Τα πάντα αλλάζουν και τίποτα δεν
μένει ίδιο, είχε πει ο σκοτεινός σοφός.
Οι πολλοί νομίζουν ότι ο θάνατος
είναι το τέλος. Μα όποιος έχει δει το μεγάλο υφαντό γνωρίζει ότι ο θάνατος
είναι μεταρσίωση.
Χρειάζεται να αιωρηθείς για να
μπορέσεις να καταλάβεις τα σχέδια του υφαντού. Τότε όλα εκείνα που σου
φαίνονταν άσκοπα, παράλογα και χαοτικά αποκτούν νόημα.
Κάποιοι το καταφέρνουν ν’
αφυπνιστούν μόνο την τελευταία στιγμή. Λίγοι είναι αυτοί. Οι περισσότεροι
πεθαίνουν έτσι όπως έζησαν, υπνοβατώντας.
~~
Ο Γκιέν έφυγε όσο πιο γρήγορα
μπορούσε απ’ το καλύβι του γέρου και τράβηξε βόρεια. Ουδείς προφήτης στον τόπο
του δεν γίνεται πιστευτός. Κι οι μάγοι οφείλουν να κάνουν το ίδιο.
Στάθηκε για λίγο στην Ελευσίνα,
αλλά η αποφορά της προόδου επηρέαζε τη δύναμη του. Συνέχισε και βρήκε απάγκιο
στα Μετέωρα. Εκεί ένιωθε αρκετά ισχυρός για να εξασκήσει την αρκανική τέχνη
του.
Εγκαταστήθηκε σ’ ένα
εγκατελειμμένο μητάτο και περίμενε τους ντόπιους να τον αναζητήσουν. Προμήθειες
δεν είχε μαζί του. Οι μάγοι δεν χρειαζόταν να κοπιάζουν. Οι λαϊκοί τους τάιζαν,
απ’ την αρχή του χρόνου.
Πέρασαν λίγες μέρες, πέρασαν και
βδομάδες, όμως κανείς δεν τον γύρεψε. Ο Γκιέν το πήρε απόφαση να πάει ως το
κοντινό χωριό, να μάθουν ότι υπήρχε μάγος τρανός στην περιοχή τους.
Στη μέση της διαδρομής συνάντησε
έναν καλόγερο απ’ τα μοναστήρια των βράχων.
“Τι ‘σαι ‘συ;” τον ρώτησε ο
καλόγερος, πριν καν τον χαιρετήσει.
“Κάποιος παλιότερος από σένα”,
αποκρίθηκε ο Γκιέν.
“Παλιότερος απ’ τον θεό ποιος
είναι;”
“Το ανείπωτο”, είπε ο Γκιέν.
Ο καλόγερος κατάλαβε. Προτού οι
άνθρωποι λατρέψουν εκείνον που λεγόταν Ιησούς, προτού οι άνθρωποι πιστέψουν
εκείνον που λεγόταν Γιαχβέ, προτού οι άνθρωποι προσκυνήσουν εκείνη που λεγόταν
και Δοάμνα, προτού οι άνθρωποι φοβηθούν τον κεραυνό, προτού οι άνθρωποι δώσουν
όνομα στο θεό, υπήρχαν ιερείς του ανείπωτου.
Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για
εκείνο, που υπήρξε πριν να υπάρχουν τα ονόματα, ήταν η σιωπή.
Μόλις ακούστηκε για πρώτη φορά
ένα όνομα γι’ αυτό, ξεκίνησαν οι άνθρωποι να χωρίζονται.
Το λέει κι ο μύθος για τον Πύργο
της Βαβέλ. Οι άνθρωποι πλησίαζαν το ανείπωτο, τη θέωση, όλοι μαζί. Αλλά
ξεκίνησαν να το ονομάζουν, κι είχαν πολλά ονόματα να πουν, ο καθένας στη γλώσσα
του. Τότε έχασαν την ευκαιρία, τότε αρχίσανε να σφάζονται εις το όνομα του θεού
τους.
Γιατί τα ονόματα περιορίζουν,
παγιώνουν, αποκλείουν όλες τις άλλες δυνατότητες. Το ανείπωτο δεν μπορεί να
ειπωθεί γιατί δεν υπάρχει ως είναι, αλλά μόνο ως γίγνεσθαι.
~~
“Είσαι μάγος”, είπε ο καλόγερος.
Δεν υπήρχε φόβος ή περιφρόνηση
στα λόγια του. Μόνο απορία.
“Ένα όνομα είναι κι αυτό”, είπε ο
Γκιέν.
Περπάτησαν λίγο ακόμα, χωρίς να
μιλήσουν. Μετά ο καλόγερος είπε:
“Και τι γυρεύεις;”
“Να με γυρέψουν.”
Ο καλόγερος γέλασε.
“Κακόμοιρε”, είπε. “Κακόμοιρε
παλιέ. Κανείς δε μας γυρεύει πια. Ούτε εμάς καν. Δεν το ξέρεις; Υπάρχουν νέοι
θεοί, με όνομα κι επίθετο. Τον Κάρολο τον Μαρξ τον έχεις ακουστά; Σαν τον
Χριστό, αλλά χωρίς πατέρα κι άγιο πνεύμα. Κι οι πιστοί του πεθαίνουν γι’
αυτόν.”
“Γιατί;”
“Γιατί υπόσχεται τον παράδεισο
στη γη. Τι ψέμα! Αλλά κι εσύ είσαι άχρηστος, γιατί δεν υπόσχεσαι τίποτα.”
Ο Γκιέν δεν τον πίστεψε. Ονόματα
πολλά είχαν δοθεί στο ανείπωτο. Οι θεοί και οι θνητοί έρχονταν και φεύγαν. Το
ανείπωτο συνέχιζε να υπάρχει.
Πριν χωρίσουν ο καλόγερος του
φώναξε:
“Καλή τύχη, μάγε”.
“Δεν υπάρχει τύχη”, απάντησε ο
Γκιέν.
“Χαχα, δεν υπάρχει τύχη, δεν
πιστεύεις στο θεό, καλά να πάθεις τότε.”
~~
Στο χωριό κατάλαβε τι του έλεγε ο
καλόγερος. Κανείς δεν του έδωσε σημασία, πέρα απ’ τα σκυλιά που τον γαβγίζανε
και τα παιδιά. Εκείνα τον ακολούθησαν φοβισμένα στην αρχή και μετά τον πήρανε
στις πέτρες. Ο Γκιέν έκανε μια αστραπιαία μεταμόρφωση και τα ‘διωξε.
Στήθηκε στην αγορά για να τον
δουν. Απέναντι στεκόταν πάνω σ’ ένα καφάσι ένας νέος ρήτορας.
“Αγρότη, αδελφέ μου, σύντροφε”,
έλεγε ο νέος και πολλοί είχαν μαζευτεί να τον ακούσουν. “Πόσο καιρό θα δέχεσαι
να σου κλέβουν τον ιδρώτα του προσώπου σου; Πόσο καιρό θα δέχεσαι να είσαι
δουλοπάροικος; Πόσο καιρό θα δέχεσαι να δουλεύεις για να πλουτίζουν οι
τσιφλικάδες; Τι έχεις να χάσεις πέρα απ’ τις αλυσίδες σου;”
Και κάπως έτσι συνέχιζε, ο κόσμος
χειροκροτούσε, μέχρι που φάνηκαν οι χωροφύλακες με τους παλικαράδες κι όρμηξαν
στο πλήθος. Έγινε συμπλοκή, έπεσαν ντουφεκιές, οι γυναίκες σκλήριζαν, τα παιδιά
έκλαιγαν, τα σκυλιά φώναζαν τη φωνή τους.
Μετά από λίγο δεν είχε μείνει
κανείς στην αγορά. Μόνο δυο νεκροί αγρότες κι ο μάγος. Κι εκείνος, αφού στάθηκε
για λίγο ακόμα μόνος, ανήμπορος, αχρείαστος, πήρε δρόμο.
Όπου κι αν πήγε, όπου κι αν
βρέθηκε το ίδιο συνέβαινε. Κανείς δεν του ‘δινε σημασία, κανείς δεν του φιλούσε
το χέρι, κανείς δεν του ζητούσε ένα ξόρκι, κανείς δεν τον φίλευε. Ώσπου
πείνασε, πείνασε πιο πολύ απ’ όσο είχε πεινάσει, κι αναγκάστηκε ν’ απλώσει το
χέρι του. Όχι για να μαγέψει, αλλά για να ζητιανέψει.
~~
Στην πόλη τον είδε να επαιτεί
ένας που δούλευε σε τσίρκο.
“Ξέρεις να κάνεις κόλπα;” τον
ρώτησε.
“Όχι, κόλπα δεν ξέρω.”
“Τι ξέρεις τότε; Γιατί είσαι έτσι
ντυμένος;”
“Ξέρω το παν, τα πάντα, το όλον
κι ό,τι λείπει απ’ αυτό, κι όλα όσα θα μπορούσαν να”, ξεκίνησε να λέει ο Γκιέν.
“Καλά, καλά”, τον έκοψε ο
τσιρκολάνος. “Αν θυμηθείς κάνα κόλπο έλα στο μαχαλά, γιατί τ’ αφεντικό ψάχνει
για ταχυδακτυλουργό”.
Ο Γκιέν θύμωσε, σκέφτηκε να του
ρίξει κατάρα. Αλλά σαν πείνασε ξανά πήγε στο μαχαλά.
~~
Εμφανιζόταν πριν τον Καραγκιόζη
και μετά την αρκούδα που χόρευε. Τα παιδιά γελούσαν μαζί του και θαμπώνονταν
όταν έβγαζε φωτιές απ’ τα χέρια του. Εκείνος ένιωθε για λίγο ότι έχει δύναμη,
μέχρι που ακουγόταν το χασαποσέρβικο, έβγαινε ο Καραγκιόζης με τα Κολλητήρια
στο πανί να χορέψουν, κι ο Γκιέν έφευγε γρήγορα απ’ τη μέση.
Έτσι γυρίσανε όλη την επαρχία,
μέχρι που φτάσανε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, μια μέρα που ο Γκιέν τα ‘πινε στην
τέντα, τον πλησίασε ένα παιδί.
“Είσαι στ’ αλήθεια μάγος;” τον
ρώτησε.
“Είμαι”, είπε ο Γκιέν.
“Και γιατί είσαι φτωχός;”
Ο Γκιέν φορούσε τρύπια παπούτσια
και το ξυπόλητο πιτσιρίκι τα ‘χε δει.
“Έτσι είναι οι μάγοι”, είπε ο
Γκιέν.
“Τότε καλύτερα να μην ήσουν”, του
είπε το παιδί.
Άδικα τον περίμεναν εκείνη τη
μέρα να βγει, μετά την αρκούδα που χόρευε.
~~
Ο Γκιέν γύρισε πίσω, στο χωριό
του. Αλλά πριν πάει στο πατρικό πέρασε απ’ το καλύβι του γέρου που κάποτε ήταν
μάγος.
Τον βρήκε στο κρεβάτι,
ετοιμοθάνατο. Ήταν άδειος σαν σκέλεθρο, σχεδόν επίπεδος. Κι η σκιά του κρεμόταν
απ’ το ταβάνι.
“Γιατί μου το ‘δωσες αυτό;” είπε
στον γέρο.
“Για να το ξεφορτωθώ”, ψιθύρισε
εκείνος τόσο απαλά που δεν τον άκουσε κανείς.
“Μου είπες ότι είμαι γεννημένος
για να γίνω μάγος.”
Ο γέρος τον κοίταξε καλά.
“Είσαι”, του είπε. “Δεν είσαι;”
“Τι κι αν είμαι; Κανείς δεν μ’
έχει ανάγκη πια. Κανείς δε με γυρεύει. Μόνο τα παιδιά.”
“Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολλά”,
είπε ο γέρος.
Ο Γκιέν αγανάκτησε και σήκωσε το
ραβδί του.
“Λύτρωση δεν ζητούσες, γέρο; Θα
στη δώσω εγώ.”
“Τώρα δεν τη χρειάζομαι”, είπε ο
γέρος. “Είναι εδώ, ήρθε να με πάρει.”
Μόνο τότε ο Γκιέν κατάλαβε ότι η
σκιά στο ταβάνι δεν ήταν του μάγου, αλλά ενός κοριτσιού. Ήταν η σκιά της Τιερού
που ‘χε έρθει να συνοδέψει τον πατέρα της στο ανείπωτο.
Ο Γκιέν πέταξε το ραβδί του και
γύρισε προς την πόρτα.
“Δε θα σε λυτρώσει αυτό”, του είπε
ο γέρος. “Με ραβδί και χωρίς ραβδί ίδιος μένεις. Μόνο να την ξεφορτωθείς
μπορείς, να ξεφορτωθείς την κατάρα σε κάποιον άλλον.”
~~
Γύρισε στο σπίτι του. Η μάνα του,
γριά πλέον, τον καλοδέχτηκε. Ο πρωτότοκος αδελφός, που ‘χε πάρει το σπίτι και
τη γριά μετά τον θάνατο του πατέρα τους καθόλου δεν χάρηκε. Αλλά αναγκάστηκε,
αφού έτσι έλεγαν οι παραδόσεις κι η μάνα, να του παραχωρήσει την μονοσάνιδη
παράγκα που ‘χαν δίπλα στο πετρόχτιστο, εκείνη που χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη
κι ως χοιροστάσιο.
Εκεί τον συνάντησε η γιαγιά του
γράφοντος, όταν ήταν ακόμα παιδούλα. Όλοι τον ήξεραν ως τον τρελό του χωριού,
τον μάγο -που δεν μπορούσε να κάνει μαγικά. Ήταν το φόβητρο των παιδιών, το
μορμολύκειο. Λέγαν ιστορίες γι’ αυτόν τα βράδια. Τα πιο θαρραλέα πήγαιναν να
πετάξουν πέτρες στην παράγκα του, για να τον κάνουν να βγει έξω και να τρέξουν
μακριά ουρλιάζοντας και γελώντας: “Ο μάγος, ο μάγος”.
Κι ο Γκιέν, στο κατώφλι της
παράγκας, εκλιπαρούσε για τη λύτρωση.
~~
Όταν πέθανε κι η μάνα, ο αδελφός
πείστηκε με τα λόγια της γυναίκας του, κι έφερε νοσοκόμους για να τον κλείσουν
στο σανατόριο της Τρίπολης, που λειτουργούσε σαν άσυλο φυματικών κι ανίατων
τρελών.
Ο Γκιέν, που κάποτε ήξερε μέχρι
και την ένατη μαγική επίκληση, εκείνη που δεν έχει όνομα, άδειασε ξανά.
Κυκλοφορούσε στην αυλή μ’ ένα
σκουπόξυλο κι οι άλλοι τρελοί τον αποκαλούσαν μάγο. Εκείνος τους ευλογούσε με
τη δύναμη της σκούπας.
Το τελευταίο που ειπώθηκε από τον
Γκιέν, έτσι όπως το έγραψε στην αναφορά του η νοσοκόμα υπηρεσίας, ήταν μια
φωνή: “Πάρε με στο Περού!”
Ο ασθενής είχε ξεγυμνώσει ένα
καλώδιο, κι αφού φώναξε για το Περού, το δάγκωσε και κάηκε απ’ το ηλεκτρικό
ρεύμα.
Τον έθαψαν έξω απ’ το χριστιανικό
νεκροταφείο του χωριού, γιατί ήταν αυτόχειρας.
~~
Έτσι τέλειωνε τη διήγηση η γιαγιά
μου. Τόσο μακάβρια και τετελεσμένα. Μα εγώ, μικρό παιδί τότε, ήθελα να μάθω
περισσότερα.
“Κι η Τιερού; Ο μάγος; Ο Γκιέν;
Τι έγιναν μετά;”
“Τίποτα δεν έγιναν. Τι να γίνουν;
Πέθαναν. Τι γίνονται οι νεκροί;”
“Μα μιλάμε γι’ αυτούς ακόμα. Κάτι
άλλο πρέπει να γίναν.”
“Έγιναν παραμύθια”, έλεγε η
γιαγιά και πετούσε μια ψείρα στη φωτιά. “Τράβα τώρα. Πήγαινε να δεις
τηλεόραση.”
Έφευγα ανικανοποίητος. Δεν
μπορούσα να πιστέψω ότι όλα τελειώνουν με τον θάνατο. Ίσως γιατί ήμουν μικρός,
ίσως γιατί είχα κι εγώ την κατάρα -αλλά αυτό το κατάλαβα αρκετά χρόνια μετά.
~~
Ήταν μια αιφνίδια φώτιση, τη μέρα
που θάβαμε τον παππού μου.
Στο νεκροταφείο, πριν ακόμα
τελειώσει η τελετή, είχαν πιάσει την κουβέντα για τις σοδειές και τον καιρό. Ο
παππούς είχε τρελαθεί πολλά χρόνια πριν, έτσι κανείς απ’ τους χωριανούς δεν
έδωσε σημασία, σαν να μην ήταν άνθρωπος αυτός που ‘χε πεθάνει.
Ούτε ο παπάς το ‘χε πάρει στα
σοβαρά. Μουρμούριζε τα λόγια για το χώμα και τη στάχτη, ενώ κοιτούσε τον ουρανό
για σύννεφα βροχής.
“Καλύτερα που πέθανε”, έλεγε ο
πατέρας μου στον κουνιάδο του, γιο του εκλιπόντα. “Τζάμπα βασανιζόταν, τζάμπα
σας βασάνιζε κι εσάς.”
“Ναι, αλλά χάσαμε τη σύνταξη.”
“Τη μισή. Την άλλη μισή θα”
“Γιατί λίγα είναι κι αυτά;”
Μίλησαν λίγο για την ανομβρία και
τις ελιές που ‘χαν κοκκινίσει πριν γεμίσουν.
“Είδες, σαν τον θείο του
κατάντησε κι αυτός”, άκουσα έναν γέρο να λέει από δίπλα. “Το ‘χουν στο αίμα
τους”.
“Ποιον θείο;” ρώτησε η γυναίκα
τον γέρο.
“Τον μάγο”, είπε εκείνος κι
έδειξε με το κεφάλι έξω απ’ το νεκροταφείο.
Τότε σταμάτησα ν’ ακούω και ν’
ανασαίνω και να σκέφτομαι. Μόνο περίμενα. Περίμενα να θάψουν τον παππού και να
φύγουν όλοι. Είπα ότι ήθελα να μείνω λίγο μόνος. Και περίμενα.
Σαν χάθηκαν στη στροφή βγήκα απ’
το νεκροταφείο κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα στ’ αγριόχορτα. Κάποια στιγμή
σκόνταψα. Ξερίζωσα τις τσουκνίδες και φανερώθηκε μια πλάκα. Δεν υπήρχε σταυρός.
Στην πλάκα έγραφε: Γιάννης Δόγκας. Το επίθετο της μητέρας μου και το όνομα του
μάγου.
Στ’ αυτιά μου βούισαν τα λόγια
του γέρου: “Το ‘χουν στο αίμα τους”.
Το παραμύθι που μου διηγιόταν η
γιαγιά ήταν η ιστορία της οικογένειας μου.
Τι γίνονται οι άνθρωποι όταν
πεθαίνουν, γιαγιά; Γίνονται παραμύθια, γίνονται ιστορίες, και μένουν στο αίμα
μας.
Και τότε ξεκίνησε να βρέχει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός