Στις 25 Μαΐου ψηφίστηκε από την
Ολομέλεια της Βουλής ο νόμος για την επιλογή των διευθυντών των σχολικών
μονάδων που αντικαθιστά τον προηγούμενο νόμο Μπαλτά–Κουράκη, ο οποίος κρίθηκε
αντισυνταγματικός με απόφαση του ΣτΕ. Το υπουργείο Παιδείας προβάλλει το νέο
σύστημα επιλογής διευθυντών ως ακόμη μια δόση του «νέου αέρα» που έχει φέρει
στην εκπαίδευση.
Η επιστροφή στο παλιό σύστημα
επιλογής διευθυντών (ενώ μένουν ανέγγιχτα το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης, η
δομή της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, οι αρμοδιότητες του διευθυντή και το
αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου), με κριτήρια τα τυπικά προσόντα,
την προϋπηρεσία και την επαναφορά της αμαρτωλής συνέντευξης μέσα από έναν
διορισμένο μηχανισμό του Συμβουλίου Επιλογής, συνοδεύεται αυτή τη φορά με το
μέτρο της «μη μοριοδοτούμενης και μη δεσμευτικής άποψης του Συλλόγου
Διδασκόντων».
Σύμφωνα με τον νέο νόμο, ο
Σύλλογος Διδασκόντων θα καλείται σε ξεχωριστή συνεδρίαση να συντάσσει πρακτικό
μέσα από το οποίο θα «αποτιμά» τη συμβολή στο εκπαιδευτικό έργο, την
προσωπικότητα και τη γενική συγκρότηση του κάθε υποψηφίου.
Η διαδικασία της «φανερής
περιγραφικής αξιολόγησης» θα γίνεται στη βάση δεικτών αξιολόγησης μέσω
ερωτηματολογίων τα οποία θα αποστέλλονται στα σχολεία έπειτα από υπουργική
απόφαση και γνωμοδότηση του ΙΕΠ.
Να το πούμε καθαρά: Η διαδικασία
εμπλοκής του Συλλόγου Διδασκόντων στην επιλογή των διευθυντών δεν είναι απλώς
«καρικατούρα», επειδή η γνώμη του θα λαμβάνεται υπόψη μόνο συμβουλευτικά από τα
υπηρεσιακά συμβούλια! Αποτελεί τμήμα της γενικότερης διαδικασίας αξιολόγησης
που προβλέπεται στον ν. 4369/16 – Βερναρδάκη και προωθείται και στην
εκπαίδευση.
Η διαδικασία αυτή δεν είναι
τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του νόμου Βερναρδάκη για την αξιολόγηση των
προϊσταμένων από τους υφισταμένους, αφού το 4ο Μνημόνιο προβλέπει ότι η
αξιολόγηση στην εκπαίδευση πρέπει να συνάδει με την αξιολόγηση σε όλο τον
δημόσιο τομέα. Ταυτόχρονα οι «ερωτήσεις αποτίμησης» ουσιαστικά εισάγουν τους
δείκτες του Π.Δ. 152, που η κυβέρνηση δεν έχει καταργήσει.
Η αξιολόγηση όλων (εκπαιδευτικής
μονάδας, στελεχών, εκπαιδευτικών) είναι σαφής μνημονιακή δέσμευση και αποτελεί
βασικό στοιχείο του τριετούς σχεδίου για την εκπαίδευση που ανακοίνωσε το
υπουργείο Παιδείας, όπου με σαφήνεια διατυπώνεται ότι θα στηρίζεται και στη νέα
έκθεση του ΟΟΣΑ που θα δημοσιοποιηθεί στη διάρκεια του 2017.
Το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί
με έντεχνο τρόπο να παγιδεύσει και να «εκπαιδεύσει» τους εκπαιδευτικούς στην
κουλτούρα της «αξιολόγησης» και μάλιστα από την πίσω πόρτα, αφού καλούνται να
αξιολογήσουν τους υποψήφιους διευθυντές με τα κριτήρια που θέτει το ίδιο.
Και είναι προφανές ότι, όπως
αυτοί θα κληθούν να αξιολογήσουν τους υποψήφιους διευθυντές -και μάλιστα χωρίς
αυτή η αξιολόγηση να είναι μετρήσιμη-, έτσι και οι ίδιοι θα πρέπει να
αποδεχτούν να αξιολογηθούν (μόνο που στη δική τους περίπτωση η αξιολόγηση θα
είναι μετρήσιμη).
Οφείλουμε να θυμίσουμε στο σημείο
αυτό ότι, σύμφωνα με την έκθεση της «περίφημης» Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας
Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠΠΔΕ), πρώτος και βασικός
στόχος είναι «να διασφαλιστούν οι διαθέσεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών
για ενεργό εμπλοκή τους (στις διαδικασίες αξιολόγησης). Οι μορφές
αυτοαξιολόγησης και εξωτερικής αξιολόγησης θα συνδυαστούν αφού έχει εμπεδωθεί
κουλτούρα αξιολόγησης».
Από την άλλη, είναι πραγματικά
άξιο απορίας το σκεπτικό με το οποίο ένας Σύλλογος Διδασκόντων, και μάλιστα
ελλιπής (καθώς θα αποκλείονται οι αναπληρωτές καθηγητές - πολύ δημοκρατικό…
βεβαίως, βεβαίως), θα αποφασίζει με πράξη συλλόγου για το κατά πόσο ένας
υποψήφιος διευθυντής είναι ικανός να αναλάβει διευθυντικά καθήκοντα… σ’ ένα
άλλο σχολείο!
Παράλληλα, αυτή καθ’ αυτή η πράξη
συλλόγου είναι φανερό ότι, όταν δεν αποτελεί «ευχετήρια κάρτα», σε πολλές
περιπτώσεις θα δημιουργήσει αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις μέσα στα ίδια τα
σχολεία (η συγκεκριμένη διάταξη εισάγει στα σχολεία κανιβαλιστικές συμπεριφορές
τύπου Survivor), θα
διασπάσει την όποια συνοχή και θα έχει και παρεπόμενα και συνέπειες...
Από την άλλη, η κριτική που
γίνεται από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στους όρους με τους οποίους
θα γίνουν οι κρίσεις των διευθυντών εκπαίδευσης (υπονοώντας ότι το υπουργείο
Παιδείας έχει μεθοδεύσει την επιλογή των «δικών του παιδιών») αποκρύπτει
επιμελώς το βασικό ζήτημα, που δεν είναι άλλο από τη φιλοσοφία και το ιεραρχικό
πλέγμα της διοίκησης που «οικοδομεί» στελέχη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν
μια πολιτική που γδέρνει την ήδη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.
Και οι αιτιάσεις δεν είναι
τυχαίες καθώς, όπως είναι γνωστό, στο παρελθόν τόσο η Ν.Δ. όσο και το ΠΑΣΟΚ
χρησιμοποίησαν τη δημόσια διοίκηση ως φέουδο και πάντα «ύφαιναν» όρους επιλογής
των στελεχών του δημόσιου τομέα που πριμοδοτούσαν αποκλειστικά τους κομματικούς
τους φίλους. Αρα έχουν την τεχνογνωσία και ο καβγάς γίνεται όχι για την
πολιτική που θα εφαρμόσουν τα πρόσωπα που θα επιλεχθούν αλλά για τα ίδια τα
πρόσωπα.
Από την άποψη αυτή το ποιος και
πώς επιλέγεται στη θέση του στελέχους έχει σημασία, ωστόσο μεγαλύτερη σημασία
έχει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης και η πολιτική που
θα υπηρετήσει.
Και, βέβαια, στην περίπτωση που
το νομοθετικό «πατρόν» των καθηκόντων δεν αλλάζει, στην περίπτωση που η
εκπαίδευση συνεχίσει να «ζυμώνεται» με την άθλια μαγιά των μνημονιακών (και όχι
μόνο) αντιεκπαιδευτικών νόμων, τότε δεν θα έχουμε τίποτε περισσότερο από
έναν... φρέσκο και αναβαθμισμένο μηχανισμό επιβολής των μνημονιακών μέτρων στην
εκπαίδευση.
Είναι φανερό ότι η λειτουργία των
θεσμών δεν καθορίζεται από τις προθέσεις των προσώπων που συμμετέχουν σ’
αυτούς, αλλά από τις πολιτικές που τους συγκροτούν.
Και είναι επίσης φανερό ότι η όλη
διαδικασία χρωματίζεται από την εφαρμογή των τριών μνημονίων και τις αντιλαϊκές
πολιτικές κυβέρνησης, Ευρωπαϊκής Ενωσης και ΟΟΣΑ.
Η στελέχωση του Δημοσίου σε
διοικητικό επίπεδο επιχειρείται στο πλαίσιο της εφαρμογής των παραδοτέων του
Μνημονίου και συνδέεται με την άμεση και βαθύτερη προώθηση του σχολείου της
αγοράς, τους μηδενικούς διορισμούς, την υποχρηματοδότηση, την αξιολόγηση.
Η θέση των διευθυντών εκπαίδευσης
είναι πολιτική θέση, άσχετα με τον αν η κατάληψή της γίνεται με διορισμό, με
«εκλογές», με ΑΣΕΠ, με προσόντα κ.λπ. Διαχρονικά, παίζει καθοριστικό ρόλο στην
προώθηση και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής.
Τα στελέχη στην εκπαίδευση, όπως
και σε όλο το Δημόσιο, δεν επιλέγονται για να εφαρμόσουν φιλεκπαιδευτικές
πολιτικές αλλά πολιτικές που βρίσκονται απέναντι από τα συμφέροντα του δημόσιου
σχολείου, των μαθητών και των εκπαιδευτικών.
Χρήστος Κάτσικας
efsyn.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου