της Δήμητρας Μπέη
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και
κάθε εκτεταμένη πολεμική σύγκρουση που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα η
ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ένα εργαλείο επαναπροσδιορισμού ενός διεθνούς
συστήματος που βρίσκεται σε κρίση. Μια αναδιανομή στην παγκόσμια σκακιέρα που
βοηθάει τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ να τοποθετήσουν την ηγεμονία τους σε
ένα «καθαρό» πεδίο, προετοιμαζόμενες για έναν νέο γύρο πολιτικής, οικονομικής
και κοινωνικής «μόλυνσης». Μετά τον Β’ΠΠ, αυτός ο επαναπροσδιορισμός
στοιχειοθετήθηκε στον διαμοιρασμό μεταξύ των επικρατουσών δυνάμεων των εδαφών,
δημιουργώντας στοχευμένες σφαίρες επιρροής, με την σιωπηρή συναίνεση να μην
υπάρξουν επεμβάσεις του καθενός στην εκάστοτε σφαίρα επιρροής του άλλου μέχρι
τουλάχιστον, όπως δείχνει η ιστορία, μια δύναμη (και το κεφάλαιό της) να
επανακάμψει σε τέτοιο βαθμό που να συνεχίσει τα επεκτατικά της σχέδια. Γιατί
μπορεί μεν «το κεφάλαιο να μην έχει πατρίδα», αλλά χρειάζεται ένα ταυτοτικό αν
όχι εθνικιστικό αφήγημα από το οποίο θα αντλήσει τη νομιμοποίησή του για να
προχωρήσει σε έναν ακόμα κύκλο συσσώρευσης.
Το πιο χαρακτηριστικό, αν και όχι
τόσο οφθαλμοφανές παράδειγμα, είναι αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι
προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών για μια ενωμένη Ευρώπη με την προβολή του
επιχειρήματος αποτροπής ενός νέου πολέμου στα ευρωπαϊκά εδάφη, αρχικά σε
οικονομικό και έπειτα σε πολιτικό επίπεδο, δεν ήταν παρά μια μεθοδευμένη κίνηση
του αμερικανικού κεφαλαίου για την ανάδειξη μια νέας αγοράς στην οποία οι
αμερικανικές επιχειρήσεις θα έβρισκαν πρόθυμους αγοραστές. Αυτό αναδεικνύεται
από την ενεργή συμμετοχή Αμερικάνων γραφειοκρατών στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών
θεσμών, από το ρόλο του Μονέ, κοσμοπολίτη και φιλοαμερικάνου τεχνοκράτη με
μεγάλο ιστορικό συνεργασίας με τις αμερικάνικές ελίτ, καθώς και το Σχέδιο
Μάρσαλ που προετοίμασαν το έδαφος, αφενός με την άμβλυνση των σχέσεων Γαλλίας –
Γερμανίας με τη δημιουργία της Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 και την
προσάρτηση της γερμανικής βιομηχανίας στον δυτικό άξονα υπό την ομπρέλα των
ΗΠΑ, αφετέρου με τη δημιουργία ενός θεσμικού και τεχνοκρατικού περιβάλλοντος
που θα άνοιγε τον δρόμο για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Μια προοπτική του Ψυχρού Πολέμου,
τουλάχιστον σε εμβρυικό στάδιο, ήταν ακριβώς η εκδήλωση αυτής της αμερικανικής
κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά εδάφη, με την απαίτηση των ΗΠΑ η
ευρωπαϊκή παραγωγή να προσαρμοστεί στο δολάριο και την αντίδραση της Σοβιετικής
Ένωσης όσον αφορά τουλάχιστον τα εδάφη που της είχαν παραχωρηθεί. Και λέμε σε
εμβρυικό στάδιο γιατί ήταν η μετέπειτα κοινωνικοπολιτική τροπή του Ψυχρού
Πολέμου, που φρέναρε σε μεγάλο βαθμό την ακραία αντίδραση των ΗΠΑ, παρά τις
επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί σε πολιτικό επίπεδο, απέναντι στη δημιουργία
της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης η οποία έθετε υπό αμφισβήτηση το αμερικανικό
δολάριο, παρά τις εγχώριες παθογένειες που μπορεί να έφερε σε ζητήματα
ασυμμετρίας. Η νομισματική ανεξαρτησία της Ευρώπης δεν θεωρήθηκε εμπόδιο
αξεπέραστο από την αμερικανική πλευρά μιας και εξακολουθούσε να επικρατεί μια
γενική εμπορική και στρατιωτική εξάρτηση της πλειοψηφίας των παραδοσιακών
φιλοδυτικών κρατών της Ευρώπης στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Το αφήγημα εξάλλου του
Σοβιετικού εχθρού αρκούσε για να σταθεροποιηθεί ως ένα βαθμό το διεθνές σύστημα
και δεν υπήρχε χώρος για επιπλέον αντιπαλότητες αλλά για συμμαχίες, έστω και
ανισομερείς.
Το πρόβλημα επήλθε μετά το τέλος
του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί μεν το κεφάλαιο να παγκοσμιοποιήθηκε, αλλά το
αφήγημα που θα το υποστήριζε κατέρρευσε. Οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν,
τουλάχιστον στη Δύση, αφήνοντας το διεθνές σύστημα ακέφαλο ηγεμονίας, δίνοντας
τον απαραίτητο χώρο σε άλλες δυνάμεις να αναδειχθούν. Σε παγκόσμιο επίπεδο
είναι εμφανής η ύπαρξη δύο στρατοπέδων, ένα στη Δύση και ένα στην Ανατολή. Η
πραγματικότητα ωστόσο αναδεικνύει μια εσωτερική δυτική αντιπαλότητα ανάμεσα
στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Μια σειρά από γεγονότα μαρτυρούν την αυξανόμενη επιθυμία
της ΕΕ και κυρίως των πιο κυρίαρχων κρατών της όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να
βάλουν φρένο στην αναζωογόνηση της αμερικανικής επιρροής στην ήπειρο.
Το 2018, επί Προεδρίας Τραμπ, οι
ΗΠΑ αποσύρθηκαν από την Συμφωνία για τα πυρηνικά του 1987 με το πρόσχημα ότι η
Ρωσία παραβίαζε διατάξεις της μέσα από την ανάπτυξη νέων πυραύλων. Αυτή η πράξη
θα μπορούσε εύκολα να αποδοθεί στον εριστικό χαρακτήρα του Προέδρου Τραμπ και
της πολιτικής απομόνωσης των ΗΠΑ που ακολουθήθηκε υπό την Προεδρία του. Ωστόσο
κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ευσταθεί μιας και μόλις τον Νοέμβριο του 2020, οι
ΗΠΑ ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους και από την Open Skies Treaty, που τέθηκε σε
εφαρμογή το 2002 και ήταν αποτέλεσμα της μεταψυχροπολεμικής διπλωματίας. Η
Συνθήκη αφορά την πρόσβαση της πολεμικής αεροπορίας ενός κράτους στον εναέριο
χώρο ενός άλλου με σκοπό τον έλεγχο για τυχόν ανάπτυξη στρατιωτικών
επιχειρήσεων στα εδάφη του πρώτου. Στις 15 Ιανουαρίου και η Ρωσία αποχώρησε από
τη Συνθήκη, με αποτέλεσμα την όξυνση ενός ήδη τεταμένου κλίματος που συνέχισε ο
Τραμπ και κορύφωσε ο Μπάιντεν. Το αξιοσημείωτο σε αυτά τα γεγονότα ωστόσο είναι
η παντελής απουσία της ΕΕ στον δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε, σχετικά με τις
συνέπειες αυτών των αποφάσεων, υποδηλώνοντας τη βαθιά πεποίθηση των Αμερικανών
ότι η ΕΕ αποτελεί σε κάθε περίπτωση το πειθήνιο ανδρείκελό τους στην ευρωπαϊκή
ήπειρο. Μια πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στη δημιουργία ενός εχθρού
(Κίνα-Ρωσία) που θα νομιμοποιήσει τις επιχειρησιακές τους βλέψεις στην Ευρώπη
όπως για παράδειγμα στο Κόσοβο και το πρόσφατο αίτημά του για ένταξη στο ΝΑΤΟ,
αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου όπως στην περίπτωση της Λιβύης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα
πράγματα ίσως να μην είναι τόσο τακτοποιημένα όσο φαντάζεται η αμερικανική
ηγεσία. Ήδη από την πρόσφατη ομιλία του που αφορούσε τη Γαλλική Προεδρία στην
ΕΕ, ο Μακρόν πήρε αποστάσεις από το NATO, κάνοντας λόγο για την ανάπτυξη των
στρατιωτικών δυνάμεων της Ευρώπης, ενώ και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία,
επανέλαβε την ανάγκη για μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή στρατιωτική ισχύ αλλά και για
ενεργειακή αυτονομία. Αυτές οι νύξεις αφορούσαν προφανώς την στρατιωτική
εξάρτηση από το NATO και αφετέρου την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία
αλλά και από τις ΗΠΑ, οι οποίες υποσχέθηκαν να αντικαταστήσουν τη Ρωσία ως
πάροχο φυσικού αερίου μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή και η
Γερμανία επιλέγει για πρώτη φορά μεταπολεμικά να ενισχυθεί στρατιωτικά, ενώ
παίρνει αποστάσεις από το εμπάργκο των ΗΠΑ απέναντι στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Φυσικά αυτές οι επιλογές δεν προδίδουν μια επαναστατημένη Ευρώπη που
εναντιώνεται στον αμερικανικό ζυγό, για τις οποίες κατ’ επέκταση θα πρέπει να
είμαστε περήφανοι σαν Ευρωπαίοι πολίτες μιας και αποσκοπούν στο γενικότερο καλό
της ΕΕ.
Πίσω από αυτές τις αποφάσεις
υποκρύπτονται τα ευρωπαϊκά επιχειρηματικά συμφέροντα που είχαν την ευκαιρία να
επικρατήσουν στην παγκόσμια οικονομία, μέσα από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές
πολιτικές που ακολούθησαν συγκεκριμένα ισχυρά Κ-μ, με πιο σημαντικά τη Γερμανία
και τη Γαλλία. Η κρίση του 2008 απλά επισφράγισε την ηγεμονία τους, και
ιδιαιτέρως της Γερμανίας, σε βάρος μιας ευρωπαϊκής περιφέρειας που μέχρι σήμερα
ακολουθεί τυφλά. Αυτό που συντελείται αυτή τη στιγμή στο εσωτερικό της ΕΕ είναι
μια μάχη ισχύος μεταξύ των δύο τελευταίων για το ποια θα αναλάβει τα ηνία
ολόκληρης της Ένωσης στην επικείμενη σύγκρουσή της με τις ΗΠΑ. Από την μία
πλευρά έχουμε την πολεμική βιομηχανία της Γαλλίας που διεκδικεί την
πρωτοκαθεδρία σε έναν μελλοντικό στρατιωτικό πυλώνα της ΕΕ. Από την άλλη
υπάρχει η ισχυρή οικονομία της Γερμανίας που στηρίχθηκε αφενός στο εμπόριο με
τρίτες χώρες και αφετέρου σε ένα κραταιό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έχουμε
αφενός ενεργειακά λόμπι που βασίζονται στην πυρηνική ενέργεια στην Γαλλία και
άλλα που βασίζονται στα ορυκτά στην Γερμανία, με τα δύο να συμπορεύονται μόνο
στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού Πράσινου Συμφώνου, που προφανώς τα εξυπηρετεί
μιας και προωθεί την ενεργειακή ανεξαρτησία της ΕΕ.
Για την ΕΕ, η αρχή του τέλους
ήρθε με την έξοδο του ΗΒ. Από εκείνη τη στιγμή, οποιοδήποτε αφήγημα περί
«ενωμένης» Ευρώπης έπαψε να υφίσταται. Το ΗΒ επέλεξε να συνταχθεί με την πλευρά
των ΗΠΑ στην κούρσα ηγεμονίας που είχε ξεκινήσει ήδη από τότε, όπως απέδειξε
και η Συμφωνία AUKUS. Οι ΗΠΑ επιδίδονται τα τελευταία χρόνια, ήδη από την
Προεδρία Τραμπ σε σπασμωδικές κινήσεις. Αντίθετα οι ισχυρές χώρες στο εσωτερικό
της ΕΕ, αν και ακολουθούν τις εξελίξεις όπως διαμορφώνονται από τους
παραδοσιακούς παίκτες, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, δεν φαίνονται να
έχουν πια την διάθεση να παραμείνουν το φερέφωνο κανενός. Το μερίδιο της
Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία ανέρχεται (σε επίπεδα προ πανδημίας) κοντά στο
17% ενώ αποτελεί και τον μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο, με ποσοστό υψηλότερο
και από αυτό των ΗΠΑ και της Κίνας. Το ουσιαστικό διακύβευμα αυτού που
συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι ο οικονομικός έλεγχός της
και ο κατακερματισμός της σε οικονομικά μερίδια για τα κάθε «εθνικότητος»
κεφάλαια, που θα επικοινωνηθεί για ακόμη μια φορά ως πολιτικός έλεγχος, με
θύματα όχι μόνο τον λαό της Ουκρανίας, αλλά και εμάς τους υπόλοιπους που
παρατηρούμε αμέτοχοι (ξανά).
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου