Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Το παλιό σημειωματάριο

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Οταν ήταν μικρή ήθελε να είναι πολύ ψηλή, λεπτή και να έχει ολόισια κατακόκκινα μαλλιά, κι όταν φυσάει να μοιάζουν με μανιασμένες φλόγες. Της άρεσε το όνομα Λεμονιά, γιατί αγαπούσε τη φρεσκάδα από το άρωμα των λουλουδιών της, αλλά και εκείνο που μένει στα χέρια όταν ξύσεις λίγο τη φλούδα του ευλογημένου καρπού του. Σκεφτόταν ότι μαζί με το όνομα θα την περιέβαλλε κι εκείνη η ζωογόνα μυρωδιά. Αλλωστε τι άλλο είμαστε από το όνομά μας; Εμείς δεν το περιγράφουμε; Δεν παίρνουμε τα χαρακτηριστικά του;

 

Ηθελε επίσης να καταφέρει να κάνει πολλά, πάρα πολλά ταξίδια, να γνωρίσει ανθρώπους και μέρη και να μάθει όσα πράγματα μπορεί να χωρέσει το μυαλό. Να καταλάβει τι είναι οι άνθρωποι και πώς μπορούν την ώρα που είναι τόσο μικροί και αδύναμοι να κάνουν κάτι πραγματικά σπουδαίο και μεγάλο, δίνοντας ελπίδα και χαρά και ζωή σε άλλους ανθρώπους. Αλλά και πώς γίνεται κάποιοι που ήταν μεγάλοι και δυνατοί να φερθούν σαν ό,τι πιο ταπεινό και βρόμικο και αισχρό, χρησιμοποιώντας τα μέσα τους, τους άλλους ανθρώπους, τα πάντα γύρω τους σαν κάτι ασήμαντο και ευτελές, σαν εμπόδιο στη «μεγαλοσύνη» τους.

 

 

Καθώς περνούσαν τα χρόνια κατάλαβε ότι οι επιθυμίες τις περισσότερες φορές είναι ένα παραπλανητικό παιχνίδι του μυαλού, που μερικές φορές σε βάζει σε μια παράλογη κούρσα να προσπαθήσεις να γίνεις κάτι που δεν είσαι και να χάσεις τη δική σου ουσία, αυτό που έχεις και πρέπει να αναδείξεις και να χρησιμοποιήσεις όσο καλύτερα μπορείς.

 

Ευτυχώς, γρήγορα κατάλαβε ότι μερικά πράγματα είναι πέρα από τον έλεγχό σου: γεννήθηκε με ίσια καστανά μαλλιά που στην εφηβεία αποφάσισαν να αλλάξουν: κατσαρές τούφες έφευγαν δεξιά και αριστερά, έπεφταν στα μάτια της και έκαναν κόμπους όταν μάκραιναν πολύ. Το χρώμα τους από πολύ πολύ νωρίς άρχισε να χάνεται -αιτία: η κληρονομικότητα από τον μπαμπά, που στα 40 του είχε σχεδόν κάτασπρο κεφάλι- και πια το φυσικό της χρώμα το βλέπει μόνο σε παλιές φωτογραφίες. Το όνομά της, το όνομα της γιαγιάς, δεν θα το άλλαζε με τίποτα. Και όσο για τα ταξίδια, λίγα αυτά, το πήρε απόφαση: πολλά μάλλον δεν θα γίνονταν ποτέ. Υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα τόσο έξω από τον έλεγχό της…

 

Το πιο παράξενο ήταν ότι όλα αυτά τα σκεφτόταν γράφοντας. Σε εκείνο το σημειωματάριο που κουβαλούσε σχεδόν παντού και πάντα τα τελευταία 2-3 χρόνια. Μέσα στην τσάντα της, στο γραφείο, στις διακοπές, στο κομοδίνο, στο σαλόνι, στη βόλτα. Το σκληρό μαύρο εξώφυλλό του με τα μεταλλικά σχέδια είχε αρχίσει να φθείρεται. Το ένιωθε στην αφή, η εξωτερική μεμβράνη του σε λίγο θα άρχιζε να ξεφλουδίζει… Και οι σελίδες του τελείωναν. Σαν να είχαν βαρύνει από το μελάνι. Είχαν γεμίσει με όσα δεν τόλμησε να πει εκεί που έπρεπε να τα πει, με όσα της έφεραν μεγάλη χαρά ή απέραντη λύπη. Μικρές ελπίδες, μεγάλες απογοητεύσεις, μερικά όνειρα και κραυγές αγωνίας που δεν μπορούσε να εκστομίσει. Αλλού ωραία καθαρά γράμματα κι αλλού τρεμάμενες λέξεις. Οταν θα γέμιζε όλο, είχε ήδη τη γωνιά του που το περίμενε.

 

Οσο πλησίαζε στην τελευταία σελίδα, φοβόταν λίγο. Τι θα έγραφε εκεί; Και πώς θα ήταν το νέο της σημειωματάριο; Με τι θα γέμιζε; Ηθελε η πρώτη εγγραφή να περιγράφει μια μεγάλη χαρά. Αυτό χρειαζόταν τώρα. Ενα καλό νέο, κάτι που να πάρει από πάνω της το βάρος των ημερών. Ποιος ήξερε;

 

Πήγε στο ντουλάπι και έψαξε τα αγορασμένα ή δωρισμένα σημειωματάρια. Τα περιεργάστηκε λίγο. Το ένα ήταν πολύ όμορφο, αλλά κάπως βαρύ, το άλλο πολύ βολικού σχήματος και μεγέθους. Ενα έμοιαζε με σχολικό τετράδιο. Ποιο θα έπαιρνε σειρά; Δεν ήξερε και κάπως δείλιασε να αποφασίσει. Μπορεί να ήταν και ένα εντελώς καινούργιο. Θα ερχόταν σύντομα αυτή η ώρα και η αρχή θα γινόταν αναπόφευκτα.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *