γράφει ο Δημήτρης Κουλάλης
Αν το ψάρι βρωμά απ’ το κεφάλι,
τότε το νέο περιβαλλοντικό νομοθέτημα της κυβέρνησης της ΝΔ δεν είναι παρά η
ραχοκοκαλιά. Ιστορίες για τις… οικολογικές ευαισθησίες της Blackrock, την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την αειφόρο ανάπτυξη. “Πράσινες επενδύσεις” με χορηγούς
τη Shell και τη ΒΡ.
Απέκτησε ο κόσμος ένα νέο
καλαμάρι-βαμπίρ; Έτσι περιέγραφε πριν μια δεκαετία το περιοδικό Rolling Stone
τη Goldman Sachs, αντικατοπτρίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η πανίσχυρη τράπεζα
είχε τυλιχθεί «γύρω από το πρόσωπο της ανθρωπότητας». Το προσωνύμιο
«καλαμάρι-βαμπίρ» έμεινε, την ώρα που η Goldman επέκτεινε τις εμπορικές της
δραστηριότητες και την επιρροή της στο παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό
παρασκήνιο.
Δέκα χρόνια μετά, σ’ αυτήν την
αξέχαστη από κάθε άποψη χρονιά, τη θέση της τράπεζας-πλανητάρχη έχει πάρει η
Blackrock, ο μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων διεθνώς, με περιουσιακά
στοιχεία που αγγίζουν τα $ 7 τρισ., τα οποία κατάφερε να αβγατίσει ακόμη και
μέσα στην πανδημία του COVID-19, μιας και, μέχρι τα τέλη Μαρτίου, κατέγραψε
έσοδα της τάξης των $35 δισ.
Όμως, η κυριαρχία του κορυφαίου
επενδυτικού ομίλου δεν περιορίζεται μόνο στις μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης.
Εκτείνεται, όπως ήδη έχουμε αφήσει να εννοηθεί, πολύ πέρα από τη λειτουργία του
ως τεράστιου διαχειριστή ενεργητικού.
Κινώντας αντίστροφα την
περιστρεφόμενη πόρτα ελέγχου της πολιτικής ζωής από ισχυρά οικονομικά
συμφέροντα, ο διευθύνων σύμβουλος της Blackrock, ο κ. Fink προσλαμβάνει στην
εταιρεία πρώην μέλη κυβερνήσεων, όπως ο πρ. υπ. Οικ. του Ην. Βασιλείου, κ.
George Osborne ή και ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους, σαν τον πρ. διοικητή
της FED κ. Stanley Fischer. Ενίοτε, διοχετεύει στην πολιτική «αγορά» πρώην
στελέχη της επιχείρησης -έτσι, τιμής ένεκεν στον δρόμο που χάραξε η Goldman-
όπως ο κ. Merz, μέχρι πρότινος επικεφαλής της Blackrock στη Γερμανία, νυν
υποψήφιος διάδοχος τής αισθητά ενδυναμωμένης, έπειτα από το lockdown, Άνγκελα
Μέρκελ στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, σκεφτείτε την
αυξανόμενη σημασία και την αμφιλεγόμενη φύση του τμήματος συμβούλων της
Blackrock, έγραφαν πρόσφατα οι FT, σχολιάζοντας την ανάληψη από την FMA
(συμβουλευτική ομάδα χρηματοοικονομικών αγορών της Blackrock) του έργου παροχής
συμβουλών με σκοπό την ενσωμάτωση της κλιματικής αλλαγής στον τραπεζικό
κανονισμό της ΕΕ. Η εντολή δόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έναντι 280 χιλ.
ευρώ, ποσό μειωμένο κατά 50% σε σχέση με αυτό που σκόπευε αρχικά να δαπανήσει
Επιτροπή.
Κι εδώ, αρχίζουν τα δύσκολα.
Γιατί η Βlackrock, εκτός των άλλων, διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία των
μεγαλύτερων εταιρειών πετρελαίου στον κόσμο.
Πιο συγκεκριμένα, κηδεμονεύει το
4,5% της ExxonMobil, το 4,8% της Chevron και της ConocoPhilips και το 5% της
Petrobras. Επιπλέον, κάθεται στο στρογγυλό τραπέζι των μετόχων της Shell και
της BP. Συνολικά, ελέγχει έμμεσα πάνω από 36 δισ. βαρέλια αργού πετρελαίου,
1.300 τ. άνθρακα και 62 δισ. κ. μ. φυσικού αερίου. Ενώ, σύμφωνα με την ιταλική
εφημερίδα Il Fatto Quotidiano, μεταξύ 2015-19, η συντριπτική πλειοψηφία των
μετόχων της Blackrock (80%) αντιτάχθηκε
περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ΜΣ αντίστοιχων εταιρειών σε προτάσεις
για στροφή σε φιλικές προς το περιβάλλον επενδυτικές επιλογές.
«Βιώσιμος και χωρίς αποκλεισμούς
καπιταλισμός»…
Bέβαια, τον περασμένο Ιανουάριο,
στο πλαίσιο του WEF, ανακοινώθηκε η συνεργασία της με τη Γερμανία (υπ.
Περιβάλλοντος) και τη Γαλλία (Υπηρεσία Ανάπτυξης), καθώς και με πολλά ιδρύματα
προκειμένου να κατευθύνουν κεφάλαια προς σχέδια που συνδέονται με το κλίμα στις
αναπτυσσόμενες χώρες. Όπως χαρακτηριστικά τονιζόταν στην κοινή ανακοίνωση,
πρόκειται για μια «μοναδική σύμπραξη που συνδυάζει κεφάλαια φιλανθρωπικά,
δημόσια και ιδιωτικά για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης».
Λίγο πριν, το γραφείο Τύπου της…
πολυπλόκαμης πολυεθνικής είχε ανακοινώσει τον στόχο για ενίσχυση των αειφόρων
επενδύσεων, προσδοκώντας το πέρασμα από τα $90 δισ. σήμερα στο 1 τρισ. σε βάθος
δεκαετίας, μα και την αποδέσμευσή της από δημόσιους τίτλους που εξασφαλίζουν
άνω του 25% των εσόδων τους από τη «θερμική παραγωγή ενέργειας με βάση τον
άνθρακα». Τέλος, διά επιστολής του, ο κ. Fink ξεκαθάριζε ότι εφεξής θα
λαμβάνονται υπόψη της Blackrock τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια, καθώς
και τα κριτήρια εταιρικής υπευθυνότητας «με την ίδια αυστηρότητα, με την οποία
-ο κολοσσός οικονομικού σχεδιασμού και διαχείρισης επενδύσεων- αναλύει
παραδοσιακούς δείκτες όπως τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας».
Δεν ξέρουμε για εσάς, εμείς,
πάντως, πειστήκαμε για την πράσινη μεταστροφή των θηρευτών του κέρδους…
Σίγουρα δεν θα συμφωνούσε μαζί
μας η κ. Tζ. Μόργκαν, εκτελεστική δ/ντρια της Greenpeace, η οποία, αφού
υπογράμμισε ότι οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες είναι «σήμερα τόσο υπεύθυνες
-για την κλιματική κρίση- όσο και οι βιομηχανίες ενέργειας ορυκτών καυσίμων»,
παρατήρησε ότι «στην Blackrock ανακοίνωσαν» τη μείωση της χρηματοδότησης «του
άνθρακα, αλλά δεν είπαν πώς, δεν περιέλαβαν άλλες μορφές ενέργειας από ορυκτά
καύσιμα».
Λέτε, δηλαδή η στροφή ολοένα και
περισσότερων γιγάντων του διεθνούς οικονομισμού στην πράσινη ενέργεια και την
αειφόρο ανάπτυξη να είναι ένα οικολογικό παραμυθάκι για τη συνέχιση της
απομύζησης του περιβαλλοντικού πλούτου από την ολιγαρχία του εταιρικού κέρδους;
Αποκλείεται ( ! )
Υπουργείο (επενδυτικού)
περιβάλλοντος
Παρόμοιες με την Blackrock
περιβαλλοντικές ανησυχίες έρχεται να καθησυχάσει το νέο σ/ν της κυβέρνησης της
ΝΔ που ψηφίζεται την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές. Πρόκειται για μια
νομοθετική πρωτοβουλία που στόχο έχει τον «εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής
νομοθεσίας» και την «ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία» των ευρωπαϊκών Οδηγιών
2018/84 και 2019/682.
Το ΥΠΕΝ και η κυβέρνηση στο
σύνολό της διατείνονται ότι λύνουν παθογένειες χρόνων -ίσως γι’ αυτό και
προγραμματίζεται η κατάθεση άλλων δύο σ/ν μέσα στον Ιούλιο- προστατεύοντας και
καλύπτοντας ταυτόχρονα «όλες τις προστατευόμενες περιοχές, τα εθνικά πάρκα και
τους εθνικούς δρυμούς».
Ωστόσο, καλά πληροφορημένες επί
του θέματος πηγές αναφέρουν στον «Ημεροδρόμο» ότι πρόκειται για ολοκληρωτική
αλλαγή του μέχρι πρότινος ισχύοντος καθεστώτος, προσαρμοσμένη στην επιδίωξη
προσέλκυσης επενδύσεων.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι
μεταβαίνουμε σε ένα νομοθετικό πλαίσιο το οποίο, εκτός του ότι ικανοποιεί πάγια
αιτήματα του ΣΕΒ, όπως η διασφάλιση της έκδοσης αδειών εντός τετραμήνου,
μάλιστα με τις σχετικές ελεγκτικές διαδικασίες να διενεργούνται από ιδιωτικές
εταιρείες, ουσιαστικά προεξοφλεί ότι -εκτός κραυγαλέων περιπτώσεων- οι
αποφάσεις θα βαίνουν θετικές προς τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς
ομίλους.
Όσον αφορά το μεγάλο ζήτημα των
προστατευόμενων περιοχών και των περιοχών «Natura» οδηγούμαστε κατ’ ουσία στο
«σπάσιμο» του άρθρου 24 του Συντάγματος -βασική επιδίωξη του Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη, ήδη από τη δεκαετία του ’90, σύμφωνα με τους παροικούντες την
κοινοβουλευτική Ιερουσαλήμ, αλλά και της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη- και το
μπάσιμο από την πίσω πόρτα τής κατά περίπτωση αλλαγής χρήσης. Δεν αλλάζει το
«όπου δάσος, πάντα δάσος», λένε στην κυβέρνηση, στην πραγματικότητα ωστόσο, το
ήδη υπονομευμένο άρθρο 24 παρακάμπτεται «έτσι ώστε να υπάρξουν δραστηριότητες
ανάλογα με τον χαρακτήρα τους».
Το σχέδιο του ΥΠΕΝ είναι
περιβαλλοντοκτόνο και απάνθρωπο. Γιατί, εκτός των όσων αναφέραμε κι όσων
παραλείψαμε -όπως η μετατροπή των περιαστικών περιοχών σε απέραντες χωματερές
και η φίμωση των δημοτικών-περιφερειακών συμβουλίων για τις σοβαρά επικίνδυνες
και ρυπογόνες εγκαταστάσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων στις δημόσιες περιοχές
ιδιοκτησίας τους- ντύνει με πράσινο μανδύα τη δηλητηριώδη όψη τού τόσο ξένου
προς τις ανθρώπινες ανάγκες και τη φύση κόσμου των αγορών.
Όμως, ας αναρωτηθούμε, πώς αλλιώς
θα μπορούσε να έχει η κατάσταση, όταν η Ελλάδα απλώς «ευθυγραμμίζεται» με τις
ευρωενωσιακές Οδηγίες; Οδηγίες με φιλοπεριβαλλοντικό πρόσημο, βεβαίως βεβαίως,
μελετημένες και κοστολογημένες από τους CEO των επιχειρηματικών μεγαθήριων
τύπου Βlackrock, ώστε να προσελκύουν «οικολόγους» πελάτες, την ίδια ώρα που
χαϊδεύουν τα πουγκιά του μαύρου χρυσού των εξορυκτικών. Άλλωστε, όπως έγραφαν
πρόσφατα οι Financial Times, είναι ένα ζήτημα επικοινωνιακής διαχείρισης που
δίνει στη Blackrock την ευκαιρία να καταθέσει τα πράσινα διαπιστευτήριά της
κερδίζοντας κι άλλες προσοδοφόρες εντολές κεφαλαιακής διαχείρισης. Γι’ αυτό
ήταν τόσο πρόθυμη να αναλάβει τη δουλειά στην Επιτροπή με μειωμένο κατά 50% το
ποσό της αρχικής αμοιβής. Στην περίπτωση δε που ο Τζο Μπάιντεν τερματίσει
πρώτος στην εκλογική κούρσα στις ΗΠΑ, ίσως κερδίσει και κάτι παραπάνω…