Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Η Αγία Σοφία και η… «μαρμαρωμένη» κυβέρνηση Μητσοτάκη




Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι η Ελλάδα καταδικάζει «με τον πιο έντονο τρόπο» την απόφαση Ερντογάν για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας διαπίστωσε ότι ο τούρκος πρόεδρος κάνει «ιστορικό λάθος», και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ δήλωσε ότι η κίνηση της Άγκυρας «είναι λυπηρή».

Παραπλεύρως το - συνήθως πιο προωθημένο και πιο αυστηρό έναντι της Τουρκίας σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ - Στέητ Ντηπάρτμεντ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εκφράζει «απογοήτευση μεν», αλλά δείχνει και ανακουφισμένο για το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν πιθανώς θα επιτρέψει την παράλληλη λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως μουσείου: «Κατανοούμε», ανέφερε, «ότι η τουρκική κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στη διατήρηση της πρόσβασης στην Αγία Σοφία για όλους τους επισκέπτες και ανυπομονούμε να ακούσουμε τα σχέδιά της για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει προσβάσιμη χωρίς εμπόδια σε όλους».


Είναι προφανές ότι κατόπιν αυτών ο Ταγίπ Ερντογάν μάλλον δεν έχασε τον ύπνο του. Και είναι ακόμη πιο προφανές ότι η χλιαρή - έως ανύπαρκτη - αντίδραση Ευρώπης και Ουάσιγκτον δεν θα ακυρώσει την απόφασή του να κάνει την πρώτη προσευχή μέσα από την Αγία Σοφία στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία η οποία σημειολογικά ακολουθεί την επέτειο της εισβολής στην Κύπρο. Όπως δεν θα ακυρώσει και τον σχεδιασμό του για τον «αποκεμαλισμό» της Τουρκίας, την στροφή από την Δύση στην Ανατολή και την μετατροπή της σε ισλαμική περιφερειακή «υπερδύναμη» της Μεσογείου.

Στον - μεγάλο - βαθμό που αυτός ο σχεδιασμός επηρεάζει τα ελληνοτουρκικά, το πρώτο πρόβλημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πως, για μια ακόμη φορά, συνελήφθη κοιμώμενη. Ο Ερντογάν προειδοποιούσε επί μήνες, ανοιχτά, για τις προθέσεις του ως προς την Αγία Σοφία, όμως ο Νίκος Δένδιας τρέχει αύριο στο συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. για να ζητήσει κυρώσεις. Το ίδιο είχε κάνει και όταν ανακοινώθηκε η υπογραφή του τουρκολυβικού συμφώνου για τις θαλάσσιες ζώνες - ενός συμφώνου παράνομου μεν, που όμως έχει ήδη παράξει μείζονα γεωπολιτικά και διπλωματικά αποτελέσματα.

Η αμήχανη δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού, άλλωστε, μετά το διάγγελμα Ερντογάν δείχνει πως η ελληνική κυβέρνηση περισσότερο αναζητεί βολικές δικαιολογίες για την νέα διπλωματική - όπως το εσωτερικό, πολιτικό παιχνίδι του Τούρκου προέδρου που ισχύει μόνον κατά ένα μέρος -, παρά αναζητεί τρόπους ουσιαστικής αντίδρασης και πραγματικά ενεργητικής διπλωματίας.

Το δεύτερο, και κύριο πρόβλημα, για την Αθήνα είναι πως εδώ και έναν χρόνο κινείται χωρίς πυξίδα, χωρίς σχέδιο και με συμμαχικές αυταπάτες στο σκληρό γεωπολιτικό πόκερ που παίζεται στην περιοχή, μετρώντας απλώς τις ήττες εκ των υστέρων. Κι ακόμη περισσότερο, δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί τα όσα έπονται και δεν διαθέτει εθνική στρατηγική για την αντιμετώπισή τους.


Έμπειροι διπλωματικοί παράγοντες προειδοποιούν ότι το επόμενο διάστημα η Αθήνα θα βρεθεί σε κλοιό διεθνών πιέσεων για διάλογο με την Τουρκία. Κι αυτός ο διάλογος δεν θα περιορίζεται στην συζήτηση επί της μίας και μοναδικής αποδεκτής από την ελληνική πλευρά διαφοράς - την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Επ’ αυτού, είτε αφελώς (;), είτε κατ’ εντολή της Μέρκελ, ο Ζοζέπ Μπορέλ ήταν αποκαλυπτικός στο πρόσφατο ταξίδι του στην Τουρκία και στην συνάντησή του με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου. «Ήρθα εδώ», είπε, «με την επιθυμία να μειώσω την ένταση Υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ γειτονικών χωρών, ιδίως σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα».

Η αναφορά αυτή στα χωρικά ύδατα μάλλον είναι ενδεικτική των προθέσεων της Ευρώπης, καθώς σύμφωνα με τις πληροφορίες το ταξίδι Μπορέλ εντάσσεται σε πρωτοβουλία της Μέρκελ - εν γνώσει και της ελληνικής κυβέρνησης - για άνοιγμα διαύλων διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας στην διάρκεια της γερμανικής προεδρίας.

Κι εδώ, όπως επισημαίνουν οι ίδιες διπλωματικές πηγές, το ερώτημα για την κυβέρνηση είναι εάν, και με ποιους όρους και προϋποθέσεις - ανεξαρτήτως ταμπού και εσωκομματικών πιέσεων -, θα αποφασίσει να μπει σε έναν τέτοιο διάλογο με την Τουρκία. Επιθυμεί, και αντέχει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να συζητήσει το ενδεχόμενο προσφυγής στην Χάγη χωρίς «μαξιμαλιστικές» θέσεις, όπως είπε προσφάτως ο καθηγητής Ροζάκης για να λιθοβοληθεί αμέσως μετά; Ποιες συμμαχίες έχει χτίσει για αυτό, και ποια διπλωματικά επιθετικά όπλα σκοπεύει να ενεργοποιήσει για να ανακόψει την ατζέντα Ερντογάν; Μπορεί να ανοίξει το μείζον εθνικό κεφάλαιο μόνη, χωρίς στοιχειώδη πολιτική συνεννόηση και συναίνεση; Και εν τέλει, έχει εθνική και στρατηγική πυξίδα, ή εξακολουθεί να θεωρεί ότι και η εξωτερική πολιτική είναι ζήτημα… επικοινωνιακής διαχείρισης;

Μέχρι στιγμής ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει δώσει ούτε μία απάντηση σε όλα αυτά. Στο εξωτερικό έχει απλώς μετατραπεί σε διπλωματικό ακόλουθο του Εμμανουέλ Μακρόν και στο εσωτερικό επιδεικνύει τις «δάφνες» του Έβρου και ακούει τον Αντώνη Σαμαρά να του λέει ότι «όσοι δεν υπερασπίζονται την ταυτότητα και τον πολιτισμό τους αφανίζονται».  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *