Η Ελληνική Δημοκρατία διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την πλήρη ικανοποίηση όλων των δημοσίων αξιώσεών της αλλά και των αξιώσεων Ελλήνων υπηκόων, που πηγάζουν από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το Απόρρητο Πόρισμα Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που φέρνει στο φως το CNN Greece.
Στα συμπεράσματα του ογκώδους πορίσματος, που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2014, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους εισηγείται ότι αν η Ελληνική Δημοκρατία επιθυμεί τη “δυναμικότερη προώθηση των διεκδικήσεων της”, πρέπει να ακολουθήσει τα εξής βήματα: Να προσκαλέσει, μέσω της διπλωματικής οδού, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε διαπραγματεύσεις. Σε περίπτωση που η Γερμανία αρνηθεί να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις ή σε περίπτωση που οι δύο χώρες αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία, τότε η Ελλάδα θα πρέπει να προσφύγει απευθείας “σε δεσμευτική για τα μέρη δικαιοδοτική κρίση”, παρακάμπτοντας το Διαιτητικό Δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου.
Η Έκθεση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Η Ομάδα Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους συγκροτήθηκε μετά την πρώτη Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (τον Μάρτιο του 2013), προκειμένου να προβεί σε “ειδική νομική μελέτη, επεξεργασία και τεκμηρίωση της υπόθεσης των Γερμανικών Αποζημιώσεων (κατοχικό δάνειο, πολεμικές επανορθώσεις και ατομικές αποζημιώσεις)” αλλά και να υποβάλει πόρισμα για “την πορεία και τον αποτελεσματικότερο και επωφελέστερο για τα συμφέροντα της χώρας νομικό χειρισμό”.
Το Απόρρητο Πόρισμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που αποκαλύπτει σήμερα το CNN Greece, βρίσκεται ήδη στα χέρια των αρμόδιων υπουργείων, προκειμένου να αξιοποιηθεί. Στα ίδια χέρια βρίσκεται και η δεύτερη Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για τον “Προσδιορισμό Αξιώσεων από τις Γερμανικές Επανορθώσεις και το Κατοχικό Δάνειο”, η οποία αποτιμά τις συνολικές απαιτήσεις στο ιλιγγιώδες ποσό των 341 δισ. ευρώ. Σε αυτό περιλαμβάνονται απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ύψους 9 δισ., το κατοχικό δάνειο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ύψους 10,34 δισ., και οι υπόλοιπες αξιώσεις από τον ίδιο πόλεμο. (Τα προαναφερόμενα ποσά είναι σε ευρώ αξίας 2014)
Στο πόρισμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εξετάζεται ενδελεχώς τόσο το ιστορικό της υπόθεσης, όσο και το θεσμικό πλαίσιο των Διεθνών Συμβάσεων πάνω στις οποίες εδράζεται το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων. Σημαντικότερες εξ αυτών είναι η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 “Περί Εξωτερικών Γερμανικών Χρεών”, η οποία προβλέπει το διακανονισμό των γερμανικών εξωτερικών χρεών, αλλά και η Συνθήκη της Μόσχας του 1990 (Συνθήκη 2+4) για τον Οριστικό Διακανονισμό σε Σχέση με τη Γερμανία. Σε αυτήν την τελευταία δεν μετέχει η Ελλάδα και υπογράφεται μόνο μεταξύ της ενωμένης, πλέον, Γερμανίας και των τεσσάρων δυνάμεων κατοχής (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία).(Παράγραφοι Πορίσματος 12-15)
Επιπλέον, το Πόρισμα εξετάζει τις διμερείς Συμβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Πρόκειται για τις δύο Συμβάσεις της Βόννης του 1960 και του 1961, και τη Συμφωνία της Αθήνας του 1974. Οι τρεις αυτές διμερείς συμφωνίες καθορίζουν τον διακανονισμό των ελληνικών αξιώσεων και περιλαμβάνουν: την αποζημίωση οικείων των φονευθέντων από το ναζιστικό καθεστώς, την αποζημίωση για αφαιρεθέντα καπνά στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και τις αποζημιώσεις για αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ Ελλήνων υπηκόων που υπέστησαν ζημιές, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου. Το συνολικό ποσό, όπως προκύπτει από τις τρεις αυτές Συμβάσεις, αγγίζει τα 52 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα.
Πού στηρίζεται η άρνηση της Γερμανίας
Τελευταία φορά που η Ελλάδα προέβη σε διπλωματική κίνηση διεκδίκησης ήταν τον Νοέμβριο του 1995, με τη ρηματική διακοίνωση του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Βόννη κ. Μπουρλογιάννη-Τσαγγαρίδη. Η ρηματική διακοίνωση ζητούσε την έναρξη διμερών συνομιλιών, προκειμένου να ρυθμιστούν τα εκκρεμή ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτήν, η γερμανική πλευρά απάντησε αρνητικά με ένα απλό ανακοινωθέν.
Σύμφωνα με το Πόρισμα, η αρνητική στάση των γερμανικών αρχών στηρίζεται στην άποψη ότι “η Συνθήκη της Μόσχας δεσμεύει και την Ελλάδα και στην εκ τούτου συνέπεια ότι, εφόσον η Συνθήκη αυτή σιωπά ως προς τις επανορθώσεις, η σιωπή αυτή ισοδυναμεί με την οριστική επίλυση [του ζητήματος], άποψη σύμφωνη με τη γερμανική θεωρία και νομολογία”.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα απασχολεί τη νομική συζήτηση επί των γερμανικών αποζημιώσεων. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο προκύπτει από τη “Συνθήκη 2+4” νομική επίπτωση σε κράτη που δεν την υπέγραψαν, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε πριν και μετά τις εκλογές ότι αν η Γερμανία πλήρωνε στην Ελλάδα τις αποζημιώσεις για τα εγκλήματα και τις καταστροφές που έκαναν οι ναζί κατά την διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτό θα απορροφούσε το σύνολο του δημόσιου χρέους. Κάποιος που λέει τέτοιες ανοησίες στον λαό του, δεν εκπληρώνει το καθήκον του που είναι να πει την αλήθεια.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όπως αναφέρει στις σελίδες 65-70 του πορίσματός του, κρίνει “εσφαλμένη” την άποψη αυτή, καθώς θεωρεί ότι “σύμφωνα με τους Κανόνες του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις που συμμετείχαν σε αυτήν δεν μπορούν να δεσμεύουν τα κράτη που έχουν απαιτήσεις εναντίον της Γερμανίας”. Καταλήγει, έτσι, στο συμπέρασμα ότι η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 εξακολουθεί να δεσμεύει τη Γερμανία και ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις της Ελλάδας παραμένουν “ισχυρές και σε εκκρεμότητα”.