Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Μαγεμένο δάσος





Η εικόνα θύμιζε παραμύθι, από αυτά με τους δράκους και τους ιππότες. Ενα δάσος με πυκνή βλάστηση, δέντρα ψηλά, με πολύ και φρέσκο φύλλωμα, πράσινο και ζωηρό. Ενα ξέφωτο φωτεινό, που όμως στα σκοτεινά σημεία σού άφηνε ένα αίσθημα μυστηρίου.

Ο ήλιος ήταν ζεστός, όσο ζεστός είναι την άνοιξη, τότε που έχεις πια κουραστεί από τα σύννεφα και το κρύο και χρειάζεσαι μια ζεστή αγκαλιά, αλλά μια αγκαλιά ελεύθερη, που δεν θέτει όρους, σαν τη φράση «είμαι εδώ». Αυτό μόνο.

Στεκόταν στο κέντρο και κοίταζε γύρω της. Την ομορφιά. Τόσο πράσινο, αναμειγμένο με κίτρινα και γαλάζια και σκούρα καφετιά. Νόμιζε ότι αν προχωρούσε μέσα στα δέντρα θα έβγαινε σε κάποιο ξύλινο καλύβι ή σε κάποιο παλιό κάστρο, ξεχασμένο από τον χρόνο και την ιστορία. Οπου μπορεί να είχαν γραφτεί σημαντικές στιγμές από ανθρώπους που δεν είναι πια εδώ, που μπορεί να μην άφησαν και απογόνους, ώστε να αισθανθεί κάποιος την ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτούς και να χαράξει σε έναν πάπυρο ή να γράψει σε ένα βιβλίο τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες τους, ανέκδοτα από τη ζωή τους και τρόπους καλλιέργειας ή κτηνοτροφίας.


Να μπορούσα να μείνω εδώ, σκεφτόταν. Είχε κουραστεί. Δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω.

Πίσω; Πού ήταν αυτό το πίσω δεν θυμόταν καλά. Το σπίτι; Η δουλειά; Η πόλη; Δεν θυμόταν τίποτα.

Το δάσος γύρω της ήταν υπέροχο. Ειδικά αυτό το ξέφωτο. Ζεστό και δροσερό μαζί. Μια μικρή φωλιά όπου όλα έμοιαζαν ασφαλή και γαλήνια. Αυτά τα μικρά θαύματα της φύσης, τα δέντρα. Ακούγονταν πουλιά, ήταν πρωί ακόμα, δεν είχαν κρυφτεί στις φυλλωσιές να προστατευτούν. Κι εκείνη εκεί, στη μέση ενός ξέφωτου, να παρατηρεί τα χρώματα και τα σχήματα, σαν τον φωτογράφο να γράφει στη μνήμη της εικόνες και σαν τον ηχολήπτη να καταγράφει κελαηδήματα. Για αργότερα, για να τα πάρει μαζί, όταν θα έπρεπε να φύγει από εκεί. Αλλά να πάει πού;

Ακόμα δεν θυμόταν. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται από την προσπάθεια να θυμηθεί: ήξερε ποια ήταν, αλλά η μνήμη της είχε κλειδώσει. Δεν ήξερε πώς ήταν το σπίτι της, οι άνθρωποι που την τριγύριζαν στην καθημερινότητα, αν δούλευε ή αν είχε φίλους και οικογένεια. Μήπως όχι;

Η ατμόσφαιρα μύριζε ανθισμένο άγριο θυμάρι και μέντα, ίσως και χαμομήλι. Τι υπέροχη μυρωδιά… σαν να έβραζε κάπου ένα μαγικό αφέψημα, που όλα τα θεραπεύει, κυρίως ό,τι μπορεί να πονέσει τις ανθρώπινες ψυχές: τη βία, το ψέμα, τις καταναγκαστικές συνήθειες.

Πάλι ζαλιζόταν. Το μαγικό αυτό φίλτρο την κοίμιζε κι εκείνη ακόμη δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Αλλά είχε αρχίσει να μην τη νοιάζει. Είδε το σώμα της να ξαπλώνει στο έδαφος, σε ένα παχύ στρώμα από γρασίδι και άγρια λουλούδια, κίτρινα, λευκά και ανοιχτά μοβ.

Μα πόσο ωραία αισθανόταν τώρα…

***

Τιν-τιν-τιν-τιν ταν-τιν-τιν-τιν. Το ξυπνητήρι χτυπούσε μετά μανίας. Ξανά και ξανά. Τιν-τιν-τιν-τιν ταν-τιν-τιν-τιν. Ο,τι και να έκανε δεν ήθελε να σηκωθεί να το κλείσει. Ηταν τόσο ωραία σε εκείνο το στρώμα το πράσινο και κίτρινο, λευκό και μοβ. Πόσο δροσερά μύριζε η ατμόσφαιρα και τι όμορφα που ακουγόταν το τραγούδι των πουλιών…

Τιν-τιν-τιν-τιν ταν-τιν-τιν-τιν. Τιν-τιν-τιν-τιν ταν-τιν-τιν-τιν

Ανοιξε τα μάτια της. Η κρεμ κουρτίνα με τις ανοιχτές μοβ τουλίπες και τα πράσινα φύλλα ίσα που συγκρατούσε το φως που έμπαινε από τις γρίλιες. Το δωμάτιο είχε ένα γλυκό ημίφως, τόσο όσο χρειαζόταν να προσαρμοστεί στο ξύπνημα. Εκλεισε το ξυπνητήρι και ανασήκωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι.

Μέρα Μαγιού. Μέρα ζεστή, μέρα με χρώματα και φως. Κοίταξε γύρω. Μια εκδρομική τσάντα την περίμενε και ένα εμπριμέ φόρεμα.

Την ώρα που έπινε τον καφέ της, θυμήθηκε το ξέφωτο στο δάσος της, εκείνο που δεν ήξερε κανείς άλλος. Και αισθάνθηκε ότι έπρεπε να το περιγράψει.   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *