Μια βαλίτσα έχασκε για μέρες πάνω
στον καναπέ, περιμένοντας να γεμίσει με τα απαραίτητα: πετσέτες, μαγιό,
σαγιονάρες, βιβλία, αντηλιακά και καλλυντικά. Κάθε μέρα έβαζε κάτι μέσα.
Πρώτα μπήκαν τα εισιτήρια, στην
εξωτερική τσέπη, για να είναι πρόχειρα. Τα υπόλοιπα ένα ένα, ανάλογα με το τι
ήταν έτοιμο, καθαρό και σιδερωμένο.
Μέτραγε τις μέρες, οχτώ και
σήμερα, εφτά και σήμερα, έξι και σήμερα. Οταν κοιταζόταν στον καθρέφτη νόμιζε
ότι άναβαν τα μάγουλά της, περίμενε με ανυπομονησία το ταξίδι, ονειρευόταν τις
ακρογιαλιές και τα γαλάζια και πράσινα νερά.
Είχε κάνει πραγματικά κόπο να το
οργανώσει: το δωμάτιο, το πλοίο, το νησί. Ολα ήταν μια υπόσχεση ευτυχίας και
ανεμελιάς, ένας άλλος τόπος όπου τίποτα δεν θα ήταν ίδιο, τίποτα δεν θα θύμιζε
ό,τι άφηνε πίσω: τη δουλειά, τις ευθύνες, εκείνα τα προβλήματα που σέρνονταν,
τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες που ήταν πέρα από τον έλεγχό της.
Για δέκα μέρες θα βρισκόταν στον
παράδεισο με όλα τα όνειρα πληρωμένα -από την τσέπη της- και χωρίς να
χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα. Τα σχεδίαζε όλα δυο μήνες πριν.
Ενα βράδυ, εκείνη την ημέρα
«τρεις και σήμερα», κάθισε κατάκοπη στο μπαλκόνι. Ηταν πολύ σκοτεινή η νύχτα,
το φεγγάρι είχε πια μπει στη χάση του και ίσα που διακρινόταν στον ουρανό. Ούτε
αστέρια έβλεπε. Είχε ζέστη και υγρασία.
Μόλις είχε κάνει το βραδινό ντους
για να χαλαρώσει, αλλά ούτε τα βρεγμένα μαλλιά που έσταζαν στην πλάτη της δεν
μπορούσαν να τη δροσίσουν, ούτε το παγωμένο νερό στο ποτήρι. «Ας έρθει εκείνη η
ευλογημένη μέρα που θα φύγω», είπε, «που θα μπω στο καράβι και θα χαθώ στο
Αιγαίο».
Ενιωσε έναν πόνο στην πλάτη. Δεν
μπορούσε να αναπνεύσει, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Φοβήθηκε. Δοκίμασε να
σηκωθεί, αλλά κατέρρευσε στην πολυθρόνα. Ισα που πρόλαβε να πει «δεν είμαι
καλά».
******
Οταν ξύπνησε ήταν στο κρεβάτι της
με έναν ανεμιστήρα να κινείται αριστερά-δεξιά και τον άντρα της να πληρώνει τον
γιατρό.
«Πώς αισθάνεστε τώρα;» τη ρώτησε.
«Λίγο ζαλισμένη. Τι μου συνέβη;
Δεν έχω πάθει έμφραγμα…» είπε με φόβο.
«Είστε πολύ νέα για να ανησυχείτε
γι’ αυτό. Οχι. Πιθανότατα μια κρίση άγχους. Δεν θα πάτε στη δουλειά σήμερα. Το
απόγευμα θα έρθετε από το γραφείο να κάνουμε εξετάσεις».
Υπάκουσε. Μερικές ώρες αργότερα ο
άντρας της την άφησε στο ιατρείο. Θα πήγαινε να την πάρει σε δυο ώρες.
Εκανε καρδιογράφημα, τρίπλεξ, την
ανέβασαν στον διάδρομο για τεστ κοπώσεως και σε όλο αυτό το διάστημα
κουβέντιαζε με τον γιατρό, που τη ρωτούσε διάφορα ανώδυνα πράγματα, για τη
δουλειά, για το καλοκαίρι, για ταξίδια.
«Ετοιμάζομαι για διακοπές. Εχω
βρει έναν μικρό παράδεισο», του είπε και του περιέγραψε τα πάντα, τα πώς, τα
πού, τα πότε. Είχε καλή δουλειά, τον άντρα της, το σπίτι τους…
Ο γιατρός χαμογελούσε. Μετά τη
ρώτησε αν κάνει κάθε χρόνο το ίδιο, αν δηλαδή με τόση επιμέλεια προετοιμάζει
τις καλοκαιρινές διακοπές, αν συμμετέχει ο σύζυγός της.
«Ναι», του είπε. «Εγώ οργανώνω
κάθε χρόνο τις διακοπές. Διαλέγω το μέρος και κανονίζω τα πάντα. Συμφωνούμε
άλλωστε».
«Εκείνος;» ρώτησε μετά ο γιατρός,
ενώ μελετούσε τις εξετάσεις.
«Α, εκείνος όλα τα υπόλοιπα»,
είπε χωρίς σκέψη. «Δεν ανησυχώ για τίποτα».
«Οι εξετάσεις σας είναι
εξαιρετικές, αλλά αν συνεχίσετε έτσι θα λιποθυμήσετε ξανά», είπε.
Η γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια,
δεν καταλάβαινε.
«Το μόνο φάρμακο που σας
χρειάζεται είναι μια αλλαγή και η αλήθεια», της είπε, «αλλά αυτό δεν μπορώ να
το συνταγογραφήσω».
Παρέμεινε εκεί κοιτάζοντάς τον.
Πήγε κάτι να τον ρωτήσει, αλλά κρατήθηκε. «Μα θα πάω διακοπές», ψέλλισε μόνο.
«Φυσικά, και θα περάσετε όπως το
έχετε σχεδιάσει» είπε χαμογελώντας ευγενικά ο γιατρός. «Στην επιστροφή θα σας
περιμένει όλη η υπόλοιπη ζωή σας».
Η γραμματέας του χτύπησε την
πόρτα. «Εχει έρθει ο σύζυγος της κυρίας», είπε.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου