γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Δεκαετίες πριν, τον περασμένο αιώνα, είχα λάβει δώρο καλότατο μια κασέτα χειροποίητη. Δεν θυμάμαι ποιος λάτρης του δημοτικού τραγουδιού μού την είχε χαρίσει, ίσως κάποιος από τους Θρακιώτες δημοσιογράφους που γνωρίζαμε τότε εμείς οι πρωτευουσιάνοι στα θερινά δημοσιογραφικά συνέδρια της Σαμοθράκης. Τραγουδούσε ο Χρόνης Αηδονίδης. Θρακιώτικα. Θα ‘ταν από τον καιρό που ο λαμπρός τραγουδιστής δεν είχε ξανοιχτεί ακόμα σε τραγούδια της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας. Να ‘ταν η παλιωμένη από την πολλή χρήση κασέτα, λέξη έκπτωτη πια, όπως και η πρωτοξαδέλφη της η βιντεοκασέτα, αφού έχουν κηρυχθεί έκπτωτα τα ίδια τα πράγματα που ονομάτιζαν; Να ‘ταν το σαραβαλάκι μου που υποδυόταν το μαγνητόφωνο;
Οπως και να ‘χει, σ’ ένα τραγούδι, που δεν το είχα συναντήσει στη γνωστή δισκογραφία του Αηδονίδη –ιδού, όνομα και άνθρωπος–, κάποιες λέξεις, ένα ημιστίχιο, δεν ακούγονταν καθαρά. Κι εγώ χρειαζόμουν καθαρή την αφήγηση και το νόημα, για ένα από τα κείμενα περί δημοτικής ποίησης που είχα άλλα στα σκαριά της γραφομηχανής κι άλλα στο βάθος του μυαλού μου. Ηταν ένα τραγούδι νόστου και αναγνωρισμού, από αυτά που συγκίνησαν τον Γιώργο Σεφέρη και έπλασε τον «Γυρισμό του ξενιτεμένου». Την κλίμακα της αναγνώρισης που ακολουθεί η σύζυγος στο θρακιώτικο τραγούδι, ώσπου να βεβαιωθεί πως αυτός που της ζητάει φιλί είναι ο άντρας της, δεν την είχα ακούσει ποτέ άλλοτε. Ούτε την είχα διαβάσει σε κάποια συλλογή δημοτικών.
«Μα γιατί δεν τηλεφωνείς στον Αηδονίδη; Θα το δεις, θα χαρεί», μου πρότεινε φίλος εξαίρετος, και επίσης εξαίρετος φιλόλογος, ο Παναγιώτης Σκορδάς, από την Αγιάσο της Λέσβου. «Εχω το τηλέφωνό του», επέμεινε. Μάταια. Ακόμα κι όταν, χρόνια αργότερα, με πληροφόρησε ότι ο Αηδονίδης είχε αποκτήσει επίσημη ιστοσελίδα, με τίτλο το ονοματεπώνυμό του και υπότιτλο τον δεκαπεντασύλλαβο «για να θυμούνται οι παλιοί κι οι νέοι να μαθαίνουν», και ότι μπορούσα να τον ρωτήσω μέσα από την ειδική στήλη επικοινωνίας, δεν το τόλμησα. Οπως δεν τόλμησα ποτέ να χαιρετήσω τον Μιχάλη Κατσαρό στους δρόμους της Αθήνας, όπου διασταυρωνόμασταν συχνά, όταν η «Καθημερινή» στεγαζόταν στη Σωκράτους. Κι ας υπεραγαπούσα την ποίησή του· κι ας υποκλινόμουν στη σφόδρα αντιδογματική «κατά Σαδδουκαίων» στάση του, που την πλήρωσε ακριβά. Εβλεπα τη Δευτέρα το βράδυ, τη μέρα που πέθανε ο Αηδονίδης, τη λιτή αυτοϊστόρησή του στο «Μονόγραμμα» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη. Και σκεφτόμουν ότι το «Μονόγραμμα», το «Παρασκήνιο» και κάποιες άλλες εκπομπές λόγου είναι ο πραγματικός πλούτος της ΕΡΤ. Μόνο που η κρατικοκομματική τηλεόραση δεν εκτιμά ιδιαίτερα την περιουσία της. Αν την εκτιμούσε, θα νοιαζόταν και να την αβγατίσει. Αλλά «ο κύκλος του “Μονογράμματος” έκλεισε». Είναι πολλά τα σίριαλ βλέπετε, και πού να βρεθεί τηλεοπτικός χρόνος, πού να περισσέψει χρήμα. Οσο για τα ιδιωτικά κανάλια, που υποχρεώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, άρθρο 15, να διασφαλίζουν τρεις βασικές αρχές, την ισότητα, την αντικειμενικότητα και την ποιότητα, σέβονται την τρίτη όσο και τις δύο πρώτες. «Πέθανε ποιος; Ο Χρόνης Αηδονίδης; Μισό λεπτό. Εννοώ να του αφιερώσετε μισό λεπτό, όχι να με περιμένετε μισό λεπτό για να σκεφτώ πώς θα τον τιμήσουμε στ’ αλήθεια». Ετσι πάει το πράμα εκεί, στα φέουδα της «ενημέρωσης», κι έτσι θα συνεχίσει να πηγαίνει. Διότι, ας το ξαναπούμε, «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία».
Ο Αηδονίδης, όπως και η Δόμνα Σαμίου, εννόησε τη συνέχιση της παράδοσης ως υπεράσπισή της από τους καπήλους της.
Ο Χρόνης Αηδονίδης, θαλερός άχρι θανάτου, είχε γίνει προ πολλού στοιχείο της παράδοσής μας. Και το κατόρθωσε επειδή δεν επαναπαύτηκε στη φωνή του, δώρο του Θεού, της φύσης ή της μάνας του, εξαιρετικής τραγουδίστριας, και του παπά πατέρα του, που τον έπαιρνε από μικρό στην εκκλησία, κι αυτός άρχισε σιγά σιγά να ψέλνει τροπάρια· από τα «εύκολα», όπως αυτοβιογραφείται στην ιστοσελίδα του, σε τρίτο πρόσωπο. Καλλιέργησε το χάρισμά του σπουδάζοντας. Και συνειδητοποίησε ότι η παράδοση πάει ζευγάρι με την παραλαβή. Δεν είναι δηλαδή κατιτίς το τελειωμένο και νεκρό, κατιτίς το αποθηκευμένο σε οριστική μορφή, αλλά κάτι που το νοηματοδοτούν και το ανασχηματίζουν οι επιλογές του εκάστοτε παραλήπτη ή «συνεχιστή της παράδοσης», όπως συμβατικά τον ονομάζουμε.
Είναι χαρακτηριστική η απάντησή του σε μια ερώτηση του Αντώνη Μποσκοΐτη, σε συνομιλία τους που έγινε το 2001 αλλά είχε μείνει ανέκδοτη μέχρι τώρα (βλ. https://olafaq.gr/people/interviews/chronis-aidonidis-ereynitis-agonistis/). Τον ρωτάει λοιπόν ο δημοσιογράφος αν τον κολάκευε ο σεβασμός που έτρεφαν οι νεότεροι για την τέχνη του. Και ο Αηδονίδης αποκρίνεται ως εξής: «Αλίμονο. Τη Μαρίζα Κωχ τη γνωρίζω από τότε που ξεκίνησε. Να μη χαίρομαι που πήγε να ξεπλύνει τα δημοτικά από τη χουντική κατάχρηση; Αν κάθε χουντικό διάγγελμα ακουγόταν συνοδεία κλαρίνων και τσάμικων, ήταν πολύ φυσικό να υπάρξει αντίδραση απ’ τους νεότερους, οι οποίοι αγαπούσαν τρομερά την παράδοση, σαν την Κωχ, τον Σαββόπουλο και άλλους. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αν “πειράζει” κανείς τον ήχο, αν θα έχει δημοτική κομπανία ή ποπ μπάντα. Ο λόγος μετράει, η ιστορία του κάθε τραγουδιού, η ποίηση που μας τροφοδοτεί η ίδια η παράδοση».
Ο Αηδονίδης, όπως και η Δόμνα Σαμίου, εννόησε τη συνέχιση της παράδοσης ως υπεράσπισή της από τους καπήλους της, που τη διαστρεβλώνουν, τη νοθεύουν, την πετσοκόβουν με τα μαχαίρια της ημιμάθειας και του σωβινισμού, για να την καταντήσουν ίση με το μικρότατο ανάστημά τους. Τα κλαρίνα των χουντικών, που ακούγονταν στη διαπασών όταν οι βασανιστές λιάνιζαν αντιστασιακούς, ώστε να σκεπάζονται οι οιμωγές τους, απείλησαν με τελεσίδικη απαξίωση τη μισή κληρονομιά μας, τη νεοελληνική. Ακριβώς όπως το κιτς των πανηγύρεων της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο απείλησε την άλλη μισή, την αρχαιοελληνική.
«Τα μακεδονίτικα», λέει στην ίδια συνέντευξη ο Αηδονίδης, «ήταν κομμένα από τη χούντα για χρόνια. Ξέρετε γιατί; Τα θεωρούσαν κομμουνιστικά, λόγω της γειτονίας με τη Βουλγαρία». Και διαβάζουμε στο βιβλίο της Αλίκης Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2016): «Στο πλαίσιο των μέτρων άρσης της ετερότητας που επιβλήθηκαν στον Μεσοπόλεμο και τις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες, το κράτος απαγόρευσε τη χρήση των μουσικών οργάνων των ντόπιων. Ο λόγος των ντόπιων συχνά αναφέρεται σε περιστατικά κατά τα οποία οι χωροφύλακες εισέβαλλαν στα σπίτια τους τη νύχτα και “έσφαζαν” τις γκάιντες τους». Οχι, δεν είναι πανηγυράκι η παράδοση.