γράφει ο Κώστας Νάκος
Υπάρχει μια ευκολία με την οποία
κάποιοι μπορούν να χαρακτηρίσουν συνανθρώπους μας ως διεφθαρμένους και
απολίτιστους, που ξεπερνάει τα όρια της μέσης βαλκάνιας λογικής. Είναι μια
αντιπαράθεση παλιού τύπου, που μπορεί να μην έχει ταξική αναφορά, αλλά έχει
κυρίως πολιτιστική αναφορά, ίσως θρησκευτική και σίγουρα ηθικολογική-νομική.
Είναι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται από ανθρώπους που
ισχυρίζονται ότι λένε τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς να λαϊκίζουν, χωρίς
να χαϊδεύουν τα αυτιά του «κάθε καθυστερημένου». Ο λαϊκισμός βέβαια δεν
κρύβεται μόνο στο ψέμα, αλλά συνήθως στην απλούστευση πολύπλευρων κοινωνικών
φαινομένων. Ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε ορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά που
έχουν ριζωθεί και αναπτυχθεί ιστορικά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ορισμένα
μάλιστα από αυτά, τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο δεν βελτιώθηκαν, αλλά
χειροτέρεψαν γιατί άλλαξαν προς το χειρότερο αυτές οι συγκεκριμένες συνθήκες.
Όσο όμως η προσέγγιση κοινωνικών
συμπεριφορών γίνεται με τους όρους του «καλού» και του «κακού», είναι
ατελέσφορη και ψυχοφθόρα. Γιατί «ουδείς εκών κακός», για να θυμηθούμε και τον
Σωκράτη, κανείς δηλαδή από όσους το πράττουν δεν πιστεύει ότι κάνει κάτι κακό.
Έτσι, όσο σίγουρος για τις απόψεις του είναι ο κήρυκας του καλού, άλλο τόσο
σίγουρος είναι και αυτός που πράττει το κακό για τις αγαθές του προθέσεις. Το
ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς που έχουν συνείδηση της πράξης τους, που γνωρίζουν
το καλό, αλλά δεν έχουν την βούληση να το πράξουν (Εμμανουήλ Καντ). Και στις
δυο περιπτώσεις το καλό και το κακό είναι παράγωγα. Θα έχουμε όμως φτωχό κυνήγι
αν εστιάζουμε στα παράγωγα και όχι στον παραγωγό που τα εκτρέφει. Ιδιαίτερα
όταν γίνεται αναφορά όχι σε κοινωνικές εξαιρέσεις και μεμονωμένα περιστατικά,
αλλά σε μαζικές εκδηλώσεις, σε κοινωνικά φαινόμενα.
Για να ξεφύγουμε λοιπόν από τον
αφόρητο υποκειμενισμό για το τι είναι το
δικαιολογημένο και τι το αδικαιολόγητο, τι το ηθικό και τι το ανήθικο, πρέπει
να μιλήσουμε για κάτι που είναι έξω από εμάς και τις όποιες αντιλήψεις μας, για
κάτι το υπαρκτό, το αντικειμενικό, το «ουδέτερο». Να αναζητήσουμε όχι το
εμπαθές «ποιος φταίει», αλλά το ορθολογικό «τι φταίει». Αυτό που η ύπαρξή του ή
μη, προσδιορίζει την ποιότητα μιας κοινωνίας, άρα και τις δικές μας συνήθειες
και συμπεριφορές ως παράγωγά της. (Δεν) γνωρίζουμε το καλό, ή (δεν) έχουμε τη
βούληση να το εφαρμόσουμε, γιατί αυτή τη συνείδηση αποκτήσαμε, γιατί εκεί
οδηγηθήκαμε. Γιατί ο άνθρωπος χωρίς να ρωτηθεί, με μια ζωώδη διαδικασία, είναι
αναγκασμένος να προσαρμόζεται, στο στενό αλλά κυρίως και στο ευρύτερο,
κοινωνικό του περιβάλλον.
Ο άνθρωπος, βέβαια, δεν μένει
αμέτοχος σε αυτήν την διαδικασία. Βελτιώνει το παραγόμενο, αναβαθμίζοντας όμως
την παραγωγή. Γιατί το αντίθετο δεν μπορεί να γίνει. Γιατί το παραγόμενο είναι
το αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος είναι αυτός που με την παρέμβασή του αλλάζει τον
τρόπο παραγωγής των φαινομένων (το αντικειμενικό περιβάλλον), για να αλλάξει
μετά και αυτός, να αναμορφωθεί, μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσει με τα νέα
δεδομένα.
Μια κοινωνία λοιπόν, δεν κρίνεται
από τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους, αλλά από τις δομές της που
διαμορφώνουν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές. Για την ακρίβεια οι συνήθειες του
ανθρώπου είναι το σύμπτωμα, ο πυρετός, που μπορεί να σε οδηγήσει στην
καταπολέμηση του μικροβίου. Η συμπτωματολογία όμως από μόνη της είναι ένας
κλάδος της κοινωνιολογίας που δεν προσφέρεται για εξαγωγή συμπερασμάτων. Δεν
ψάχνουμε λοιπόν να διαμορφώσουμε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων μέσα
από κηρύγματα ηθικής και κυρώσεις, αλλά ερευνώντας, αλλάζοντας και
εκσυγχρονίζοντας τις δομές της κοινωνίας. Και οι αναφορές βέβαια εδώ
περιορίζονται στην κοινωνία που ζούμε και όχι στην κοινωνία που μπορεί ο
καθένας να οραματίζεται. Γιατί αλλάζοντας τις δομές, αλλάζουν και οι άνθρωποι,
όχι με μια μηχανιστική αντίληψη της αυτόματης προσαρμογής, αλλά σε βάθος
χρόνου, ακόμη και γενεών.
ΞΥΠΟΛΥΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στο επίκεντρο μιας τέτοιας
κριτικής στάσης βρίσκονται συνήθως αδύναμες ομάδες που είτε είναι ανήμπορες να
υπερασπιστούν τον εαυτό τους, είτε δεν τους δίνονται οι ανάλογες δυνατότητες.
Όταν γίνεται για παράδειγμα αναφορά σε φυλακισμένο, το μυαλό μας πάει στο «τι
έκανε» και όχι στο τι βιώνει μέσα στη φυλακή, στο πώς μπορεί και επιβιώνει σε
ένα τέτοιο περιβάλλον. Γιατί η κοινωνία των φυλακών θεωρείται ένας χώρος που
δεν μπορεί να αφορά την «κυρίως» κοινωνία, παρά μόνο τους ίδιους τους
φυλακισμένους. Όπως γράφει όμως και ο
Ντοστογιέφσκι «Ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από το επίπεδο διαβίωσης των
φυλακισμένων». Γιατί το μεγάλο έγκλημα
δεν το έκαναν οι φυλακισμένοι, αλλά όλοι εμείς που τους θεωρούμε σαν να μην
υπάρχουν.
Όπου βέβαια αντί για τους
φυλακισμένους θα μπορούσαν να είναι οι Ρομά, οι πρόσφυγες ή και άλλες
κοινότητες αδυνάμων. Ένα παράδειγμα είναι
οι Ρομά στον Δενδροπόταμο της Θεσσαλονίκης. Ένα γκέτο που οι υπόλοιποι
Θεσσαλονικείς, μόλις αρχίσει να σουρουπώνει, φοβούνται να παραβρεθούν ακόμα και
στα περίχωρα του. Και όμως μέσα σε αυτό το γκέτο μεγαλώνουν παιδιά και
δημιουργούνται συνειδήσεις. Παιδιά που μεγαλώνουν στην πιο φτωχή, στην πιο
υποβαθμισμένη περιοχή της Μακεδονίας,
για να κατηγορηθούν a priori «για εγκλήματα που απ’ τη γέννα κάνανε κιόλας»,
όπως πολύ όμορφα λέει ο ράπερ Τζαμάλ.
Η μουσική φλέβα των Ρομά είναι
γνωστή και αγγίζει τα όρια του μύθου. Το ίδιο και ο χορός. Μια φλέβα όμως που
παραμένει στα ανεξερεύνητα έγκατα της ψυχής τους, χωρίς καμιά αξιοποίηση. Γιατί
αυτός ο κόσμος έχει αφεθεί στην τύχη του. Χωρίς κάποιες στοχευμένες παρεμβάσεις
που να μπορεί να τις αγκαλιάσει. Παρεμβάσεις πάνω στις συνήθειες, τον
πολιτισμό, αλλά και τις ανάγκες αυτού του κόσμου. Ίσως ένα μουσικό σχολείο, μια
σύγχρονη ακαδημία ποδοσφαίρου με παράλληλη μόρφωση, μία, κάποια θεσμική
παρέμβαση στην καρδιά αυτών των γκέτο. Γιατί κάθε γκέτο, κάθε καταυλισμός, έχει
τα δικά του προβλήματα. Παρεμβάσεις τέτοιες που να δώσουν τη δυνατότητα στο
«γυφτάκι» να ξεφύγει από τις δαγκάνες της παρανομίας και να μην εθιστεί σε
αυτές. Έτσι ώστε, να μη βρισκόμαστε εκ των υστέρων αντιμέτωποι με ένα
ολοκληρωμένα παραβατικό άτομο.
Όσο εύκολα λοιπόν μάθαμε να
κατακεραυνώνουμε τις βραζιλιάνικες φαβέλες, άλλο τόσο εύκολα μάθαμε να
δικαιολογούμε τις ελληνικές φαβέλες. Γιατί ο «γύφτος δεν πρόκειται να αλλάξει
ποτέ». Γιατί ο φυλακισμένος «τα ‘θελε και τα ‘παθε». Έτσι ακριβώς όμως εκφράστηκε
ιστορικά ο κοινωνικός ρατσισμός. Όπως τώρα με τους Ρομά. Να θεωρείται η
παρανομία τους ως γονιδιακό, ως κληρονομικό τους χαρακτηριστικό και όχι ως
επίκτητο. Να φταίει η ράτσα τους, η φυλή τους και όχι το κοινωνικό τους
περιβάλλον.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ…
Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου
περνάει μέσα από την κατανόηση και την στήριξη των αδύναμων. Όσο υπάρχει
απομάκρυνση από την διαδικασία εξανθρωπισμού, θα εμφανίζεται μπροστά μας το
βασίλειο των δίποδων του απανθρωπισμού, το βασίλειο της παντοδυναμίας του
ισχυρού.
Δυστυχώς πολλές φορές κάποιοι
επιλέγουν την αναμέτρηση όχι με αυτόν που τους κάνει το κακό, αλλά με αυτόν που
θεωρούν ότι μπορούν να νικήσουν. Όχι δηλαδή με αυτόν που τους έχει ρημάξει τη
ζωή, αλλά με αυτόν που έχει αντικοινωνική συμπεριφορά. Όχι με τον εργοδότη που
τους κατακλέβει στη δουλειά, αλλά με την γυναίκα τους στο σπίτι. Όχι με αυτόν
που τους κλέβει το σπίτι, αλλά με αυτόν που τους κλέβει το πορτοφόλι. Όχι με
τον οικονομικά ισχυρό που τους φαίνεται ανίκητος, αλλά με τον αδύναμο που τον
θεωρούν του χεριού τους. Όχι με τον «αόρατο» ηθικό αυτουργό, αλλά με τον
προσιτό φυσικό αυτουργό.
Συνηθίζεται η μη αναφορά στον
ηθικό αυτουργό παρά μόνο στον φυσικό. Συνηθίζεται να λοιδορείται ο φυσικός
αυτουργός, ο κάθε περιθωριακός, γιατί έτσι βολεύει. Όσο όμως και να καταδικάζεται
αυτός, όσους και να φυλακίζουν από αυτούς, ο ηθικός αυτουργός θα έχει πάντα τη
δυνατότητα να παράγει και άλλους, και άλλους… Γιατί όταν οι αναφορές έχουν να
κάνουν μόνο με το «ποιος φταίει» και όχι με το «τι φταίει», αυτό έχει ως
αποτέλεσμα να θεριεύει μέσα σε αυτές τις φαβέλες ο «θεσμός» της παρατυπίας, της
παρανομίας, του εγκλήματος. Στα γκέτο των Ρομά εξαίρεση είναι αυτός που
ξεφεύγει και κανόνας η ενσωμάτωση στην κουτοπονηριά και στις αναγκαίες πολλές
φορές παρανομίες της επιβίωσης.
Γιατί το έγκλημα παράγει έγκλημα
και ο πολιτισμός πολιτισμό.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου