γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα.
Καλά έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και αποδέχτηκε την «πρόσκληση σε γεύμα» από
τον Ταγίπ Ερντογάν. Αλλωστε, από την τελευταία τους συνάντησή έχουν περάσει 18
μήνες και έχουν μεσολαβήσει πολλά γεγονότα. Και μόνον ο πόλεμος στην Ουκρανία
αποτελεί καλή δικαιολογία.
Βεβαίως, υπάρχουν σοβαρές
ενστάσεις για τη χρησιμότητα τέτοιων συναντήσεων και η προϊστορία τους δεν
είναι καλή, αν συνυπολογίσουμε ότι η Τουρκία πάντα έβρισκε αφορμές και
κλιμάκωνε την ένταση στο Αιγαίο και, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, στην
ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, υπάρχει ο προβληματισμός αν τώρα είναι η κατάλληλη
στιγμή για νέα συνάντηση, καθώς η Τουρκία ευνοείται από τη συγκυρία (τη
χρειάζονται τόσο η Δύση όσο και η Ρωσία) και μπορεί να θέσει στο τραπέζι «επικίνδυνα»
θέματα, που θα δυσκολέψουν την Ελλάδα, η οποία δεν θέλει «ανοιχτεί» στο πλήθος
των «διαφορών» που θέλει η Τουρκία.
Καθώς ουδείς είναι σε θέση να
προβλέψει πώς θα εξελιχθεί και (αν) θα κλείσει το «ουκρανικό», φλέγον ζήτημα
αποτελεί το ενεργειακό. Είναι μεν πολύ νωρίς για να πούμε αν και πώς μπορεί να
έρθει ξανά στο προσκήνιο η υπόθεση των υδρογονανθράκων της ανατολικής
Μεσογείου. Μπορεί, αν η Ευρωπαϊκή Ενωση δει ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα
παραμείνουν εσαεί υψηλές. Αλλά ενδέχεται αυτό να αποτελέσει αφορμή νέων
εντάσεων, να αναδιατάξει γνωστές συμμαχίες και η Τουρκία να επιδιώξει να μπει
το παιχνίδι με αυξημένες αξιώσεις, που θα ‘ρθουν σε ευθεία αντίθεση με θέσεις
της Ελλάδας. Ηδη η προσπάθεια να ανοίξουν δίαυλοι επικοινωνίας της Τουρκίας με
το Ισραήλ ενδέχεται να αλλάξει κάποια γνωστά μέχρι τώρα δεδομένα και συμμαχίες,
αν και είναι πολύ πρόωρο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Όπως και να έχουν τα πράγματα,
καλό είναι να γνωρίζουμε τι λένε τώρα οι Τούρκοι, αν λένε κάτι διαφορετικό από
τα γνωστά. Από αυτή τη σκοπιά η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν χρήσιμη είναι,
έστω κι αν δεν απέδωσε κάτι χειροπιαστό, άλλωστε ουδείς περίμενε κάτι τέτοιο.
Σ’ αυτή τη φάση οι δύο χώρες
κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος ως προς τις διεθνείς συμμαχίες τους. Η
Ελλάδα παραμένει πιστός φίλος της Δύσης, όπως ήταν πάντα, με εξάρσεις και
υφέσεις στη σχέση τους, λόγω εθνικών θεμάτων. Με αφορμή την εισβολή στην
Ουκρανία, ο κ. Μητσοτάκης δεν επιβεβαίωσε απλώς την προθυμία να καταγραφεί
στους πολύ πιστούς της Δύσης, αλλά επέδειξε και αχρείαστη βιασύνη να καταγραφεί
στις εχθρικές για τη Ρωσία χώρες, με την πομπώδη ανακοίνωση ότι στέλνει
πολεμικό υλικό στην Ουκρανία.
Η Τουρκία από την άλλη, πέρα από
το ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου» που παίζει για άλλη μια φορά, επιδιώκει να
καταγραφεί στους σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες. Ο κ. Ερντογάν καταφέρνει
να «ντριπλάρει» επιδέξια στο διεθνή στίβο, ενθυμούμενος ενίοτε τον παλιό
ποδοσφαιρικό εαυτό του.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι ασφαλώς
ευπρόσδεκτη η «μείωση της έντασης», η οποία προβάλλεται ως πρώτο αποτέλεσμα της
συνάντησης. Δεν είναι μόνο ότι δεν χρειαζόμαστε άλλη εστία έντασης στην
ευρύτερη περιοχή μας. Είναι ότι έρχεται καλοκαίρι και οι προσδοκίες από τον
τουρισμό μεγάλες. Το επόμενο βήμα είναι η συνάντηση στρατιωτικών κλιμακίων των
δύο χωρών τον Απρίλιο στην Αγκυρα, για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Αν
πάει καλά, θα μπορούμε να μιλάμε για κάποια πρόοδο προς την κατεύθυνση μιας
περαιτέρω συνεννόησης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της
τουρκικής προεδρίας, ο Ερντογάν ανέφερε τα βήματα που έχει κάνει η Τουρκία, για
να γυρίσει νέα σελίδα στις διμερείς σχέσεις. Δεν ξέρουμε ποια βήματα εννοεί ο
Ερντογάν και, κυρίως, αν το συμμερίζεται αυτό κ. Μητσοτάκης.
Το σημαντικότερο ερώτημα είναι αν
το «ουκρανικό» μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο-και ποιόν- στα ελληνοτουρκικά.
Είναι, άραγε, η ελληνική προσδοκία ότι δεν μπορεί να υπάρχει άλλη μια εστία
έντασης στην περιοχή μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης;
Πρέπει να συμφωνήσει και ο κ. Ερντογάν σ’ αυτό. Στην πράξη, όχι στα λόγια.
Επίσης, δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς αποτιμά ο Ερντογάν τα μέχρι στιγμής
αποτελέσματα της στάσης της χώρας του στον πόλεμο της Ουκρανίας. Προσδοκά κάτι
από αυτήν; Τι και σε ποιον τομέα;
Οι εικόνες από τη χτεσινή
συνάντηση-και η περίφημη «γλώσσα του σώματος»- έδειξαν μια εκατέρωθεν αμηχανία.
Μπορεί να πέρασε στη διάρκεια του γεύματος. Η εκατέρωθεν ανακοινώσεις εστιάζουν
στο «καλό κλίμα». Είναι πολύ πρόωρο να πούμε αν σημαίνει κάτι παραπάνω.
Πιθανότατα όχι.
Εντέλει, στο ερώτημα αν η κρίση
στην Ουκρανία «τους έφερε πιο κοντά;», η ευπρόσδεκτη απάντηση θα ήταν «γιαβάς
γιαβάς» (σιγά σιγά) και όχι «γιαγνίς ολντού» (λάθος έγινε), στη γλώσσα των
γειτόνων…