γράφει ο Μιχάλης Κρητικός*
Η πανδημία έχει φέρει την
επιστήμη στο προσκήνιο σε διεθνές επίπεδο, ενώ τα πορίσματά της έχουν καταστεί
αναπόσπαστο πλέον μέρος της καθημερινότητας των πολιτών και αφετηρία κάθε
σχετικής πολιτικής και διαχειριστικής απόφασης. Διανύουμε μια περίοδο που σφραγίζεται
από την καταλυτική παρουσία επιστημονικών γνώσεων και επιτευγμάτων, ταυτόχρονα
όμως έχει αναδείξει με τρόπο ανάγλυφο τις πιο ακραίες «αναγνώσεις» της
επιστήμης: τόσο αυτής της άκριτης αποδοχής των πορισμάτων της –οδηγώντας πολλές
φορές σε τεχνολογισμό– όσο και εκείνης της βαθιάς δυσπιστίας και δομικής
εναντίωσης απέναντι σε κάθε εύρημά της.
Πέραν αυτών των μανιχαϊστικών
σχημάτων, ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας των συμβουλευτικών οργάνων επιστημονικού
χαρακτήρα φαίνεται ότι υπονομεύει ποικιλοτρόπως την αξιοπιστία τους. Αυτό
συμβαίνει για πολλούς λόγους: καταρχάς, οι συμβουλευτικές επιτροπές αδυνατούν
πολλές φορές να επικοινωνήσουν τα ευρήματά τους με σαφήνεια, ευκρίνεια και
ενάργεια. Σε πολλές περιπτώσεις επίσης, οι επιτροπές αυτές για να γίνουν «χρήσιμες»
στο πλαίσιο της διαδικασίας διαχείρισης μιας κρίσης, δεν αναγνωρίζουν ρητά και
δημόσια τον υποκειμενικό χαρακτήρα της επιστήμης, τα ίδια τα εγγενή όρια και
τον ευμετάβλητο χαρακτήρα των σχετικών επιστημονικών ευρημάτων, καθώς
αντικειμενικά, ουδέτερα αλλά και αβέβαια δεδομένα συμπλέκονται αναπόφευκτα με
πολιτικές κοσμοθεωρίες, αξίες και συμφέροντα. Οι πρακτικές αυτές έχουν
επικρατήσει και στο πλαίσιο της παρούσας συγκυρίας, καθώς πολλοί ειδικοί
σπεύδουν να προσφέρουν βεβαιότητες που γρήγορα διαψεύδονται και ανατρέπονται
λόγω του σύνθετου και δυναμικού χαρακτήρα της πανδημικής κρίσης.
Επιπρόσθετα, η έλλειψη διαφάνειας
στον τρόπο λειτουργίας αυτών των επιτροπών επιτείνει σε πολλές περιπτώσεις τη
σχετική σύγχυση και την αμφισβήτηση για το εύρος, τη βαρύτητα και την
αξιοπιστία των δεδομένων στα οποία εδράζονται οι προτάσεις και οι συστάσεις
τους, αλλά και το τι προκρίνουν οι ειδικοί ελλείψει συγκεκριμένων επιστημονικών
στοιχείων. Η ελλιπής πρόσβαση σε όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα, λόγω της
ατελούς επιδημιολογικής επιτήρησης, που θα τους επέτρεπε μια καλύτερη εκτίμηση
κινδύνου, η αποφυγή θεσμοθέτησης της συστηματικής δημοσιοποίησης των πρακτικών
των σχετικών επιτροπών και ο κατακερματισμένος χαρακτήρας της διαδικασίας
συλλογής και παρακολούθησης δεδομένων υπονομεύουν όχι μόνο τη σχέση επιστήμης
και πολιτικής, αλλά και τις όποιες προσπάθειες εξασφάλισης κοινωνικών
συναινέσεων.
Αυτό με τη σειρά του θέτει την
πρόκληση μιας πιο κριτικής σχέσης με την επιστήμη και τη δημόσια αναγνώριση των
περιορισμών της, την ανάγκη διαρκούς και ειλικρινούς αμφισβήτησης των
πορισμάτων της, αλλά και την εξερεύνηση εναλλακτικών μονοπατιών. Κατά πρώτον,
απαιτείται ενημέρωση, που ούτε υπερτονίζει ούτε υποβαθμίζει την επικινδυνότητα
του πανδημικού φαινομένου αλλά οριοθετεί την επιστημονική «αυθεντία»,
αναδεικνύει τις «γκρίζες» ζώνες της επιστημονικής έρευνας και ταυτόχρονα
εξασφαλίζει τη συμμετοχή των κοινωνικών επιστημών στις ειδικές αυτές επιτροπές
όπου κατά κανόνα κυριαρχούν οι βιοϊατρικές «αναγνώσεις». Σε κάθε περίπτωση, η
διαχείριση μιας δυναμικής απειλής όπως αυτή του Covid-19, που διακρίνεται από
πολλαπλές επιστημονικές αβεβαιότητες, απαιτεί ένα νέο αφήγημα το οποίο να
διακρίνεται από ενσυναίσθηση απέναντι σε όσους διατηρούν επιφυλάξεις για την
«απόλυτη» αλήθεια της επιστημονικής έρευνας, για την αντιπροσωπευτικότητα των
δεδομένων που συλλέγονται, και από τη συνειδητοποίηση πως οι περισσότεροι
άνθρωποι δεν βλέπουν τον κόσμο με τεχνοκρατικές προσλαμβάνουσες.
Η έμφαση στην καλύτερη κατανόηση
του πολιτισμικού πλαισίου της ζωής των ανθρώπων -που δεν μπορεί να ερμηνευτεί
μόνο με λογικές «μεγάλων δεδομένων»- και στη γενναία αντιμετώπιση των δομικών
προκλήσεων που αντιμετωπίζει η επιστήμη (χαμηλός βαθμός συνεργατικότητας,
σύγκρουση συμφερόντων, μεροληπτικότητα) θα μπορούσε να θωρακίσει την κοινωνική
αξιοπιστία της. H έννοια της «μετα-κανονικής επιστήμης» θα μπορούσε να
λειτουργήσει πιλοτικά ως θεμέλιο για τον σχηματισμό ενός νέου τρόπου
διαχείρισης μεγάλων αβεβαιοτήτων, σε περιπτώσεις όπου τα επιστημονικά δεδομένα
είναι ελλιπή, το διακύβευμα είναι υψηλό και το χρονικό πλαίσιο αποφάσεων
ιδιαίτερα ασφυκτικό.
Συνεπώς, η πολιτική μας
εργαλειοθήκη πρέπει να εμπλουτιστεί άμεσα με νέες κεραίες κοινωνικής
ενσυναίσθησης και επιστημονικού αναστοχασμού, για να διαχειριστούμε όχι μόνο
τις αναπόδραστες επιστημονικές αβεβαιότητες, αλλά και τις εκρηκτικές εκείνες
κοινωνικές εντάσεις που αναμένεται να δημιουργήσει το εκθετικά διογκούμενο
τεχνολογικό και επιστημολογικό χάσμα.
* Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και
ερευνητικός εταίρος σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη
Σχολή Διακυβέρνησης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών