γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Δεν είναι μυστικό ότι στην Ελλάδα
καλλιεργείται εδώ και δεκαετίες το έδαφος για την «ανάγκη» διευθετήσεων με την
Τουρκία, έστω κι αν αυτό σημαίνει κάποιες «λογικές» παραχωρήσεις. Η πολιτική
κατευνασμού άλλωστε είναι το μόνο δόγμα που ακολουθούν όλες οι ελληνικές
κυβερνήσεις. Μόνο που, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει έρθει η στιγμή που η τουρκική
ηγεσία ζητά ακόμη περισσότερα. Για την ακρίβεια ζητά τα «πάντα»…
Ας βάλουμε σε μια σειρά τις
εξελίξεις των τελευταίων βδομάδων, καθώς αποκαλύπτουν από τη μία την
«ελαστικότητα» της Αθήνας και από την άλλη τη μεγαλομανή υπεροψία της Άγκυρας:
1. Έπειτα από το τουρκολιβυκό
μνημόνιο, τις τουρκικές αμφισβητήσεις επί του συνόλου των ελληνικών νησιών στο
ανατολικό Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα και τον πάγο στην επικοινωνία μεταξύ των δύο
πλευρών ξεκίνησαν, κατόπιν της υπογραφής της ελληνοϊταλικής συμφωνίας για την
ΑΟΖ, μεσολαβητικές προσπάθειες. Η Ιταλία, κατ αρχήν, και η Γερμανία, κατά κύριο
λόγο, «έφεραν σε επαφή» Μητσοτάκη – Ερντογάν, η οποία έγινε τηλεφωνικά με
πρωτοβουλία του Μητσοτάκη.
2. Ύστερα από το τηλεφώνημα, το
οποίο υποτίθεται ότι θα δημιουργούσε τη «γέφυρα» για επαφές και εκτόνωση, ο
Ερντογάν ανακοινώνει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί.
3. Ως απάντηση στην τουρκική προκλητικότητα
η ελληνική κυβέρνηση σπεύδει στις Βρυξέλλες στη Σύνοδο των ΥΠΕΞ της Ε.Ε. με τη
θέση ότι «αναμένει κατάλογο κυρώσεων στην περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει
ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα»
4. Παρά αυτήν τη «μεγάλη τουρκική
πρόκληση» με την Αγία Σοφία (η οποία υποτίθεται είχε εξοργίσει την Αθήνα, για
να ζητά κατάλογο με κυρώσεις) στο περιθώριο της τελευταίας Συνόδου των υπουργών
Εξωτερικών και υπό τη διαμεσολάβηση του επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου
της Μέρκελ πραγματοποιήθηκε «μυστική συνάντηση» των διπλωματικών συμβούλων
Μητσοτάκη – Ερντογάν, προφανώς για να κωδικοποιήσουν τα επόμενα βήματα
συνομιλιών.
5. Αυτήν τη «μυστική συνάντηση»
έκανε βούκινο ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών φέρνοντας σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση
την ελληνική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται από τη μια να ζητά κυρώσεις κατά
της Τουρκίας και από την άλλη να προστρέχει σε έναν διάλογο τον οποίο απαιτεί
ορθά – κοφτά (και) το Βερολίνο.
6. Ακριβώς μετά τη δημοσιοποίηση
της «μυστικής συνάντησης», η Τουρκία, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για
τις ξεκάθαρες προθέσεις της, ανακοίνωσε ότι στέλνει το «Γιαβούζ» να «τρυπήσει»
στην κυπριακή ΑΟΖ.
7. Και, τέλος, ως υπενθύμιση, την
περασμένη Τετάρτη, ημέρα που συμπίπτει με την τέταρτη επέτειο από το
αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν, η τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, με
twett επανέλαβε το τουρκικό αίτημα για την παράδοση των οκτώ στρατιωτικών που βρήκαν
άσυλο στην Ελλάδα.
Θα «τρυπήσει» στην Κρήτη
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος
ειδικός περί των διπλωματικών σχέσεων για να αποκωδικοποιήσει την τουρκική
συμπεριφορά, καθώς η λογική της είναι σαφής και ξεκάθαρη. Άλλωστε η Τουρκία
συνηθίζει να προειδοποιεί για ό,τι σκοπεύει να πράξει, και πράττει – κατά
κανόνα – αυτά για τα οποία έχει προειδοποιήσει.
Αυτό ακριβώς έχει κατά νου η
ελληνική κυβέρνηση και αναζητά τρόπους για να προλάβει ή να βρει τρόπους να
αντιμετωπίσει την προαναγγελία τουρκικών ερευνών νότια της Κρήτης. Για μια
τέτοια περίπτωση, κατά την οποία θίγονται ευθέως ελληνικά κυριαρχικά
δικαιώματα, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους Ευρωπαίους εταίρους έναν
κατάλογο κυρώσεων κατά της Τουρκίας ο οποίος θα ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που
τα τουρκικά λόγια γίνουν πράξεις. Επίσης η κυβέρνηση έχει δηλώσει σε όλους τους
τόνους ότι κάνει αυτό που ελπίζει να μην χρειαστεί: θα αντιμετωπίσει
στρατιωτικά κάθε τουρκική προσπάθεια αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών
δικαιωμάτων.
Πόσο πειστικά μπορεί να ακούγονται
αυτά τα λόγια αποφασιστικότητας που είναι υποχρεωμένη να αρθρώσει η ελληνική
κυβέρνηση;
Η Τουρκία, όπως φαίνεται δεν
πτοείται από τη ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης καθώς, όπως είδαμε,
εξακολουθεί να ακολουθεί την ατζέντα της στην ανατολική Μεσόγειο, στέλνοντας το
«Γιαβούζ» στην κυπριακή ΑΟΖ.
Ένας ακόμη λόγος που η Τουρκία
δεν λαμβάνει στα σοβαρά τις ελληνικές προειδοποιήσεις είναι ότι γνωρίζει πως η
Αθήνα δέχεται ισχυρότατες πιέσεις από εταίρους και συμμάχους «να καθίσει στο
τραπέζι και να τα βρει με την Άγκυρα».
Ποιος κερδίζει
Για την Τουρκία, το ξεκίνημα ενός
ακόμη ελληνοτουρκικού γύρου συνομιλιών είναι επιδιωκόμενος στόχος, καθώς έχει
τοποθετήσει στο τραπέζι το σύνολο των διεκδικήσεών της έναντι της Ελλάδας η
οποία, αν προσέλθει σε διάλογο, θα υποχρεωθεί να συζητήσει μόνο επί τουρκικών
απαιτήσεων.
Από την άλλη πλευρά, η άρνηση της
Αθήνας να «συνομιλήσει» πιστώνεται θετικά στην Τουρκία καθώς εταίροι και
σύμμαχοι «νίπτουν χείρας» και υποδεικνύουν στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι αφού
αρνούνται τον διάλογο, θα πρέπει να βρουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνες τους
με την Τουρκία.
Καθώς σε στρατιωτικό επίπεδο η
ισορροπία δυνάμεων έχει γείρει, τις τελευταίες δεκαετίες, αποφασιστικά υπέρ της
Τουρκίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενδέχεται
να αντιμετωπίσουν το θεμελιώδες δίλημμα «αντίσταση ή υποταγή»;
Στην προκειμένη περίπτωση η
σημερινή κυβέρνηση, λόγω συγκυρίας, βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά στο να
αντιμετωπίσει τη διατύπωση του εν λόγω διλήμματος. Αυτός είναι και ο λόγος για
τον οποίο ακούγονται «όμορφες» οι γερμανικές διαμεσολαβητικές προσπάθειες.
Εξάλλου, ο πνιγμένος από τα
μαλλιά του πιάνεται…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου