“Συνήθισαν να ξεπουλάνε σαν πόρνη την ανάσα μας και το βαφτίζουν ζωή!”
από τον Πάνο Σείκιλο
“Αναρωτιόμουν με ποιό δικαίωμα…
Με ποιό δικαίωμα σου παίρνουν το
ψωμί από το στόμα, ουρλιάζοντας ότι εσύ φταις για τα δεινά που σου φόρτωσαν;
Ποιος τους είπε ότι μπορούν να με πεινάσουν, για να χορτάσουν τούτοι κι οι εδώ
υπηρέτες τους;
Ήταν για λίγο, μου είπαν, θα
φτιάξουν όλα, θα δω, μου είπαν, θα μου μηνύσουν όταν τελειώσουν όλα και τότε θα
τελειώσουν όλα! Στάχτη τα λόγια τους, σαν μιλά η πείνα. Αλλά ξέχασα, «ζούσα
πάνω από τις δυνατότητές μου.» Ας έρθουν να μου το πουν τώρα. Τώρα που ρεύμα να
ζεσταθώ δεν έχω, νερό να πιω δε βρίσκω…
Σκοτώνουν εκατοντάδες από εμάς,
για την πολύτιμη ζωή του καθένα από δαύτους και τους ανεχόμαστε! Από το στόμα
τους βγαίνει βούρκος, σαν μου λένε τί να κάνω! Έξω έβρεχε κι εκείνοι ούρλιαζαν
ότι έχει λιακάδα.
Έξω χιόνιζε σου φώναζαν και σε
είχαν πείσει από καιρό να μην ανοίξεις το παραθύρι σου, να δεις με τα μάτια σου
την άνοιξη… Την κρίσιμη ώρα, έβγαλαν τις μάσκες τους και σου είπαν τι να μην
φας, για να το φάνε εκείνοι. Τι να μην πιεις, για να το πιουν.
Τι να παρατήσεις στα σκουπίδια,
να το καρπωθούν εκείνοι.
Όταν τα άγρια δασκαλεύουν τα
ήμερα, τρόπους, μη διστάσεις να πεις ότι ο κόσμος μας αλώθηκε…
Συνήθισαν να ξεπουλάνε σαν πόρνη
την ανάσα μας και το βαφτίζουν ζωή! Ξεπούλησαν την πέτρα που με γέννησε,
ξεπούλησαν το χώμα που πρωτοπάτησα, ξεπούλησαν το ποτάμι και το νερό μου. Στο
διάβολο οι ορέξεις τους! ‘Γω το νερό μου, το ‘θελα να με δροσίσει, το χώμα μου
να με σκεπάσει, την πέτρα μου να με θυμίζει, όταν δε θα ‘χει μείνει κανένας
δικός μου να με θυμίζει, όταν δε θα ‘χει μείνει κανένας δικός μου να με
θυμάται…
Τον ξεχασμένο από το χρόνο, λένε,
τον τιμά ο αγέρας… Μα αέρας δεν έμεινε, να γεμίσει τα πνευμόνια, να φωνάξω
ΦΤΑΝΕΙ!
Ρουφιάνοι με χέρια πνιγμένα στο
αίμα, μιλούν για την πατρίδα, το τελευταίο τους τοτέμ, το τελευταίο τους
καταφύγιο. Όπου νομίζουν ότι μπορούν, προσπαθούν να πείσουν κι όπου δεν πείθουν
βγάζουν μαχαίρι. Μα ξέχασαν, οι δειλοί, ότι η ιστορία δε γράφεται με κόκκινες
κηλίδες, μα με μαύρα καρβουνιασμένα χέρια και με σταχτιά ανάσα…
Είμαι αυτός που είδες στο δρόμο
και προσπέρασες. Είμαι το πεταμένο κέρμα. Είμαι ο ιδρώτας του χειριστή, η
τελευταία ανάσα του αδελφού. Είμαι ό,τι νόμιζες πως δεν υπάρχει, μιας και δεν
κοίταξες ποτέ πέρα από το παράθυρό σου. Είμαι ο ρόγχος του τελευταίου εφιάλτη.
Αναρωτιόμουν με ποιό δικαίωμα…
Μα ξέχασα, θαρρώ, πως δικαίωμα να
ψάξω το δικαίωμά τους δεν είχα. Μονάχα κούρνιασα στη φλόγα του κάδου. Και
ξέχασα.”
apodyoptes.com
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου