Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Οι «μυρωδιές» στο μυθιστόρημα «ο καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη



Στην άκρα της μυρωδιάς.

Ακολουθούν αυτούσια αποσπάσματα από το μυθιστόρημα « Ο καπετάν Μιχάλης». Κάθε απόσπασμα «έχει τη μυρωδιά του» και τελειώνει με την αναγραφή της σελίδας. Μερικές φορές ακολουθούν σχόλια του υπογράφοντος.

Μια λεμονιά κάπου θα` χε ανθίσει, μοσκομύριζε το αγέρι λεμονανθό, κι η γης, φρεσκοποτισμένη, μύριζε κι αυτή κοπριά κι αρμπαρόριζα. σ.27.


Είχε βάλει μόσκο στις αμασκάλες του και μύριζε σαν αγκρισμένο θεριό την άνοιξη.σ.27.

Αγκρισμένο θεριό: το ερεθισμένο θηρίο σε περίοδο οργασμού.

«ιδού εγώ καταντικρύ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα», Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί.

..ένα μεγάλο προύντζινο μαγκάλι έκαιγε. Μύριζε ο ζεστός αγέρας καμένη λεμονόκουπα. σ.27.

Στην «εποχή των μαγκαλιών» τα σπίτια ζεσταίνονταν με κάρβουνα και πυρήνα ελιάς που έκαιγαν μέσα σ` ένα μικρό στρογγυλό μαγκάλι στη μέση του δωματίου. Οι στυμμένες λεμονόκουπες, στο μαγκάλι, αρωμάτιζαν τον ζεστό αέρα του σπιτιού. Το μαγκάλι σαν σχήμα παραπέμπει στον αρχαίο τρίποδα που κορυφωνόταν σε μια κοίλη ημισφαιρική λεκάνη.

Γέμισε τα ποτήρια ο μπέης, μύρισε ο κόσμος κίτρο. σ. 29.

Ο Νουρήμπεης κερνά κιτρόρακη, τον καπετάν Μιχάλη.

Μπήκε μέσα η μυρωδιά από τα τριαντάφυλλα και τους λεμονανθούς. σ 31.

Η Κερκέζα ανοιγοκλειούσε τα φτενά ρουθούνια της, αναρουφούσε τον αγέρα και δεν αποχόρταινε τη βρώμα του αντρούς,.. και τώρα να τον, μπροστά της,.. σάλευε λιμάρικα τα ρουθούνια της και μάχουνταν ν` αναρουφήξει τον αγέρα ανάμεσα τους. σ. 38.

Ο απελπισμένος έρωτας της Εμινέ Χανούμ για τον καπετάν Μιχάλη, περνά μέσα από τις μυρωδιές.

..τρία πράματα αγαπούσε ο Μουχαμέτης( Μωάμεθ),..- τις μυρωδιές, τις γυναίκες και το τραγούδι- εσύ, Εμινέ, μου τα `χεις και τα τρία.σ.39.

..το ρούχο της( της Εμινέ χανούμ) άγγιξε το επανωκαύκαλο του χεριού του. Πλάνταξε πάλι ο αγέρας το μόσκο( άρωμα έντονο). Ένιωσε ο καπετάν Μιχάλης το χέρι του να καίγεται. σ. 40.,.. μύρισε η νύχτα μόσκο. σ.43.

Καλά την κάτεχε η κυρά –Κατερίνα τη μυρωδιά του μπαρουτιού και της άρεσε.σ.44.

Η κυρά- Κατερίνα ήταν κόρη καπετάνιου και γυναίκα του μπαρουτοκαπνισμένου καπετάν Μιχάλη.

..στην αυλή της Μητρόπολης η γριά λεμονιά είχε ανθίσει και μοσκομύριζε ο κόσμος. σ.53.. από το παραθύρι έμπαινε η μυρωδιά της ανθισμένης λεμονιάς., σ. 171.

..παράξενος, ζεστός αγέρας, φυσούσε, που μύριζε νερό και χώμα,..τα φύλλα της κληματαριάς κάτω στην αυλή φρουφρούρισαν. σ.53.

Κι η κρεβατοκάμαρα, απλόχωρη, καθαρότατη, με τις τρεις ξομλιαστές( σκαλιστές) μεγάλες κασέλες, όπου ήταν στοιβαγμένα τα προικιά τους, μύριζε σαπημένο κυδώνι.σ.54.

Μέσα στις σκαλιστές κασέλες πάντα υπήρχαν, σε σακουλάκια από τούλι, μυρωδικά ξεραμένα λεμονόφυλλα, αμπερόζες, θυμάρια,..και τα φυλαγμένα ρούχα μοσχοβολούσαν.

..ο χοίρος,.. ήταν ψημένος της ώρας, τυλιμένος στα λεμονόφυλλα και μοσκομύριζε. σ.59.

Το όνειρο της Εφεντίνας Καβαλίνας ήταν να απολαύσει χοιρινό κρέας, που απαγόρευε η θρησκεία του.

..τα μουστάκια του μύριζαν κρασί και κρεμμύδι κι η αναπνιά του ήταν βαριόχνωτη, σαν υπόγειο κελάρι. σ. 60.

..δεν ήταν ο Κρασογιώργης ο χοντρομπαλάς, παρά ένα λυγερό διωματάρικο παλικάρι, με στριμμένο αγκάθα το μουστάκι του, μακριά μαλλιά κορακάτα, με ασημοπίστολα στη ζώνη, κι η αναπνιά του μύριζε κανέλα,..ίδιος απαράλλαχτος ο Αθανάσιος Διάκος. σ.60-61.

Αυτό το εδάφιο με λίγες αλλαγές είναι το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, «Κρασογιώργαινα» που τραγούδησε η θεϊκή Φλέρυ Νταντωνάκη.

Μύριζε δεξά του καταπράσινο το χώμα. σ.63.

Η γήινη αυτή μυρωδιά σε κάποια μέρη της Κρήτης λέγεται χλωροσιά.

Έπαιξε τα ρουθούνια του, μοσκομύριζαν οι κρητικές πέτρες θυμάρι και φασκομηλιά.

Αν η Κρήτη διάλεγε το άρωμα της, τη μυρωδιά της, αυτή θα ήταν η μυρωδιά του θυμαριού. Ο ανωγειανός παππούς μου Γιαγκάκης Σαλούστρο μου λεγε πως όταν σισιλίζει( καίει όσο δεν πάει άλλο) ο ήλιος, ο θύμος , η θρούμπα, η αρίγανη, η φασκομηλιά και όλα τα μυρωδάτα φυτά «παραδίδουν» στον άρχοντα Ήλιο, ότι πολυτιμότερο έχουν για να μην τα κεντήσει( κάψει). Και αυτό το υπερπολύτιμο που έχουν είναι η μυρωδιά τους. Γι` αυτό τις πολύ ζεστές μέρες ο χλιος( χλιαρός) αέρας μοσχομυρίζει.

Έτσι ξετραχηλωμένη που ήταν, ξαναμμένη από το θρήνο, ιδρωμένη και μύριζε*. Ο Μανούσακας δεν είχε νιώσει τόση λαχτάρα για γυναίκα. Άπλωσε την απαλάμη του γλυκά, σοφιλιαστά απάνω στον ώμο της. σ.77.

* Μυρουδιά γυναίκας.

..ένιωθε, στην αρχή με τρόμο, και σιγά σιγά με γλυκιά αναταραχή, την αντρίκια ζεστή μυρωδιά* να φεύγει από το ρασόμαλλο και να κατεβαίνει μαλακά, σιργουλευτά να πιάνει το κορμί της. σ.78.

*Μυρουδιά άντρα.

Πήγαινε ο καπετάν Πολυξίγκης, κι είχαν πετάξει δυο κόκκινα φτερά τα μηλίγγια του. Έτυχε, μαθές, και να ‘ναι απόψε γλυκιά η βραδιά, ησυχία, φύλλο δεν κουνιόταν, μοσκοβολούσε από τις αυλές των σπιτιών το απριλιάτικο τριαντάφυλλο κι είχαν καταβρέξει και τα πεζοδρόμια και μύριζε η γης. Και δεν έφτανε η χαρά ετούτη, μα σε λίγο ο σιορ Παρασκευάς θα τον σαπούνιζε, θα τον ξούριζε, θα του ‘ριχνε απ’ την καλή λεβάντα στα μαλλιά και θα ‘βγαινε αγνώριστος από το μπαρμπέρικο, είκοσι χρονών λεβέντης, και θα ‘παιρνε τα ισκιωμένα στενοσόκακα να ρίξει μια ματιά στους κουμπάρους του και στις φιλενάδες του.σ.91.

Μιλά ο μουεζίνης: Κι η βρώμα του ακόμα, μα τον Μουχαμέτη, μ` αρέσει. Όταν μπαίνω από του Λαζαρέτου την πόρτα και παίρνω βαθιάν αναπνιά και μυρίζουμε την καβαλίνα που αμολούν τα κρητικά γαϊδουράκια μας, η καρδιά μου γίνεται περιβόλι, θαρρείς και κοπρίζεται… Και δεν τη δίνω εγώ τη βρώμα ετούτη του Μεγάλου Κάστρου( το σημερινό Ηράκλειο) για όλα τα πατσουλιά του κόσμου, είναι μαθές, σαν να μυρίζουμε την αμασκάλη μου, για όλους βρωμάει, μα εμένα μου αρέσει! σ.93.

.. δεν έμενε μέσα στο χάος παρά ετούτο το ζωντανό πλάι του, το χλιαρό, το μυρωδάτο, το μοσκοτυλιμένο με πουκαμισάκια, με μεσοφόρια και φούστες, με κουμπιά και γιορντάνια, που το στόμα του μύριζε γλυκιά ζεστή ανθρωπίλα…σ.99.

Ο Καγιαμπής, σκέφτεται την γυναίκα του, που παντρεύτηκε μια βδομάδα πριν.

Σιγά σιγά συνήθισα να το τσούζω, δεν μπορούσα πια να ζήσω χωρίς τη μυρουδιά του κρασιού. σ.103.

Έπαιξαν λαχταριστά τα ρουθούνια της Εφεντίνας, άκουσε κάτω στη γης( στο υπόγειο του καπετάν Μιχάλη) τα ποτήρια να σκουντρούν, μύριζε ο αέρας λουκάνικο,..σ.110,.. ανέβαινε η μυρουδιά του λουκάνικου,..σ.111.

Αν δεν της δώσω να μυριστεί λεβάντα, θα πεθάνει,..είπε ο καπετάν Πολυξίγκης κι έβγαλε από το τσεπάκι του μεϊτανιού του ένα μποτιλάκι ανθόνερο, που κρατούσε πάντα, για να μυρίζει η στράτα που περνάει.. η Κερκέζα ως ένιωσε από πάνω της τη βαλαντωμένη ανάσα του αντρούς, και τη βαρβάτη μυρουδιά του, γλύκανε,..σ. 118.

..ένα αγιόκλημα είχε ανθίσει στου πασά το κιόσκι, στη μέση της πλατείας, κι όλοι στέκουνταν και μυρίζουνταν τον αέρα ζαλισμένοι από την τόση γλύκα.

-Τι είναι τούτο καλέ;

-Αγιόκλημα.

-Μήστητί μου Κύριε! σ. 122.

Αυτή η θεϊκή, γλυκιά μυρωδιά από το αγιόκλημα μου θυμίζει τη δύναμη των οσμών που κατά τον Ηράκλειτο ευφραίνουν τις ψυχές. Αι ψυχαί οσμώνται καθ’ Άιδην. Οι ψυχές οσφραίνονται στον Άδη.

..όλο το Μεγάλο Κάστρο έλαμψε φρεσκοπλυμένο, ξανανιωμένο, κι από τις αυλές ξεχύθηκε η μυρωδιά από το βροχοδαρμένο αγιόκλημα, τη μαντζουράνα και το βασιλικό. σ.162.

Η αυλή μας ξεχώριζε με την ομορφιά της σ` όλη τη γειτονιά. Το σχέδιο της ήταν γεωμετρικό με δύο αντικριστά τεταρτοκύκλια περιφραγμένα με χαμηλή μάντρα κτισμένη με δύο παράλληλα τοιχώματα ώστε ανάμεσα τους να μπορούν να φυτευτούν βιόλες- αγαπημένες του πατέρα- κρίνα, τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές και τα αγαπημένα της μάνας βασιλικοί, καρυοφύλλια, μαντζουράνες, αμπερόζες, βάρσαμοι, μαϊντανοί, μάραθα, αρισμαρί, δίκταμος,..στις άκρες αγιοκλήματα, γιασεμιά, ήλιοι, δειλινά,.. Είχε όλα τα μυρωδικά φυτά αλλά και 4 δέντρα: 2 βερυκοκιές, μια ρογδιά και μια μπουρνελιά. Η μπουρνελιά είχε σώσει με τα κλαδιά της, τον αδελφό μου από φοβερή πτώση και γι` αυτό την λέγαμε Άγια Μπουρνελιά. Ο αδελφός μου, αεικίνητος, πολύ ζωηρός, σήκωνε τον αητό στην ταράτσα και πηγαίνοντας πίσω- πίσω έπεσε στα κλαδιά της Άγιας Μπουρνελιάς. Μαλάκωσε η πτώση του αλλά παρ` όλα αυτά το κεφάλι του έκανε λάκο στο μαλακό χώμα δίπλα στο δέντρο. Χρόνια υπέφερε από πονοκεφάλους που με τον καιρό πέρασαν. Η κινητικότητα του όμως δεν μειώθηκε μέχρι σήμερα που έχει γίνει παππούς και ασκεί εδώ και δεκαετίες το επάγγελμα του Ιπποκράτη. Η αυλή μας έκλεινε με μια πόρτα μαντεμένια περίτεχνη, νεοκλασική ανάμεσα σε δύο ψηλές τετράγωνες παραστάδες με επίκρανα για τοποθέτηση μεγάλων γλαστρών. Η πόρτα αυτή ήταν έργο του παππού Γιαγκάκη. Η αυλή μας πάντα καθαρή και νοικοκυρεμένη ξεχείλιζε από ευωδίες, ο αέρας ήταν εύοσμος, διαυγής και πεντακάθαρος και αρωμάτιζε το σπίτι περνώντας από τη μεγάλη κεντρική πόρτα και τα δύο μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή.

,..θεοί και ανθρώποι, ακόνιζαν τα μαχαίρια να σκοτωθούν- και δεν έβλεπαν τη δροσερή θάλασσα που μύριζε σα ροδάκινο, μήτε τον ήλιο που άνθιζε κάθε πρωί στον ουρανό σα λιοτρόπι, μήτε τ` άστρα της νύχτας. σ.182.

Έσταζε το φεγγάρι, μοσκοβολούσε το αγιόκλημα και το γιασεμί, και μέσα από το περιβόλι του Νουρή κελαηδούσε ερωτευμένο, απελπισμένο, το αηδόνι. σ.184.

Οι νυχτερινές μυρωδιές και το νυχτερινό κελάηδημα του αηδονιού δεν αφήνουν τις ρομαντικές ψυχές να κοιμηθούν: Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες, Γ. Σεφέρης, Ελένη.

..χαμήλωσε ο ήλιος, κι έπεσε γιομάτο λαμπράτικες μυρωδιές το σκοτάδι απάνω στο Μεγαλόκαστρο,.. Κόντευαν τα μεσάνυχτα, χλιαρός και μυρωδάτος ήταν ο αέρας. σ.194.

..γέμισε το σπίτι ανάκατες μυρωδιές από ιδρωμένα αντρίκια κορμιά κι από κρέατα ψητά κι από τυρίλα. σ.211.

Έπεσε η νύχτα,..έκοψε μια φούχτα γιασεμί, το σκόρπισε στο μαξιλάρι του και κοιμήθηκε. σ.217.

Ο μερακλής Νουρήμπεης αδερφοποιτός του καπετάν Μιχάλη.

..μπροστά του σωρός με βαριόχνωτη μυρωδιά στοιβάζουνταν το κουρεμένο μαλλί. ( κούρεμα προβάτων, ή κουρά) σ.220.

..αναφρούμαζαν τα ρουθούνια του, γέμιζαν μόσκο, ένα μονοπάτι μυρωδιά ανοίγονταν μπροστά του και το παιρνε..Και στην άκρα της μυρωδιάς, δυο μικρές πατούσες που γιάλιζαν…σ.295.

..όλη μέρα σήμερα ιδροκοπούσε από τη στενοχώρια του και τώρα άχνιζε το κορμί του και μύριζε βαριά ανθρωπίλα. σ.310.

..πατούσαν τα σταφύλια, μεθυσμένοι από τη μυρωδιά του μούστου, με τα γένια και τα μαλλιά γεμάτα ρώγες και τσάμπουρα. σ.336.

..φάνηκε από το βαπόρι η Κρήτη. Ξημέρωνε. Ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τα βουνά, κι ο Κοσμάς,..ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της πατρίδας…Το Μεγάλο Κάστρο ασπρολογούσε στο πρωϊνό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. σ.443.

Ο Κοσμάς, πρωτανηψιός του καπετάν Μιχάλη, γυρίζει στην Κρήτη μετά από απουσία 20 ετών. Μαζί η γυναίκα του που πάει πρώτη φορά στην Κρήτη. Ο Rudyard Kipling,  Νόμπελ 1907, λέει ότι για να καταλάβεις μια ξένη χώρα πρέπει να έχεις εισπνεύσει τη μυρωδιά της. Εδώ , πλησιάζοντας στο Ηράκλειο, με το βαπόρι, ο νοτιάς φέρνει τα καλωσορίσματα στην ξένη κοπελιά με το άρωμα του θυμαριού.

..περιδιάβαζε όλη μέρα το λιμάνι και καμάρωνε, τα ξένα καΐκια, και χαίρουνταν να μυρίζεται τα κατράμια,.. σ.21. Βούιζε το λιμάνι, μύριζε σάπια λεμόνια, λάδι, κίτρα, χαρούπι. σ.447.

Μυρωδιές του λιμανιού, του αγαπημένου Γκούλε. Το καλοκαίρι κολύμπι, βουτιές και ψάρεμα στα μπλόκα.

Από την αυλή ανέβηκε η μυρωδιά του βασιλικού, η παμπάλαιη, που χε αρωματίσει όλη του τη νιότη. Ο βασιλικός, η μαντζουράνα, το καρυοφύλλι, το γιασεμί, παλιοί αγαπημένοι συντρόφοι, κι ο Κοσμάς ανάσαινε βαθιά. σ.457.

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ έγραψε ότι τίποτα δεν ζωντανεύει τα περασμένα, όσο οι μυρωδιές. Η μάνα μου η μαντζουράνα μου, πάντα είχε γλάστρες στην αυλή με μαντζουράνες, η θεία Αθήνα, αδελφή της μάνας, πάντα μ` ένα μεγάλο μυρωδάτο κλαδί βασιλικού στο χέρι, η μυρωδιά που ανέδιδε όμως ήταν της κανέλας γιατί μας έφτιαχνε σχεδόν κάθε μέρα μεγάλα, μυρωδάτα, αφράτα με μπόλικη κανέλα, καλιτσούνια. Η γιαγιά μου η ανωγειανή, Ζουμπουλιά Ντακανάλε- Σαλούστρο αγαπούσε το καρυοφύλλι και την λεπτή του μυρωδιά. Το γιασεμί το λάτρευαν όλοι. Αξέχαστα τα αυτοσχέδια πυκνά μπουκετάκια γιασεμιού. Το καθένα γιασεμάκι πάνω σ` ένα βελονάκι, έλεγε η γιαγιά, στα κοριτσάκια της γειτονιάς, φίλες της αδελφής μου. Έκοβαν φουντίτσες πευκοβελόνες και σε κάθε μία πευκοβελόνα περνούσαν ένα γιασεμάκι. Το κάθε κοριτσάκι έκανε ένα μοσχοβολιστό μικρό, πυκνό μπουκετάκι και το πήγαινε χαρούμενο στη μαμά του. Ηράκλειο, δεκαετία 1960.

Άπλωσε το χέρι και χάδεψε ανάλαφρα τα χυμένα μαλλιά.. από το ακρανοιγμένο στόμα της ανέβαινε η ανάσα της ζεστή και μύριζε γαρούφαλο. σ 459.

..ένας μαλλιαρός άντρακλας με δυο τυριά στον ντορβά κι ένα σφαμένο αρνί στην αμασκάλη δρασκέλισε το κατώφλι και στάθηκε στη μέση της αυλής. Είχε ανοιχτά τα τριχωτά στήθια του, μύριζε φασκομηλιά και τράγο. σ. 463.

..ήταν ένας βοσκάνθρωπος, αγριομούτσουνος και κασογόνατος, που μύριζε τυρί και τραγίλα κι είχε όλα τα λασηθιώτικα βουνά στους ορισμούς του. σ.209.

..βοσκοί και μύριζαν ιδρωτίλα, βαρβατίλα και θυμάρι. σ.340.

Ό μαλλιαρός αυτός αγριομούτσουνος άντρακλας που μύριζε τράγο παραπέμπει στον τραγοπόδαρο δασύτριχο Πάνα.

..είχαν αφήσει το παράθυρο ανοιχτό κι έμπαινε η αναπνοή της νύχτας, φορτωμένη βασιλικό και μαντζουράνα.σ.469.

Η μεγάλη αγάπη για το βασιλικό εκφράζεται τέλεια από την παροιμία: Βασιλικέ κι αν μαραθείς, τη μυρωδιά σου την κρατείς.

..τώρα περπατάει στα χώματα της( Κρήτης), ανοίγουν τα πλεμόνια του και παίρνουν μέσα τους το θυμάρι και τη θρούμπα της.σ.472.

Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας το με λέξεις, τ' όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ' όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ' άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας· μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματα μας και συνάμα άρχιζαν ν' ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες· οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους Χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού. Νίκος Καζαντζάκης, η αρχή του προλόγου του «καπετάν Μιχάλη».

-Ο Καπετάν Μιχάλης είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του συγγραφέα και έχει μεταφραστεί σε 28 γλώσσες. Τα γεγονότα αναφέρονται στον ξεσηκωμό του 1889. Κεντρικός ήρωας είναι ο καπετάν Μιχάλης που μένει ασυμβίβαστος, επιθετικός, απρόσιτος, αγέλαστος, άγριος, ανυπόταχτος, στιφύς, μαυροντυμένος και αξύριστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Απεχθάνεται τα πατσουλιά, τις λεβάντες, τις μυρωδιές και ότι μπορεί να τον αλλαξοδρομίσει από το σκοπό του που είναι η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους.

Ο τόπος δράσης είναι κυρίως το σημερινό Ηράκλειο που ο Καζαντζάκης το αναφέρει με τ` όνομα Μεγάλο Κάστρο.



Κ.Ν.Μ.Καζαμιάκης - Αρχιτέκτων, Ιστορικός Αρχιτεκτονικής, Ιστορικός Τέχνης.



**Αφιερωμένο στα αγαπημένα μου αδέλφια, Βαγγέλη και Καιτούλα που μεγαλώσαμε σε μια μυρωδάτη αυλή στο Μεγάλο Κάστρο με την άγια φροντίδα των αξέχαστων γονιών μας , την προστασία των ανίκητων μπεντενιών, διαβάζοντας τα βιβλία του γείτονα μας Νίκου Καζαντζάκη.


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *