γράφει ο Γιώργος Πλειός
Ό,τι κι αν πιστεύουν οι πρώην
ψηφοφόροι της, η Χρυσή Αυγή κρίθηκε από
το αρμόδιο δικαστήριο, αλλά και από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού
λαού ως «εγκληματική οργάνωση», που βαρύνεται με τη διάπραξη σωρείας εγκλημάτων. Από πολιτική άποψη η ΧΑ
ήταν μια ναζιστική οργάνωση που
αντέγραψε κατά γράμμα την ιδεολογία, τη δομή και τον τρόπο δράσης των Γερμανών
ναζί, τους οποίους όσοι τους γνώρισαν και βρίσκονται ακόμα εν ζωή θυμούνται
καλά. Η λογική της ΧΑ ήταν απλή και
πρωτόγονη: κατάλυση της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα των ατομικών και πολιτικών
ελευθεριών, με τη χρήση βίας («οι λόγχες
θα ακονίζονται στα πεζοδρόμια έλεγε ο κωμικός φυρερίσκος). Αν η ΧΑ είχε
αναρριχηθεί στην εξουσία δεν θα έκανε εντός και εκτός χώρας λιγότερα εγκλήματα
από ότι οι Γερμανοί ναζί.
Όμως η ΧΑ δεν έπεσε από τον
ουρανό. Ήταν οργανωμένη πολιτική έκφραση του «χρυσαυγιτισμού» ως ιδεολογίας,
πυρήνα της οποίας αποτελεί η κρατική ιδεολογία
που καλλιεργείται επί δεκαετίες και διαχέεται μέσω πλήθους κοινωνικών
θεσμών. Ποια είναι τα νήματα που την συναποτελούν; η εθνοκεντρική πλην κενή
ουσιώδους περιεχομένου αρχαιοπληξία, που υψώνεται επί του δόγματος ότι οι
σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων σε ευθεία γραμμή: ο ισοπεδωτικός
αντιτουρκισμός η οποία υπαγορεύει ότι όλοι οι Τούρκοι είναι ίδιοι και εξ
ορισμού εχθροί της Ελλάδας (και που θέλει να πάρουμε σοβαρά τη θέση ότι η
σημερινή Τουρκία είναι προέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως αντίστοιχα
το Ελληνικό κράτος είναι προέκταση των αρχαιοελληνικών πολιτικών σχηματισμών):
ο φανατικός αντικομμουνισμός που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά
τον τέλος του εμφυλίου πολέμου, όχι μόνο με προπαγάνδα αλλά με και την άσκηση
βίας ή διακρίσεων εναντίον αριστερών και
μη πολιτών: τον αντισλαβισμό (που ταυτίζει τους σλάβους εν γένει με τον
κομμουνισμό και την πολιτιστική καθυστέρηση): το δίκαιο του αίματος, δηλαδή ότι
«Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», κι ας είναι Έλληνες πολίτες εκατοντάδες
χιλιάδες συμπολίτες μας που είτε στο πρόσφατο είτε στο μακρινό παρελθόν δεν γεννήθηκαν από Έλληνες:
την άποψη ότι. η θέση της γυναίκας είναι στην οικογένεια και το νοικοκυριό: και
φυσικά τον ακραίο εθνικισμό. Όλα αυτά τα νήματα διαχέονται επί δεκαετίες μέσα
από τα σχολικά βιβλία, την εκκλησία, το στρατό, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και
τις εφημερίδες, τις τελετές στις εθνικές και πολλές θρησκευτικές γιορτές (το
μισαλλόδοξο «κάψιμο του Εβραίου» το βράδυ της Ανάστασης λ.χ. συνηθίζεται σε
πολλές γωνιές της χώρας). Όλα αυτά αφού τα «καθάρισε» η ΧΑ από τις όποιες
δημοκρατικές προσμίξεις, τα συστηματοποίησε σε ένα σύνολο και σε συνθήκες
κρίσης τα έστρεψε σε μια γενικευμένη απόρριψη της Δημοκρατίας, καταλήγοντας ότι
τα άτομα δεν έχουν δικαιώματα, π.χ. στην έκφραση γνώμης (αυτό αντανακλούσε το
«εγέρθουτου» στους δημοσιογράφους), στην ιδιοκτησία (αυτό αντανακλούσε η
καταστροφή της περιουσίας μικροπωλητών σε λαϊκές αγορές), παρά μόνο το έθνος έχει δικαιώματα, των
οποίων των περιεχόμενο ο ορίζει ο «φύρερ».
Έτσι, αντιγράφοντας τους
Γερμανούς ναζί, και στο όνομα της συνέπειας προς την «εθνικοσοσιαλιστική» ιδεολογία, έδρασε ο
δολοφονικός της μηχανισμός που αποτελείτο από: α) τον «φύρερ», β) την ηγετική
ομάδα υπό τον φύρερ, της οποίας κάθε μέλος είναι υπεύθυνο για μια ορισμένο
τομέα οργάνωσης και δράσης (π.χ. τροφοδοσία, εξοπλισμό και στρατιωτική
εκπαίδευση, εξασφάλιση οικονομικών πόρων, οργάνωση και καθοδήγηση των ταγμάτων
εφόδου κοκ.) και γ) τα ίδια τα τάγματα εφόδου που ανέλαβαν δράση προκειμένου να
υλοποιήσουν άμεσα τους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης, με τη συνεχή και
συστηματική διάπραξη δολοφονικών ενεργειών, επιθέσεων σε μέλη δημοκρατικών
κομμάτων, εκφοβισμό του πληθυσμού κ.ά.
Η καταδίκη της είναι πολύ
σημαντική, όπως υπογραμμίστηκε παντοιοτρόπως . Πρώτον, εξυψώνει το κύρος της δικαιοσύνης, και το
αποκαθιστά λιγότερο ή περισσότερο, στις περιπτώσεις που τρώθηκε. Ένας λόγος
περισσότερο για αυτό ήταν η συστοίχισή της με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»
όπως εκδηλώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης και ιδιαίτερα το τελευταίο
διάστημα πριν την έκδοση της απόφασης, αλλά και μετά από αυτήν κατά την λήψη της
απόφασης για τον ορισμό των ποινών, τη (μη) χορήγηση αναστολής.
Δεύτερον, συμβάλλει στην
ισχυροποίηση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού αισθήματος των πολιτών, καθώς
καταδικάστηκε ως εγκληματική η οργανωμένη άσκηση βίας κατά πολιτών (που εξ
αυτού θα μπορούσε ή και θα έπρεπε να δικαστούν τα μέλη της εγκληματικής
συμμορίας με τον αντιτρομοκρατικό νόμο). Καταδικάστηκαν έτσι και αρκετές πτυχές
του οργανωμένου πολιτικά ρατσισμού «από τα κάτω», καθώς και άλλων μορφών
αντιδημοκρατικών πρακτικών, ιδιαίτερα εναντίον μεταναστών.
Τρίτον, αφήνει έκθετους τους
πολιτικούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων που αφενός επιχείρησαν να
δημιουργήσουν γέφυρες συνεργασίας με την εγκληματική οργάνωση τη στιγμή που η
ΧΑ εργάζονταν για την κατάλυση της Δημοκρατίας και αφετέρου υιοθέτησαν ή
προσπάθησαν να υιοθετήσουν τη ρητορεία τους (λ.χ. τον αντικομμουνισμό, την
εθνικιστική υστερία επ’ αφορμή υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής όπως η συμφωνία
των Πρεσπών κ.ά.) προκειμένου να επικρατήσουν στον κομματικό ανταγωνισμό.
Τελικά, το μόνο που πέτυχαν ήταν να αφομοιωθούν λιγότερο ή περισσότερο από τον
χρυσαγητισμό και να γίνουν ένα άλλο είδος εκφραστών του.
Τέταρτον, αφήνει έκθετα όλα
εκείνα τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, ειδικότερα των κίτρινων φύλλων και
σταθμών, διότι την ίδια ώρα που οι δημοκρατικοί πολίτες έβλεπαν τον κίνδυνο και
ασκούσαν δριμεία κριτική, εκείνοι άδραξαν την ευκαιρία να σημειώσουν εμπορικές
επιτυχές περιβάλλοντας πότε με το ένδυμα του προστάτη των εν κινδύνω
ευρισκομένων Ελλήνων, πότε των πατριωτών και πότε των δυναμικών σέξι συμβόλων
εκείνους που ταυτόχρονα διέπρατταν αδικήματα και σκορπούσαν φόβο στους
δημοκρατικούς πολίτες είτε ενεργούς είτε όχι.
Έτσι, πέμπτον, η απόφαση αυτή
συμβάλλει καθοριστικά να εξοβελιστεί ο φόβος από της γειτονιές των πόλεων και
των χωριών, φόβος – τον οποίον σκορπούσαν οι εγκληματίες φασίστες. Έτσι, οι
γειτονιές μπορούν να αναπνέουν ελεύθερα χωρίς το φόβο του ρατσιστικού ροπάλου ή
της ψυχολογικής βίας πάνω τους.
Έκτο, κλονίστηκε η θεωρία «των
δυο άκρων» την οποία πολιτικοί από το χώρο του νεοφιλελευθερισμού, του
νεοσυντηρητισμού, ακόμα και της εθνικιστικής ακροδεξιάς προσπαθούν ζωντανέψουν.
Κάτι που το κάνουν στο πλαίσιο μιας εμφανούς
ή συγκεκαλυμένης αντικομμουνιστικής στάσης, ως βάση άσκησης κομματικού
ανταγωνισμού. Αυτό που θεωρούσαν το «άλλο άκρο» ήταν εκείνο που με την
καθημερινή του δραστηριότητα εκτός και εντός της δικαστικής διαδικασίας
συνέβαλε καθοριστικά στη δικαστική συντριβή της εγκληματικής οργάνωσης. Η
αστική δικαιοσύνη στάθηκε στη δική του πλευρά (και αντίστροφα). Κι ας προσπάθησαν
εκπρόσωποι κοινοβουλευτικών κομμάτων αντί να σταθούν στην καταδίκη του
φασισμού, να την χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο επίθεσης προς αυτό που ονομάζουν
«το άλλο άκρο», μη συνειδητοποιώντας πως αυτό το άκρο ίσως είναι οι ίδιοι.
Ο ελληνικός φασισμός υπέστη
συντριπτικό χτύπημα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορεί να επανέλθει. Ωστόσο ο
χρυσαυγητισμός εξακολουθεί να είναι ισχυρός για τρεις λόγους. I) Τις ιδέες του
έχουν υιοθετήσει φορείς της πολιτικής εξουσίας και έτσι τον έχουν
απενοχοποιήσει και νομιμοποιήσει. II) O πυρήνας του η κρατική ιδεολογία όχι
μόνο δεν έχει αποδυναμωθεί αλλά έχει γίνει πιο ισχυρή. III) Τρέφεται από τις
αναταράξεις της οικονομικής κρίσης, πλέον και της υγειονομικής κρίσης (λ.χ. οι
μετανάστες γίνονται τα εύκολα θύματα του κυνηγιού υπαιτίων για τη διάδοση της
πανδημίας ή την αντιμετώπισή της με διαρκές lockdown των κέντρων διαμονής
τους). Στις συνθήκες αυτές ωθεί όσους είναι φορείς της να συσπειρώνονται, να
αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους (σε μετανάστες, μειονότητες, πολιτικούς αντίπαλους
κ.ά.) και τόνωση της θέσης και της ταυτότητάς τους που απειλείται στην
περιδίνηση.
Το ξερίζωμα του φασισμού
προϋποθέτει ξερίζωμα του ρατσισμού και των διακρίσεων έναντι όσων είναι
διαφορετικοί. Προϋποθέτει ξερίζωμα της πατριαρχίας, καθώς και της οικονομικής
και πολιτικής εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και εντέλει
προϋποθέτεις ξερίζωμα της ίδιας της κοινωνικής ανισότητας που τον γεννάει.