Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)



(Θεσσαλονίκη. Μάης το 1936. Μι μάνα, καταμεσς το δρόμου,
μοιρολογάει τ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της κα πάνω της,
βουΐζουν κα σπάζουν τ κύματα τν διαδηλωτν - τν περ-
γν καπνεργατν. κείνη συνεχίζει τ θρνο της):
I

Γιέ μου, σπλάχνο τν σπλάχνων μου, καρδούλα τς καρδις μου,
πουλάκι τς φτωχις αλς, νθ τς ρημις μου,

πς κλείσαν τ ματάκια σου κα δ θωρες πο κλαίω
κα δ σαλεύεις, δ γρικς τ πο πικρ σο λέω;

Γιόκα μου, σ πο γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Πο μάντευες τί πέρναγα κάτου π᾿ τ τσίνορό μου,

τώρα δ μ παρηγορς κα δ μο βγάζεις χνα
κα δ μαντεύεις τς πληγς πο τρνε μου τ σπλάχνα;

Πουλί μου, σ πο μο φερνες νεράκι στν παλάμη
πς δ θωρες πο δέρνουμαι κα τρέμω σν καλάμι;

Στ στράτα δ καταμεσς τ᾿ σπρα μαλλιά μου λύνω
κα σο σκεπάζω τς μορφς τ μαραμένο κρίνο.

Φιλ τ παγωμένο σου χειλάκι πο σωπαίνει
κι εναι σ ν μο θύμωσε κα σφαλιγμένο μένει.

Δ μο μιλες κι δόλια γ τν κόρφο δές, νοίγω
κα στ βυζι πο βύζαξες τ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, ντιστύλι μου, χαρ τν γερατει μου,
λιε τς βαρυχειμωνις, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πς μ᾿ φησες ν σέρνουμαι κα ν πον μονάχη
χωρς γουλιά, σταλι νερ κα φς κι νθο κι στάχυ ;

Μ τ ματάκια σου βλεπα τς ζως κάθε λουλούδι,
μ τ χειλάκια σου λεγα τ᾿ αγεριν τραγούδι.

Μ τ χεράκια σου τ δυό, τ χιλιοχαϊδεμένα,
λη τη γς γκάλιαζα κι λ᾿ ετανε γι μένα.

Νιότη π᾿ τ νιότη σου παιρνα κι κόμη χνογελοσα,
τ γερατει δν τρόμαζα, τ θάνατο ψηφοσα.

Κα τώρα πο θ κρατηθ, πο θ σταθ, πο θμπω,
πο πόμεινα ξερ δεντρ σ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ν δ σοναι βολετ νρθες ξαν σιμά μου,
πρε μαζί σου μένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ν εν᾿ τ πόδια μου λιγνά, μπορ ν πορπατήσω
κι ν κουραστες, στν κόρφο μου, γλυκ θ σ κρατήσω.

III

Μαλλι σγουρ πο πάνω τους τ δάχτυλα περνοσα
τς νύχτες πο κοιμόσουνα κα πλάϊ σου ξαγρυπνοσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο κα κοντυλογραμμένο,
καμάρα πο τ βλέμμα μου κούρνιαζε ναπαμένο,

Μάτια γλαρ πο μέσα τους ντίφεγγαν τ μάκρη
πρωινο ορανο, κα πάσκιζα μν τ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο πο ς λάλαγες νθίζαν
λιθάρια κα ξερόδεντρα κι ηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατι σν τ στρωτ φτερούγια τς τρυγόνας
πο πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ πίκρα μου κι γώνας,

Μπούτια γερ σν πέρδικες κλειστς στ παντελόνια
πο ο κόρες τ καμάρωναν τ δείλι π᾿ τ μπαλκόνια,

Κα γώ, μ μο βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ντρα,
σο κρέμαγα τ φυλαχτ μ τ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εωδιαστό μου δάσο,
πς ν πιστέψω μοιρη πς μπόραε ν σ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποι Μορα στγραφε κα ποι μο τχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτι στ στήθεια μου ν᾿ νάψει;

Πουρν - πουρν μο ξύπνησες, μο πλύθηκες, μο λούστης
πριχο σημάνει τν αγ μακρι καμπανοκρούστης.

Κοίταες μν φεξε συχν - πυκν π᾿ τ παραθύρι
κα βιαζόσουν σ ντανε ν πς σ πανηγύρι.

Εχες τ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τ σαγόνι
κι εσουν στν τόλμη σου γλυκός, ταρος μαζ κι ηδόνι.

Κα γ φτωχει κ᾿ νέμελη κα γ τρελλ κ᾿ σκύλα,
σοψηνα τ φασκόμηλο κι χν ματιά μου φίλα

Μι - μι τς χάρες σου, καλέ, κα τ λαμπρό σου θωρ
κι γαλλόμουν κα γέλαγα σν τρυφερούλα κόρη.

Κι οδ κακόβαλα στιγμ κι οδ᾿ τρεξα ξοπίσω
τ στήθεια μου ν βάλω μπρς τ βόλια ν κρατήσω.

Κι φτασ᾿ ργ κι, , πο ποτς μν φτανε τέτοια ρα
κι, , κάλλιο ν γκρεμίζονταν στ καύκαλό μου χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, ργήσαμε· ψηλώνει λιος· λα,
κα τ φαγάκι σου ρημο θ κρύωσε στν πιατέλα.

μπλέ σου μπλοζα τς δουλεις στν πόρτα κρεμασμένη
θ καρτεράει τ σάρκα σου τ μαρμαρογλυμμένη.

Θ καρτεράει τ κρύο νερ τ δροσερό σου στόμα,
θ καρτεράει τ χντα σου τ᾿ σβεστωμένο δμα.

Θ καρτεράει κ᾿ γάτα μας στ πόδια σου ν παίξει
κι λιος ργς θ καρτερ στ μάτια σου ν φέξει.

Θ καρτεράει κ᾿ ρούγα μας τ᾿ δρ περπάτημά σου
κ᾿ ο γρίλιες ο μισάνοιχτες τ᾿ ηδονολάλημά σου.

Κα τ συντρόφια σου, καλέ, πο τς βραδις ρχόνταν
κα λέαν κα λέαν κι π᾿ τ δια τος τ λόγια φλογιζόνταν

Κα μπάζανε στ σπίτι μας τ φς, τν πλάση κέρια,
παιδί μου, θ σ καρτερν ν κάνετε νυχτέρια.

Κα γ θ καρτεράω σκυφτ βραδ κα μεσημέρι
νρθε καλός μου, θάνατος, κοντά σου ν μ φέρει.

...

ΙΧ

Παναγιά μου, ν εσουνα, καθς γώ, μητέρα,
βοήθεια στ γιό μου θστελνες τν γγελο π πέρα.

Κι, χ, Θέ μου, Θέ μου, ν εσουν Θες κι ν εμασταν παιδιά σου
θ πόναγες καθς γώ, τ δόλια πλάσματά σου.

Κι ν εσουν δίκειος, δίκαια θ μοίραζες τν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδ ν φάει κα ν χορτάσει.

Γιέ μου, καλ μο τλεγε τ γνωστικό σου χελι
κάθε φορ πο ρμήνευε, κάθε φορ πο μίλει:

μες ταγίζουμε ζω στ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ μες οτ᾿ να ψίχουλο δν χουμε στ χέρι.

μες κρατμε λη τ γς μς στ᾿ ργασμένα μπράτσα
κα σκιάχτρα στέκουνται ο Θεο κι φέντη χουνε φάτσα.

χ, γιέ μου, πι δ μομεινε καμι χαρ κα πίστη,
κα τ χλωμ κα τ στερν καντήλι μας σβήστη.

Καί, τώρα, π σ ποι φωτι τ χέρια μου θ᾿ νοίγω,
τ παγωμένα χέρια μου νν τ ζεστάνω λίγο;   














http://users.uoa.gr

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *