γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Ο ουρανός είχε πάρει ένα αιμάτινο
κόκκινο χρώμα. Ο ορίζοντας φλεγόταν και είχε βάψει τα πάντα, αλλάζοντάς τα. Τα
πράσινα των δέντρων δεν ήταν πια πράσινα, τα γαλάζια της μεσσηνιακής θάλασσας
δεν ήταν πια μπλε και τα κεραμίδια των σπιτιών που φύτρωναν ανάμεσα στα δέντρα
σκούρυναν και βάθυναν τόσο που σε λίγο θα χάνονταν από το τοπίο.
Κρύωνε λίγο, το δέρμα της είχε
κοκκινίσει και μόνο χάρη στις κρέμες ίσα που ανεχόταν τα ρούχα. Επεφτε το βράδυ
και η δροσιά την ανάγκασε για άλλη μια φορά να ρίξει στους ζεστούς από τον ήλιο
και το αλάτι ώμους της ένα λινό πλεκτό. Στα δέντρα του ελαιώνα που
περιστοίχιζαν το σπίτι γρύλοι προσπαθούσαν να τη νανουρίσουν.
«Δυόμισι ώρες κολύμπησες σήμερα»,
ψιθύριζαν, «κουράστηκες τόσο, πήγαινε να κοιμηθείς». Αλλά δεν ήθελε να
κοιμηθεί. Ηθελε να μείνει εκεί, για όσο άντεχε, ώσπου να μην μπορεί να κρατήσει
τα μάτια της άλλο. Μετά θα πήγαινε για ύπνο.
Εσβησε το φως στη βεράντα και
άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί πέρα, στη θάλασσα, στο νησί απέναντι από τη
στεριά. Ρυθμικά, ένας φάρος άναβε και έσβηνε. Ο όγκος του και αυτοί των νησίδων
που τον περιστοίχιζαν ίσα που διακρίνονταν μέσα στο νερό. Οσο σκοτείνιαζε όλα
μίκραιναν, τα νησιά, η θάλασσα, οι αποστάσεις. Μόνο τα όνειρα -και οι ελπίδες-
μεγάλωναν. Κι ας ήξερε στο βάθος, τίποτα από τα δυο δεν είναι ασφαλές.
Αν άφηνε τη φαντασία της να
τρέξει λίγο, όπως τότε που ήταν πολύ μικρή και δεν υπήρχαν όρια, θα σηκωνόταν
από την πορτοκαλί πολυθρόνα σκηνοθέτη, έτσι με τη νυχτικιά, το πλεκτό και τις
σαγιονάρες της, θα περπατούσε προς το κόκκινο γεράνι του κήπου, μετά με δυο
δρασκελιές θα έφτανε στην ακτή. Μερικά βήματα μετά θα έφτανε σ’ εκείνο τον
φάρο. Από εκεί θα έκανε σήμα στο πρώτο πλοίο να στείλει τη βάρκα του να την
πάρει και να την πάει αλλού. Το πού, ούτε που ήθελε να το ομολογήσει.
Καλοκαίρι, Ιούλιος, νυχτερινό
τοπίο σε μια γωνιά που ηχεί και μυρίζει Ελλάδα. Ομοιο με τόσα άλλα και
διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Ολο κάτι να θυμίζει και τίποτα να μην είναι
ίδιο. Η άμμος, τα βότσαλα, τα νερά, το σχήμα των δέντρων και το άρωμα από τον
φλόμο και τα θυμάρια.
Εκλεισε τα μάτια της, το όνειρο
έγινε ακόμη πιο αληθινό. Αλλά πού να το πει; Κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό.
Σκούρος, σκοτεινός. Δεν υπήρχαν φώτα γύρω και μπορούσε να διακρίνει νεφελώματα
και μερικές συστάδες αστεριών, που ήξερε ότι πια μπορεί να είχαν πεθάνει. Και
ας ήταν τόσο όμορφα.
Νύσταζε, αλλά δεν ήθελε να πάει
μέσα. Αν μπορούσε θα σκεπαζόταν με κάτι εκεί, θα άπλωνε τα πόδια της σε μια
άλλη πολυθρόνα και θα περίμενε το ξημέρωμα. Ηθελε τόσο να δει την ανατολή, να
ακούσει το πρώτο πρωινό κοκόρι, να την ζεστάνει το πρώτο φως.
Μετά θα έφτιαχνε ζεστό καφέ και
θα περίμενε να ξημερώσει, να γεννηθεί μια καινούργια μέρα.
Αλλά ήξερε ότι θα προηγούνταν μια
μεγάλη νύχτα και φοβόταν ότι δεν άντεχε να την περάσει εκεί. Πόσο ρεμβασμό να
αντέξει ένας άνθρωπος; Και πόση αλήθεια μετά;
Ξανάκλεισε τα μάτια της και χωρίς
να το καταλάβει άρχισε να ανασυνθέτει τη μέρα που πέρασε, την εβδομάδα, τους
μήνες. Ολα συμπυκνώνονταν σε μια καλοκαιρινή μέρα, στο κάψιμο του ήλιου στους
ώμους, στη μυρωδιά του δέρματος μετά το θαλάσσιο μπάνιο. Αρμύρα, ιώδιο,
αντηλιακή κρέμα και βρεγμένα μαλλιά.
Ξανάνοιξε τα μάτια. Στο νησί
απέναντι ο φάρος άναβε και έσβηνε στον ίδιο ρυθμό, η νύχτα γινόταν πιο σκοτεινή
και τα αστέρια έλαμπαν πιο δυνατά. Ηταν μάταιο να προσπαθεί. Αυτό που είχε
σημασία εκείνη τη νύχτα ήταν εκείνη η νύχτα. Τίποτα άλλο. Και αποφάσισε να
αφήσει την ελπίδα να τραφεί. Με ό,τι μπορούσε να προσφέρει εκείνη η νύχτα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου