Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Πρώτος ήλιος

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Είχε τόσο κουραστεί… Είχε τόσο ταλαιπωρηθεί… Τόσο λυπηθεί. Κοίταζε πίσω τις μέρες που είχαν περάσει, τις εβδομάδες, τους μήνες. Κοίταζε και τα χέρια της. Τις τελευταίες ημέρες, της έπεφταν πράγματα από τα χέρια και τις νύχτες ξυπνούσε με τα δάχτυλά της μουδιασμένα. Επεφτε για ύπνο και ξυπνούσε στο ίδιο σημείο, στην ίδια θέση, στην ίδια στάση σώματος όπως αποκοιμιόταν: τα χέρια σταυρωμένα και τυλιγμένα γύρω από τον κορμό της, τα γόνατα μαζεμένα στην κοιλιά της, το κεφάλι της γερμένο προς τα μπρος.

 

Η ώρα είχε πάει πέντε το απόγευμα και ακόμα δεν είχε καθίσει κάτω. Από το πρωί έβρεχε διαρκώς και το σπίτι δεν έλεγε να φωτίσει. Είχε κρύο και υγρασία, τα ένιωθε ακόμα και όταν κινούνταν ή έκανε δουλειές.

 

Ενιωσε την ανάγκη για έναν καφέ. Και κάτι να φάει, ένα γλυκό. Τα ετοίμασε, τα πήρε με τον δίσκο στο σαλόνι. Αναψε τη θέρμανση. Δεν μπορούσε να κάτσει κάτω. Πήγε στη βιβλιοθήκη. Κάτι έψαχνε, δεν ήξερε ακριβώς τι. Παρατήρησε τα βιβλία της, ένα ένα. Το χέρι της πήγε μόνο του σε εκείνο το μαγικό βιβλίο που πάντα την περίμενε, τις δύσκολες στιγμές.

 

Χάιδεψε τη ράχη του, τα κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτιά που είχε βάλει για σελιδοδείκτες, φύσηξε από πάνω τους τη σκόνη -όσο και αν καθάριζε, τα χαρτάκια αυτά πάντα έπιαναν σκόνη ή έτσι της φαινόταν. Το κράτησε αγκαλιά και κάθισε στον καναπέ. Εβαλε πάνω και τα πόδια της.

 

Το σπίτι είχε αρχίσει ήδη να ζεσταίνει λίγο. Το καταλάβαινε, γιατί δεν χρειαζόταν να σφιχτεί στη μάλλινη ζακέτα της. Ανοιξε σε έναν σελιδοδείκτη τυχαία, έβαλε το δάχτυλο σε ένα σημείο έτσι, χωρίς να το σκεφτεί και διάβασε:

 

Ονειρο πόκανα κρυφά

 

για τα παιδιά π’ ανάθρεφα

 

Ποιος το ’λεγε πως θε να μου

 

τα στείλουνε του σκοτωμού.*

 

Κι ύστερα, λίγο πιο κάτω:

 

Αλλος εβγήκε απ’ τα βουνά

 

κι άλλος απ’ τα πλεούμενα

 

με το πουκάμισο χακί

 

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.*

 

Ετσι άρχισε να νιώθει την πίκρα να ανεβαίνει σαν κόμπος από τον λαιμό. Ούτε νερό δεν κατέβαινε ούτε το γλυκό που είχε λαχταρήσει. «Μα εγώ γι’ αυτό δεν άνοιξα σήμερα την τηλεόραση, γι’ αυτό είπα πως σήμερα δεν θα ενημερωθώ», είπε μέσα της, κι ας ήξερε πως είναι μάταιο.

 

Κρατούσε το βιβλίο ανοιχτό και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά, κάτι είχε συμβεί και τα γκρίζα σύννεφα είχαν αραιώσει, είχαν ασπρίσει. Ηλιος, ο πρώτος της άνοιξης, έσκαγε ανάμεσα από τις σχισμές. Και τα λευκά λουλούδια της κορομηλιάς -όσα άντεξαν τους βοριάδες τόσων ημερών και τις αλύπητες μπόρες της περασμένης νύχτας- άρχισαν να λάμπουν στο φως.

 

«Θα έχουμε και φέτος κορόμηλα. Τα παιδιά θα περνούν και θα τα κόβουν πράσινα, πριν προλάβουν να γλυκάνουν».

 

Γύρισε στο βιβλίο της, πήρε το ποίημα από την αρχή:

 

Ε σεις στεριές και θάλασσες

 

τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

 

ακούτε τα χαμπέρια μου

 

μέσα στα μεσημέρια μου

 

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

 

μόνον ετούτον αγαπώ!»*

 

Αυτά τα λόγια, τα λόγια του ήλιου τη ζέσταναν. Ο καφές απέκτησε πάλι γεύση. Κάπως μαλάκωσε η καρδιά της.

 

Σκέφτηκε πως έπρεπε να αφήσει λίγο έξω ό,τι την προβλημάτιζε -όχι πολύ, όσο κρατάει ένας καφές και ένας ήλιος που βγήκε κάπως αργά το απόγευμα. Σηκώθηκε, πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Θα εκμεταλλευόταν το φως αυτό όσο διαρκούσε. Κι ύστερα, όταν πια θα χανόταν, θα άναβε την απλίκα και θα συνέχιζε να διαβάζει. Ηταν πολλοί οι σελιδοδείκτες που την περίμεναν -ήθελε να θυμηθεί αυτά που ήξερε καλά κι ίσως να ανακαλύψει κάτι που τις άλλες φορές δεν είδε.

 

Το άλλο πρωί, ενώ φορούσε τα χειμωνιάτικα ρούχα της για να φύγει για τη δουλειά, σκέφτηκε ένα νησί, τη θάλασσα, ένα ελαφρύ γαλάζιο φόρεμα από λινό και ονειρεύτηκε το καλοκαίρι. Ισως αυτό να έκανε το θαύμα του.

 

* «Ηλιος ο Ηλιάτορας», Οδυσσέας Ελύτης, αποσπάσματα

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *