γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι έπειτα το
χούι. Αληθεύει ο έμπειρος λαϊκός λόγος. Είναι ακατανίκητο, λόγου χάρη, το χούι
μας να χωριζόμαστε στα δύο, με χάσμα μέγα ανάμεσά μας, όποιο θέμα κι αν μας
απασχολεί, μείζον ή σχεδόν ασήμαντο. Διεθνές ή δικό μας. Πολιτικό, εκπαιδευτικό,
θρησκευτικό, καλλιτεχνικό, αθλητικό. Σαν ν’ ακούγεται παντού εκείνο το
απειλητικό «τι ομάδα είσαι ρε;». Θαρρείς και είναι νομοτελειακό να ανήκουμε
όλοι σε ομάδες, φατρίες ή κόμματα. Θαρρείς και είναι υποχρεωτικό να μην έχουμε
δική μας φωνή, αλλά να δανειζόμαστε τη φωνή του όποιου κυρίου ή αρχηγού μας.
Θαρρείς και απαγορεύεται να είσαι πολίτης αδέσποτος και αυτόνομος, χωρίς να
υπάγεσαι σε κάποιον.
Μπορεί να δηλώνουμε αντίπαλοι της
νοοτροπίας του κομματισμού, κι ωστόσο πολλοί, στη μικροκλίμακά του ο καθείς,
αναπαράγουμε τις συνήθειες των κομματικών στρατοπέδων, που αδυνατούν να
συνεννοηθούν μεταξύ τους ακόμα και για τα στοιχειώδη. Και όχι για να
συμφωνήσουν, δεν είναι αναγκαίο, αλλά τουλάχιστον για να καταφέρουν να μιλήσουν
την ίδια γλώσσα. «Μιλάμε την ίδια γλώσσα» σημαίνει πως αποδεχόμαστε ότι πριν
υπάρξουμε σαν σφοδρότατοι αντίπαλοι, υπάρχουμε σαν δυνάμει συνομιλητές.
Σημαίνει ότι έχουμε τη δυνατότητα να καβγαδίζουμε δίχως να κραδαίνουμε σαν
πύρινη ρομφαία την απόλυτη αλήθεια του ο καθένας. Και ότι παραδεχόμαστε εξαρχής
πως ο κόσμος δεν είναι μοιρασμένος στο άσπρο και το μαύρο, το Καλό και το Κακό,
το ευλογημένο δικό μας και το καταραμένο ξένο. Υπάρχουν, είναι απόλυτη ανάγκη
να υπάρχουν, και ενδιάμεσα χρώματα. Και ενδιάμεσες φωνές.
Ηταν που ήταν τοξικά τα πράγματα,
απόγιναν με την εμφάνιση και τη σταδιακή κραταίωση των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης. Παντού στον κόσμο τα σόσιαλ μίντια, στην εύκολη χρήση τους,
αποβαίνουν ακένωτες πηγές δηλητηρίου, που εξαπολύεται ανώνυμα ή ψευδώνυμα, και
πάντως ανεξέλεγκτα. Κάπως έτσι πλημμύρισε ο κόσμος όλος από «προδότες»,
«πουλημένους», «όργανα των σιωνιστών», «εθελόδουλα ενεργούμενα των ισλαμιστών»,
«ανδρείκελα του Σόρος και του Γκέιτς», «πράκτορες του Πούτιν», «πράκτορες του
Ζελένσκι», «πράκτορες του Μπάιντεν». Ή και «πράκτορες των εξωγήινων». Αν πάντως
τυχαίνει να μας παρατηρούν ή να μας επιτηρούν εξωγήινοι, βλέποντάς μας να
πολεμάμε μεταξύ μας με τόσο μίσος, και μάλιστα «σε καιρό ειρήνης», μάλλον θα
αποφασίσουν να μας εγκαταλείψουν οριστικά στην άθλια μοίρα μας,
συναποκομίζοντας τους τυχερούς «πράκτορές τους». Οσο για τις θεότητες, αρκεί να
μνημονευτεί το παράπονο ενός Ουκρανού μπροστά στη βομβαρδισμένη εκκλησία του
χωριού του, στο άσυλο της οποίας είχαν βρει καταφύγιο δυο-τρεις δεκάδες
άνθρωποι: «Μας βομβάρδισαν τα ορθόδοξα αδέλφια μας».
Οποια θεότητα κι αν εμπλέκεται
στη δημιουργία του ανθρώπινου είδους, πάντως, είναι βέβαιο ότι ξεκινήσαμε τη
δίποδη σταδιοδρομία μας σαν θηρευτές αγριμιών και συλλέκτες τροφών, και μάλιστα
καρπών όπως το περίφημο μήλο. Από το ένα εξελικτικό στάδιο στο άλλο, αποκτήσαμε
την πεποίθηση ότι όλα βαίνουν προς τα πάνω, προς τη βελτίωση, την αναβάθμισή
μας. Μα φαίνεται ότι πορευόμαστε ώσπου να κλείσουμε τον κύκλο. Κι έτσι στις
μέρες μας καταλήξαμε συλλέκτες ευαρεσκειών (πρόχειρη απόδοση των likes) και
θηρευτές εμοτζίων. Γιαπωνέζικης προέλευσης και ονομασίας τα εμότζι, ως γνωστόν,
είναι οι φατσούλες και τα ιδεογράμματα που άρχισαν τον εικονικό τους βίο στα
κινητά τηλέφωνα, τέλη της 2ης μ.Χ. χιλιετίας, για να φτάσουν να κατακλύσουν τον
ψηφιακό χώρο. Σήμερα μοιάζουν απαραίτητα στην ηλεκτρονική μας αλληλογραφία,
είτε συνοδεύοντας τις λιγοστές λέξεις μας είτε υποκαθιστώντας τες εντελώς.
Επιστρατεύεις έναν χαμογελαστό κύκλο, ή έναν παραπονιάρη ή γκρινιάρη, και
δηλώνεις ευκρινώς τα συναισθήματά σου. Αλλοτε πάλι «ψηφίζεις» υπέρ ή κατά, με
τον αντίχειρα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, και νιώθεις, αν όχι σαν Ρωμαίος
αυτοκράτορας, έστω σαν θεατής σε ρωμαϊκή αρένα.
Είναι ακατανίκητο το χούι μας να
χωριζόμαστε στα δύο, με χάσμα μέγα ανάμεσά μας, όποιο θέμα και αν μας
απασχολεί, μείζον ή σχεδόν ασήμαντο.
Προ ετών, οι έφηβοι όλου του
κόσμου κυνηγούσαν ανά τας ρύμας και τας αγυιάς πόκεμον, επίσης γιαπωνέζικης
καταγωγής. Τώρα όλοι οι αθεράπευτα μεταέφηβοι, όλοι όσοι έχουν αποφασίσει ότι
κουβεντιάζω σημαίνει ταπώνω, προπηλακίζω, τσακίζω και χλευάζω ανελέητα,
κυνηγούν εμότζι για να ταΐσουν τον ναρκισσισμό τους. Και πιστεύουν πως όσο πιο
χοντροκομμένα χλευάζουν τον «αντίπαλο» τόσο σοφότεροι αποκαλύπτονται στο βλέμμα
του «κοινού τους». Που θα σπεύσει να τους επιβραβεύσει με έναν υψωμένο
αντίχειρα, με ένα «μου αρέσει», με μια χαμογελαστή φατσούλα.
Ο σαρκασμός και η άγρια χλεύη,
ακόμη, είναι χρήσιμα και απαραίτητα σε πολλές περιστάσεις. Οταν όμως
μεταβάλλονται σε χούι, ή μάλλον σε ψυχοπνευματικό τικ, όταν ο στόχος τους δεν
είναι ιδέες και αντιλήψεις αλλά πρόσωπα που κανιβαλίζονται, και, κυρίως αυτό,
όταν δεν συνυπάρχουν με τον αυτοσαρκασμό, καταντούν αυτοεπιβεβαιωτικό στυλάκι.
Το «χλευάζω άρα υπάρχω» ή «χλευάζω για να υπάρξω», τα δόγματα ενός παιδαριώδους
μανιχαϊσμού, αποκαλύπτουν μια τερατώδη δυσανεξία απέναντι στην πολυπλοκότητα
του κόσμου, και μάλλον και την απουσία στέρεων επιχειρημάτων.
Και στους προηγούμενους πολέμους,
του Κόλπου, της Γιουγκοσλαβίας, του Αφγανιστάν (που δεν τέλειωσε ποτέ, και πια
έχουμε ξεχάσει και πότε άρχισε), είχαμε χωριστεί σε παρατάξεις, ακριβώς κατά
τους ορισμούς του μανιχαϊσμού, που απαγορεύει την επιφύλαξη, τον σκεπτικισμό,
την ανάγνωση των γεγονότων δίχως τα γυαλιά της μεροληψίας και της προκατάληψης.
Τότε, λοιπόν, χλευάζονταν σαν φιλοσανταμικοί όσοι ήταν ρητά και κατηγορηματικά
κατά της απολυταρχίας του Σαντάμ Χουσεΐν, επέμεναν όμως να υποστηρίζουν ότι δεν
είναι ιδιαιτέρως ηθική η πυραυλική διάλυση μιας χώρας με τη χονδροειδή πρόφαση
των «όπλων μαζικής καταστροφής», επινόημα αμοραλιστών πολιτικών του επιπέδου
ενός Τόνι Μπλερ. Με την ίδια «λογική» χαρακτηρίζονταν οπαδοί του Σλόμπονταν
Μιλόσεβιτς και του Ράντοβαν Κάρατζιτς όσοι κατήγγελλαν δίχως «ναι μεν αλλά» την
εθνοεκκαθαριστική δράση των «Σέρβων αδελφών», μολαταύτα υπογράμμιζαν ότι οι
νατοϊκοί βομβαρδισμοί, ερήμην του ΟΗΕ, ούτε νόμιμοι ήταν ούτε ηθικοί. Και
βέβαια ήταν «φιλοτρομοκράτες» όσοι βδελύσσονταν τον Μπιν Λάντεν και τον μουλά
Ομάρ, έλεγαν όμως ότι οι βόμβες διασποράς κατά αμάχων δεν θα φέρουν ποτέ την
ελευθερία και τη δικαιοσύνη που υπόσχονταν οι επιχειρήσεις με τα γενναιόδωρα
ονόματα «Διαρκής Ελευθερία» και «Απεριόριστη Δικαιοσύνη».
Τώρα, με την εισβολή των
στρατευμάτων του τσάρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, όσοι έχουν πάντα δίκιο
(χονδρικώς, όσοι ήταν και με τον Μπλερ και με τους Μπους) στολίζουν σαν
«ισαποστάκηδες», αν όχι και σαν φιλορώσους, όσους καταδικάζουν απερίφραστα τον
εισβολέα, πιστεύουν όμως ότι η εισβολή δεν απαλλάσσει αναδρομικά το ΝΑΤΟ ούτε
δικαιώνει την εγκληματική δράση του φιλοναζιστικού Τάγματος Αζόφ. Κανένας
πόλεμος δεν αποτελεί άλλοθι για κανέναν πόλεμο. Αλλιώς είναι σαν να πιστεύουμε
ότι ο Αλέξανδρος έφτασε έως τη Βακτριανή και την Ινδία επειδή ήθελε όντως να
εκδικηθεί τους Πέρσες για τις Θερμοπύλες.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου