γράφει ο Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου
Οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ
δείχνουν πως και οι φασίστες οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ που θέλουν άρση των
περιοριστικών μέτρων λόγω του Covid-19 και οι δημοκρατικοί οπαδοί της
καραντίνας που θέλουν “ασφάλεια” συγκλίνουν, σ’ ένα ποσοστό 66%, στο να θεωρούν
το Πεκίνο εχθρό. Αυτό ίσχυε και πριν τον covid-19. Αλλά με τον Covid-19, τα 2/3
όσων ρωτήθηκαν θυμώνει με την Kίνα… Πώς συνέβη αυτή η κοινή στάση των
Αμερικανών; Την απάντηση δίνει η ιστορία.
Οι ΗΠΑ έχουν σχηματισθεί ως έθνος
με βασικό πολιτιστικό στοιχείο τον προτεσταντισμό αλλά και κατ’ ετεροκαθορισμό.
Με βάση δηλαδή τις κοινές εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, πραγματικές ή
φανταστικές. Δεν είναι τυχαία συνεπώς η ανάγκη εφεύρεσης εχθρών. Χωρίς τους
τελευταίους υπάρχει πάντα ο κίνδυνος διάρρηξης του κοινωνικού και πολιτικού
ιστού. Οι επινοήσεις των εχθρών στηρίχθηκαν αρχικά στη θρησκεία, ενώ στη
συνέχεια εμπλουτίστηκαν με μία σειρά δήθεν επιστημονικών ανακαλύψεων που
νομιμοποιούσαν το ρατσισμό, όπως ο «κοινωνικός δαρβινισμός». Έτσι, οι εχθροί
απέκτησαν εθνο-φυλετικά χαρακτηριστικά(ρατσισμός). Τέλος, ο συνταγματικός
Πατριωτισμός θα γίνει η ιδιότυπη πολιτική «θρησκεία» των ΗΠΑ, οπότε οι εχθροί
θα λάβουν στο εσωτερικό τα χαρακτηριστικά του αντι-πατριώτη (προδότη) και στο
εξωτερικό του αντι-αμερικανού.
Τα κινήματα των «νατιβιστών» και
των ξενοφοβικών γενικά εκτιμάται ότι συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της ιδέας (ή
της περίφημης «ψυχής») του αμερικανικού έθνους. Γι’ αυτό πρόκειται για μια
φοβική ιδέα που αντιστοιχεί σε μια ξενοφοβική ψυχή. Εκτιμούν δηλαδή ότι οι
δημιουργία «εχθρών» συνεισέφερε στη συνοχή της ετερόκλητης αμερικανικής
κοινωνίας και το αίσθημα του ανήκειν των Αμερικανών. Έτσι, οι ΗΠΑ από μία
πολιτική κατασκευή των ιδρυτών-πατέρων θα γίνει ένα οργανικό έθνος,
εθνικοποιημένο μέσω ενός προγράμματος διαδοχικών αποκλεισμών (εχθρών) αλλά και
επιλεκτικών συμπεριλήψεων μεταναστών.
Όπως γράφει ο Τσαρλς Α. Κάπτσαν
(«Το τέλος της αμερικάνικης εποχής»), οι ΗΠΑ εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν
στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο από την αμυντική βιομηχανία και τους τραπεζίτες,
όπως απέδειξε το πόρισμα της κοινοβουλευτικής επιτροπής, που συστήθηκε για να
εξετάσει την ανάμειξη σ’ αυτόν. Έτσι, αποδεικνύεται ότι τα οικονομικά
συμφέροντα καθορίζουν πρωταρχικά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ η
ιδεολογία έπεται για να τη νομιμοποιήσει. Είναι γνωστή η περίφημη επιτροπή
προπαγάνδας που σύστησε ο Ουίλσον για να πείσει τους απρόθυμους Αμερικανούς να
συμμετάσχουν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για πρώτη φορά τότε είχαμε την
«δαιμονοποίηση» ενός λαού αλλά και τον περίφημο «άξονα του κακού». Αλλά και κατά τον δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο η
προπαγάνδα της Ουάσινγκτον στρατολογεί ακόμη και τον Χίτσκοκ, που
χρηματοδοτείται για μία ταινία της οποίας το σενάριο έχει ως άξονα την απειλή
ενός ξένου εισβολέα.
Το Βιετνάμ
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ (ή στο
Ιράκ) θα αποτελέσει το sinthome, το λακανικό «σύμπτωμα», τη φυγή, την εξιλέωση
που θα είναι ένας τρόπος αποφυγής της διαλυτικής «ανισορροπίας» και της
προσπάθειας αναδημιουργίας της απωλεσθείσας συνοχής της αμερικανικής κοινωνίας
μέσω του κοινού εχθρού, της αποκατάστασης δηλαδή της συμβολικής επικοινωνίας
των «πάνω» και των «κάτω», που είχε διακοπεί, όπως ακριβώς σήμερα.
Ο Νόρμαν Μέηλερ, επιχειρώντας την
ακτινογραφία των κοινωνικών τάξεων των ΗΠΑ την εποχή της δεκαετίας του ’60 και
του πολέμου στο Βιετνάμ, διακρίνει το μεγάλο χάσμα που χωρίζει τις δύο
Αμερικές: «Οι μισοί Αμερικανοί δεν αντέχουν τους άλλους μισούς». Τότε είχε
«καταλήξει στην άποψη ότι η τρέλα είχε κυριεύσει την καρδιά της Αμερικής. Η
χώρα ζούσε με μια ελεγχόμενη, σκληρά ελεγχόμενη, σχιζοφρένεια που βάθαινε με
την πάροδο των χρόνων... η καρδιά του χριστιανισμού ήταν ένα μυστήριο, ένας
γιος του Θεού, και η καρδιά της επιχείρησης ήταν η απόρριψη του μυστηρίου, η
λατρεία της τεχνολογίας (...) οι φρικτές βαρβαρότητες του πολέμου στο Βιετνάμ
αποτελούσαν τη μοναδική προσωρινή θεραπεία της κατάστασης αυτής... οι καλοί
Αμερικανοί χριστιανοί χρειάζονταν τον πόλεμο, γιατί διαφορετικά θα έχαναν τον
Χριστό τους». Την άποψη αυτή, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται υπερβολική, θα
δικαιολογήσει ο μοναδικός ίσως Αμερικανός συγγραφέας που ήταν υπέρ του πολέμου
στο Βιετνάμ, ο Τζων Απντάικ[1], ο οποίος θεωρούσε το Βιετνάμ λιγότερο θλιβερό
και φρικαλέο από «το να είσαι ένας ζωντανός Αμερικανός που έχει για μοναδική
πατρίδα και Θεό του τις ανέσεις που υπόσχονται οι ξύπνιοι διαφημιστές της
Μάντισον Άβενιου». Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν για τους φονταμενταλιστές
προτεστάντες μια εξιλέωση, μια αυτοκάθαρση από τον καταναλωτισμό και τον
ηδονισμό, μια επιστροφή στην καθαρότητα κι ένας σκοπός, αιματηρός, αλλά
χριστιανικός, μία ίαση της νοσούσης πνευματικής υγείας του έθνους! Η αντίδραση
στον πόλεμο του Βιετνάμ, που σημάδεψε τη δεκαετία του 1960, θα χαρακτηριστεί ως
«κρίση του χριστιανισμού», ως κρίση της πίστης, κρίση της θρησκευτικής
«υπερ-απόλαυσης», που δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος αποφυγής της «τρέλας»,
αλλά και το στοιχείο συνοχής και ταυτότητας της αμερικανικής κοινωνίας. Για την
«άλλη Αμερική», την δημοκρατική, το Βιετνάμ ήταν η «Αμαρτία», το προπατορικό αμάρτημα.
Η Βίβλος και πάλι θα ερμηνευτεί από τους αντιμαχόμενος διαφορετικά, όπως στον
αμερικανικό εμφύλιο. Γιατί, τελικά, όπως ο Αμερικανός του Ουίτμαν, έτσι και η
Αμερική θα «περικλείει» τους πάντες και τα πάντα μέσω της Βίβλου. Ή αλλιώς, η
Βίβλος περιέχει τόσο τους δούλους όσο και τους δουλοκτήτες, τόσο τους
"πάνω" όσο και τους "κάτω", ακόμα και το διάβολο.
Τα νέα γεωπολιτικά ρήγματα
Αλλά ποια είναι τα σημερινά
γεωπολιτικά ρήγματα; Ποιος είναι ο μεγάλος στόχος; Ο Κάπτσαν (από την εποχή του
Κλίντον) έγραφε ότι είναι νωρίς να το διακρίνει κανείς αλλά ήδη βλέπει την
Κίνα! Σχηματικά, ο Αμερικανός διεθνολόγος και μέλος του εθνικού συμβουλίου
Ασφαλείας των ΗΠΑ επί Κλίντον προτείνει μια νέα «διαχείριση των σχέσεων ανάμεσα
στα αντίπαλα κέντρα ισχύος», την ισότιμη συνεργασία με την Ευρώπη (που θα
εκτείνεται ως τα Ουράλια), τη διευθέτηση των κρίσεων στη νοτιοανατολική Ευρώπη
(αλλαγή ακόμη και συνόρων στα Βαλκάνια και επίλυση των διαφορών
Ελλάδας-Τουρκίας μέσω της ένταξης της τελευταίας στην ΕΕ), την ίδρυση παλαιστινιακού
κράτους, τη στροφή των μουσουλμάνων και των Αράβων εναντίον των εγχώριων
πολιτικών καθεστώτων τους και τη δημιουργία «περιφερειακών ζωνών ευημερίας»,
που θα είναι τα αναχώματα των εκατομμυρίων μετακινούμενων μεταναστών από τις
φτωχές προς τις πλούσιες χώρες! Όλα αυτά έγιναν επί Ομπάμα, αλλά ανατράπηκαν
επί Τραμπ. Από τότε ο Κάπτσαν ανησυχούσε για τον τρόπο μετάβασης στη νέα
κατάσταση. Αν θα είναι ειρηνικός, όπως συνέβη με τη μετάβαση από τη βρετανική
στην αμερικανική ηγεμονία (αυτοκρατορία) ή θα είναι συγκρουσιακός. Ήδη ο Νόαμ
Τσόμσκι φοβάται έναν πυρηνικό πόλεμο. Ο κίνδυνος μεγεθύνεται από την κάκιστη
διαχείριση της κρίσης του Covid-19 από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η προπαγάνδα εναντίον της Κίνας
όσο κι αν φαίνεται για τους μη Αμερικανούς πρωτόγονη και στηριζόμενη σε ψέματα,
στους Αμερικανούς "πιάνει", καθώς έχει ιστορικό υπόβαθρο. Ο
"αμερικανισμός", δηλαδή ο αμερικανικός εθνικισμός, θα ταυτιστεί πλέον
με την εχθρική στάση απέναντι στην Κίνα. Στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, ο
κοινός εχθρός ήταν οι «κόκκινοι», τώρα θα είναι οι «κίτρινοι»!
[1] Τζων Απντάικ: Αναζητώντας τον
εαυτό μου
*Από το βιβλίο μου Homo
americanus, 2008