γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Και ποιος δεν το θυμάται το
«χρυσό καλοκαίρι της Ελλάδας», που φυσικά δεν πρόκειται να το ξεχάσουν ποτέ,
παρά τη δεδομένη απληστία τους, όσοι εθνικοί εργολάβοι απόλαυσαν τότε τη λέξη
«χρυσό» στην κυριολεξία της και όχι σαν μεταφορά. Για το καλοκαίρι του 2004 ο
λόγος. Με τους Ολυμπιακούς του, τους «καλύτερους όλων των εποχών», όπως είπαν
στη λήξη τους οι ολυμπίαρχοι της ΔΟΕ, κατά την πάγια συνήθειά τους να
κολακεύουν τους γαλαντόμους οικοδεσπότες. Και με το Γιούρο του. Που ναι, ήταν
«ένα θαύμα», αλλά ούτε καν τριήμερο. Τίποτε δεν άλλαξε στο ελληνικό ποδόσφαιρο,
στη βία του, στη διαπλοκή του και στην τελετουργική σφαγή των «μικρών» προς
ικανοποίηση των «μεγάλων», ο καθείς με τον δικό του «ηρωικό λαό» που έχει πάντα
δίκιο.
Ποια ήταν η μεγάλη εθνική αγωνία
όταν έσβησαν οι προβολείς στα στάδια; Την είχε προσδιορίσει ο κ. Δημήτρης
Αβραμόπουλος, υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης τότε: «Να κεφαλαιοποιηθούν οι
υπεραξίες που προέκυψαν από την επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων».
Να εκμεταλλευτούμε την περίσταση, που είχε ενισχύσει το εθνικό μας brand name.
Μόνον έτσι, εμπορικά, αγοραία, μπορούμε να εννοήσουμε το όνομά μας (που κατά τα
λοιπά «είναι η ψυχή μας»), αν θυμηθούμε και την κυβερνητική «ιδεολογία» στην οποία
θεμελιώθηκε ο περυσινός εορτασμός της επετείου των δύο αιώνων από την
Επανάσταση. Κι όλα αυτά προς αύξηση του τουρισμού, ο οποίος, όπως διαβεβαίωνε ο
υπουργός, «από πάρεργο καθίσταται πλέον κεντρικός αναπτυξιακός μοχλός της
χώρας». Σπουδαίο όραμα, μα την αλήθεια. Να μετατραπεί μια ολόκληρη χώρα σε τόπο
παροχής υπηρεσιών, που θα εισάγει ακόμη και τα κρεμμύδια για τις «χωριάτικές»
του.
Με αναθερμασμένες, υποτίθεται,
τις σχέσεις μας με την αρχαιότητα λόγω των Ολυμπιακών, η τουριστική εκστρατεία
για το 2005 στηρίχτηκε στους ωραίους μας κίονες και στο σλόγκαν που αναρτήθηκε
πάνω τους, που έμελλε να κατακτήσει την αθανασία, χάρη και στην τερπνά
σαρκαστική αξιοποίησή του από τους σκιτσογράφους μας: «Live your myth in
Greece». Τουτέστιν: «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα».
Ο εικαστικός και λεκτικός
εξοπλισμός της νέας καμπάνιας, έγραφα εδώ τον Απρίλιο του 2005, μας υποχρεώνει
να πιστέψουμε ότι ο ευλογημένος τόπος μας δεν υπέστη καμία φθορά τις τελευταίες
δεκαετίες. Είναι ίδιος και απαράλλαχτος όπως κι όταν οι θάλασσές μας ήταν ακόμα
καθαρές και ατρύγητες από τη ρύπανση και τα σκάφη του χρηματιστηριακού ή άλλως
πως αεριτζίδικου νεοπλουτισμού, τα ποτάμια μας δεν είχαν παραδοθεί στην «ήπια»
αξιοποίηση, η δε λέξη «φιλοξενία» ήταν κάτι πιο απτό από λήμμα λεξικού και μπορούσε
ο καθείς, μ’ ένα δισάκι και μόνο στον ώμο, να αναζητήσει τα φαντάσματα των
αρχαίων ή αλμυρούς έρωτες. Σίγουρος ότι, όπου κι αν ζητούσε νερό, σε σπίτι ή σε
καφενείο, θα ‘βρισκε να ξεδιψάσει.
Σπουδαίο όραμα, μα την αλήθεια.
Να μετατραπεί μια ολόκληρη χώρα σε τόπο παροχής υπηρεσιών…
Επίμονα επιδερμικός ο
διαφημιστικός/μυθοποιητικός λόγος, μας υπαγορεύει το δόγμα ότι στην Ελλάδα η
τουριστική ανάπτυξη δεν έχει όρια, δεν πρέπει καν να έχει όρια. Εστω και αν
αυτό σημαίνει ότι θα καταντήσει ένα απέραντο σκηνικό προορισμένο για θερινή και
μόνο κατανάλωση. Από καμπάνια σε καμπάνια, η Ελλάδα παραμένει ένα άθροισμα
«γραφικοτήτων». Μια καρτ ποστάλ όπου δεν χωρούν προβλήματα. Δεν χωράει καν ο
ντόπιος πληθυσμός και η πραγματική συνθήκη του βίου του. Ετσι πορευτήκαμε ομαλά,
δηλαδή επιπόλαια, από το σλόγκαν «Εξερευνήστε τις αισθήσεις σας» επί Φάνης
Πάλλη-Πετραλιά, στο «Ελλάδα: η αληθινή εμπειρία!» επί Αρη Σπηλιωτόπουλου και
τώρα, επί Βασίλη Κικίλια, στο «Greece – You will want stay forever». Δηλαδή:
«Ελλάδα – Θα θέλεις να μείνεις για πάντα».
«Δροσερή, διαφορετική και
συναισθηματική» χαρακτηρίζει το υπουργείο Τουρισμού τη νέα εκστρατεία προβολής
της χώρας στο εξωτερικό. «Δροσερή» είναι όντως η διαφήμιση. Θάλασσες βλέπουμε
και παραλίες. Σε πλάνα ανοιξιάτικα όμως, όταν δεν έχουν επιβάλει ακόμη το
ασφυκτικό-κατακτητικό δίκαιό τους οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες, αδιάφορες για
τους νόμους και τους φόρους, και για όσους δεν θέλουν να πληρώσουν αδρά για να
χαρούν ένα δημόσιο αγαθό. Και «διαφορετική» είναι. Ο αφηγητής-προπαγανδιστής
δεν είναι κάποιος αρχαίος θεός ή ένας παππούς με «γραφική» τοπική φορεσιά, αλλά
ο Οτο. Ενας Αυστριακός που ήρθε στην Ελλάδα προ ετών για διακοπές, τον γήτεψαν
οι ομορφιές της και μένει πια εδώ. Εχει συμβεί με πολλούς. Χωριά ολόκληρα στα
νησιά και στα βουνά μας κατοικούνται από Αυστριακούς, Βέλγους, Γάλλους,
Γερμανούς, Αγγλους, Σκανδιναβούς που αγοράζουν σπίτια, παλιά που τα
ανακαινίζουν ή καινούργια. Συνταξιούχοι στην πλειονότητά τους, ζουν το όνειρό
τους στην Ελλάδα, αφού η σύνταξή τους και τα αποταμιεύματά τους αρκούν και
περισσεύουν. Αυτήν την Ελλάδα, όμως, αδυνατούν να τη χαρούν με τον ίδιο τρόπο
οι δικοί της συνταξιούχοι. Οπως αδυνατούν να ζήσουν την τουριστική Ισπανία οι
περισσότεροι Ισπανοί, και την τουριστική Ιταλία οι περισσότεροι Ιταλοί. Ο μεσογειακός
ευρωπαϊκός Νότος, και η Ελλάδα μαζί του, διασώζει πολλές χάρες, δεν
προορίζονται όμως για την πλειονότητα των καθαυτό κατοίκων τους, των γηγενών.
Ειδικά δε η ελληνική τουριστική βιομηχανία, ιδίως των διάσημων προορισμών,
δείχνει να περιφρονεί την ελληνική πελατεία· να αδιαφορεί για τις ανάγκες και
τις πραγματικές της δυνατότητες.
Είναι λοιπόν και «συναισθηματική»
η καμπάνια του ΕΟΤ. Δεν προκαλεί ωστόσο τα ίδια συναισθήματα στον «μέσο Ελληνα»
και στον «μέσο Ευρωπαίο», αν προς στιγμήν υποθέσουμε ότι υπάρχουν αυτά τα
πλάσματα της στατιστικής. Ο Ευρωπαίος θα θαυμάσει, θα γοητευτεί, θα έρθει να
δοκιμάσει την ωραία γεύση που του προτείνεται. Κι αν δεν πέσει στα σαΐνια που
τον βλέπουν σαν κορόιδο, αν δεν τον ταΐσουν τις διαβόητες «μερίδες ξου», κι αν
βρει τουαλέτα στους αρχαιολογικούς χώρους, θα πει στο τέλος πως άξιζε τον κόπο.
Και θα ξανάρθει. Ισως και για πάντα. Δεν θα ξανάρθει όμως ποτέ, και θα συστήσει
και στους γνωρίμους του να μην έρθουν, αν τύχει να πληρώσει (υπό την απειλή
μπράβων) εξακόσια ευρώ για δύο κοκτέιλ κι ένα πιατάκι καβουροπόδαρα.
Ο Ελληνας όμως; Εντάξει,
εσωτερικοί μετανάστες είμαστε οι περισσότεροι, έχουμε «το χωριό μας» για να
παρηγοριόμαστε. Μόνο που η παρηγοριά αυτή έχει τα όριά της. Το γιατί το λέει με
οδυνηρή σαφήνεια η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ: «Το 2021, και συνυπολογίζοντας
το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην
Ε.Ε. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος
βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό
αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των
Ελλήνων». Η έκθεση είδε το φως της δημοσιότητας ταυτόχρονα με την καμπάνια του
ΕΟΤ. Προβοκάτσια; Το συνηθίζει η πραγματικότητα να δρα σαν προβοκάτορας. Να,
την επομένη η Γιούροστατ γνωστοποίησε τον πληθωρισμό μας: 10,7%. Περιττή γνώση.
Το είχαμε ήδη πληροφορηθεί στο βενζινάδικο.