Άνθρωποι που ενώνονται όταν
πρόκειται για λιντσάρισμα και σιωπούν όταν πρόκειται για κοινωνικές
διεκδικήσεις. Η υπόθεση της Πάτρας άνοιξε μια κρύπτη που δυστυχώς οδηγεί
απευθείας στον Μεσαίωνα.
γράφει ο Χρήστος Δεμέτης
Το λιντσάρισμα, λιντσάρισμα αλλά
και τα social media, social media. Μεσαίωνας ως επιστέγασμα της απόλυτης
φρίκης. Σε μια υπόθεση της Πάτρας που η έννοια της φρίκης, μοιάζει λίγη.
Όσα αρθρώνονταν στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης τις τελευταίες ημέρες με αφορμή τις σταδιακές αποκαλύψεις
του δράματος στη Πάτρα, παίρνουν σάρκα και οστά με τον χειρότερο τρόπο. Μετά τη
σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου, ο όχλος ενεργοποίησε τα αυτόματα χαρακτηριστικά
του. Πλήθος έξω από το σπίτι συγγενών, απειλές για λιντσάρισμα, επίθεση στα
παντζούρια, η λέξη “θάνατος” γραμμένη στη πόρτα, κόσμος με τα ανήλικα τέκνα του
ανά χείρας να ουρλιάζει, να τραβάει φωτογραφίες, να μεταδίδει στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης.
Από τη μια να βλέπεις την
αποκάλυψη της φρίκης σε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που έχουν γίνει στη
χώρα και από την άλλη να βλέπεις νοικοκυραίους με τα παιδιά τους μαζί, να
προσπαθούν να λιντσάρουν τους συγγενείς.
Μούδιασμα. Εικόνες που ξεπερνούν
τις λέξεις.
Η απόλυτη αποκτήνωση μιας
κοινωνίας που πρώτα βλέπει, ακούει και σωπαίνει κι ύστερα διψάει για
περισσότερο αίμα στα διαλείμματα από τις εθιμοτυπικές προσευχές της, ήρθε στην
επιφάνεια, ξεχύθηκε στους δρόμους, έκανε δηλώσεις στα κανάλια, μας θύμισε πως
είναι εδώ.
Γιατί μη γελιόμαστε. Οι ίδιοι
γείτονες που τώρα ουρλιάζουν στη Πάτρα και τραβάνε φωτογραφίες για τα social
media, είναι οι ίδιοι που κάνουν πως δεν ξέρουν. Που δεν ασχολούνται με τον
διπλανό τους., δεν νοιάζονται για το αν ζει ή αν έχει πεθάνει μήνες.
Που πάντα θα ανέχονται το κακό
αρκεί να μη γίνεται στο δικό τους σπίτι ή αν γίνεται, να μη βγαίνει προς τα
έξω.
Ο Μεσαίωνας και σταδιακός
εκφασισμός βρήκε χώρο και χρόνο και προβάλλεται σε ζωντανή μετάδοση. Κι όταν
φτάσει κι ο συστημικός εκφασισμός, όταν στηθεί στο πλήρες ανάστημά του, ο όχλος
θα είναι έτοιμος να τον υποδεχθεί με τον πιο φυσικό τρόπο. Γιατί του μοιάζει.
Ο όχλος αυτός που αισθάνθηκε
λοιπόν και πάλι ηθικός. Άσπιλος. Δυνάμει δικαστής. Και στο ντελίριό του πάνω,
πήρε μαζί και το σπλάχνο του για να το παραδειγματίσει με τον χειρότερο τρόπο.
Η ανθρωποφαγία είναι η εύκολη λύση. Η δύσκολη είναι να παραμείνεις ψύχραιμος,
να ζητήσεις ευθύνες στις ιατροδικαστικές έρευνες στις απαρχές της υπόθεσης των
τριών θανάτων, να απαιτήσεις Δικαιοσύνη και να ανακουφιστείς όταν αποδοθεί. Να
περιμένεις να δεις ποιοι άλλοι εμπλέκονται και ενοχοποιούνται. Και να οργίζεσαι
δικαίως, όταν η Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται.
Η εύκολη λύση από την άλλη, είναι
να ζητάς κρεμάλες, να τάσσεσαι υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής, να μη
σε νοιάζει αν μαζί με τα ξερά φύγουν και μερικά χλωρά. Ο άνθρωπος της διπλανής
πόρτας βρίσκει παρηγοριά με το να λιθοβολεί το τέρας γιατί αισθάνεται πως όσο
σάπιος κι αν είναι μέσα του, δεν έφτασε ως τώρα στον φόνο. Ακόμη και το
λιντσάρισμα στο οποίο καλεί ή είναι πρόθυμος να λάβει μέρος, είναι συλλογικό,
και αυτή η συλλογική μαυρίλα τον παρηγορεί. Δεν είναι μόνο δικιά του. Εκχωρεί
το δικαίωμα στη βία. Κανονικοποιεί τη βία. Εθίζεται στη βία. Φτιάχνεται με τη
βία. Μεγαλώνει παιδιά μέσα στη βία. Ρουφάει βία από τα μάτια, τα αυτιά, με όλες
τις νευρικές του απολήξεις. Ανδρώθηκε η συνείδησή του μέσα στη βία και τον
ικανοποιεί, σαν ανοιχτή πληγή που αρέσκεται να τη ξύνει.
Όταν κλείσει τη πόρτα του σπιτιού
του θα είναι εντάξει. Πάντα ήταν εντάξει ο οιονεί δικαστής.
Σέβεται τις ψυχές των κοριτσιών
που έφυγαν; Αποτίει φόρο τιμής; Μουδιάζει από το σοκ; Από τα συναισθήματα που
στήνουν κόμπο στο στήθος; Από το δάκρυ που φτάνει στα μάτια; Όχι.
Η υπόθεση της Πάτρας προκάλεσε
και προκαλεί το απόλυτο σοκ. Και ταυτόχρονα άνοιξε το καπάκι της σήψης, για να
θυμηθούμε ότι η χειρότερη πτυχή της ύπαρξής μας, βρίσκεται πλάι μας σαν η άλλη
πλευρά ενός τρύπιου νομίσματος.
Όσο και να αιτιολογείται η οργή,
όσο κι αν αιτιολογείται η δύναμη του πόνου, υπάρχει μια ιλιγγιώδης απόσταση
ανάμεσα στο ξέσπασμα και τον προπηλακισμό. Υπάρχει η λεπτή γραμμή της λογικής,
της ελάχιστης πίστης στον Άνθρωπο, ότι κάποια στιγμή αυτή η κοινωνία θα πάψει
να είναι τόσο κτηνώδης. Όχι εντελώς, αλλά έστω τόσο κτηνώδης.
Θα πάψει επιτέλους να
προσποιείται, να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, να απομονώνεται σε
ατομικισμούς και εγωπάθειες, σε ατομικά και συλλογικά απωθημένα, σε
αποσβολωμένες νευρώσεις και ψυχικές καταστάσεις που δεν έχουν δουλευτεί. Μπορεί
να φαντάζει ουτοπία, αλλά και μισό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να
καταπραΰνει την απελπισία, σαν εκείνες της στιγμές μεγαλείου ψυχής της μητέρας
της Ελένης Τοπαλούδη, της μητέρας της Γαρυφαλλιάς, των γονιών του Άλκη, του
Παύλου, των γονιών που έχασαν το παιδί τους και ζητούν αγάπη.
Και φως.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου