Αν ήμουν παιδί, δε θα ήθελα να
είχα δασκάλα κάποια που θα πίστευε στην αριστεία. Αλλά σε μένα. Και στις
ικανότητες που θα τις έβλεπε μέσα μου άνθη, ενώ ακόμα θα ήταν κλειστά
μπουμπούκια.
Αν ήμουν παιδί, δε θα ήθελα να
είχα μάνα κάποια που θα προσδοκούσε από μένα την αριστεία για να νοιώσει
δικαιωμένη και περήφανη. Αλλά κάποια που θα έβλεπα στα μάτια της την αποδοχή
της για τη φτιαξιά μου, την περηφάνια της για την κλίση μου. Ακόμη κι αν δεν
ταίριαζε με τη δική της. Και προπάντων κάποια που όταν σκόνταφτα θα μου έλεγε
«Σήκω! Μπορείς!»
Αν ήμουν κατάδικος για πράξεις
βαριές… Και δεν έβρισκα τη δύναμη ν’ αλλάξω πορεία…
Αν ήμουν κατάδικος για πράξεις
βαριές… Και είχα βρει τη δύναμη ν’ αλλάξω πορεία…
Αν ήμουν κατάδικος δίχως πίστη,
με πίστη, το μηδέν και το άπαν, το σκουλήκι κι ο αετός…
Αν ήμουν όλα αυτά, ή και κάτι άλλο από αυτά, δε θα ήθελα με
«σωφρονίσει» κάποιος που δε βλέπει, δεν
ακούει, δεν αισθάνεται κάτι πέραν από αυτό που έχει ενσωματώσει σαν την προσωπική
του αλήθεια. Μια αλήθεια, που δε χωράει άλλον πέραν του ιδίου. Μια «κενή»
αλήθεια.
Αν ήμουν μαθητής, παιδί,
κρατούμενος, άνθρωπος , δε θα θελα δασκάλα μου, μάνα μου, «σωφρονιστή» μου τη
Σοφία Νικολάου.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου