γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Στο λυκαυγές, φεύγουν τα παιδιά
από το λιμάνι. Τα παρακολουθώ που απρόθυμα αποσύρονται. Οταν λέμε παιδιά
εννοούμε εκείνους τους εφήβους που είναι ένα βήμα πριν από την ενηλικίωση. Με
μετέωρο ακόμα αυτό το βήμα από το προστατευτικό κουκούλι του πατρικού στον
κόσμο της δικής μας πραγματικότητας. Κόσμος οπωσδήποτε γεμάτος προκλήσεις αλλά
κυρίως γεμάτος δοκιμασίες. Την πρεμιέρα τους στον κόσμο των ενηλίκων την κάνουν
φέτος σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία. Με προστατευτικές μάσκες και τον φόβο
μιας πανδημίας ξεκινούν, όσα πέρασαν σε κάποια σχολή, να αρχίσουν αυτό που
κάποτε λέγαμε ανέμελη φοιτητική ζωή. Και όσα δεν πέρασαν, με τους ίδιους
παράξενους όρους θα πρέπει να δουν τι θα κάνουν.
Καταλαβαίνω, λοιπόν, αυτήν τους
την απροθυμία να αφήσουν τον ανοιχτό ορίζοντα της θάλασσας και το λιμάνι. Στο
βάθος του πελάγους φαίνονται οι τράτες. Επιστρέφουν με σμήνη γλάρων πάνω τους.
Φαίνεται πως τα παιδιά του λιμανιού ξέρουν πως σε λίγο η προκυμαία θα γεμίσει
ψαράδες και δίχτυα για αρμάτωμα. Γι’ αυτό μόλις τα βλέπουν σηκώνονται από τα
παγκάκια και πηγαίνουν για ύπνο. Αυτό τον ύπνο της μέρας μέχρι το βαθύ
απόγευμα. Μέσα στις ανέλπιδες προσπάθειες των γονιών να τους ξυπνήσουν για «να
μη χάσουν τη μέρα». Η μέρα δεν είναι ο τόπος που θέλουν να ζουν. Απογυμνωμένη
από τα φίλτρα του ονείρου μοιάζει σκληρή και αδυσώπητη. Θα ξυπνήσουν ένα κάποιο
πρωί, κουρασμένοι ενήλικοι που τρέχουν σε μια δουλειά που δεν τους αρέσει, σε
έναν κόσμο που δεν τους αρέσει.
«Α, και τα ταξίδια, τα ταξίδια
αναψυχής, και τ’ άλλα
τα ταξίδια της θάλασσας, όπου
όλοι είμαστε σύντροφοι ο ένας του άλλου,
με τρόπο ιδιαίτερο, λες κι ένα
μυστήριο θαλασσινό
φέρνει κοντά τις ψυχές μας και
για μια στιγμή γινόμαστε
συμπατριώτες προσωρινοί της ίδιας
αβέβαιης πατρίδας,
περιπλανώμενοι αιώνια πάνω στην
απεραντοσύνη των νερών!»
Τα παιδιά του λιμανιού
καθυστερούν το ταξίδι, σκέφτομαι. Το καθυστερούν όσο μπορούν.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου