικότητα), όταν επιχειρεί κανείς να συναντήσει τον εαυτό του, και
η αναγκαστική μοναξιά, η αποξένωση. Ο πρώτος που έκανε τη διάκριση αυτή ήταν ο
Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Όπως
παρατηρεί ο Επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους
ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους. Αυτή είναι η δική
μας περίπτωση. Αντίθετα, ο μοναχικός άνθρωπος μπορεί «να είναι μαζί με τον
εαυτό του». Στη μοναχικότητα είμαστε «με τον εαυτό μας», ενώ στην αποξένωση
είμαστε με όλους αλλά στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένοι απ’ όλους, κάποτε και
από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Βέβαια, «η αλήθεια βγαίνει χυτή
σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς.», γράφει ο
Ελύτης. Τι παγωμένο άγαλμα, όμως, είναι η «αλήθεια» αυτή, τι απάνθρωπη που
είναι η "καθαρή" μοναξιά! Ταιριάζει μόνος σε θεούς ή θηρία! Γι’ αυτό
ο ίδιος ποιητής θα γράψει στην «Ιδιωτική οδό» του: «Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες
των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.»
Ο Πήτερ φοβάται τα Σαββατοκύριακα
της σιωπής, που είναι ίδια ο θάνατος…
*Πληροφορίες από την Guardian
**Vincent Delecroix «Έξω από την
πόρτα» (μετάφραση Νίκη Κατακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν,
Γκοβόστης, 2008).
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου