Η... ανατομία των δεικτών φτώχειας με τον διευθυντή Ερευνών στο ΕΚΚΕ και δημογράφο Διονύση Μπαλούρδο αποκαλύπτει όχι μόνο τη ραγδαία φτωχοποίηση των νέων και των παιδιών, αλλά και το συγκλονιστικό γεγονός ότι η Ελλάδα θα χάσει μία ακόμη γενιά: αυτή που δεν θα γεννηθεί, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των ζευγαριών!
Κι όμως, ενίοτε οι αριθμοί λένε την αλήθεια. Η ισοπεδωτική φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας τον καιρό των μνημονίων γίνεται φανερή, αν υπολογίσουμε τον κίνδυνο φτώχειας με βάση το στατιστικό όριο που ίσχυε το 2008: με βάση αυτό το μέτρο, σχεδόν ο μισός πληθυσμός (για την ακρίβεια ποσοστό 48%) θα καταγραφόταν σήμερα ως φτωχός, ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με το 20% του 2008.
Η διαφορά με τα επίσημα στοιχεία εγκείται στο ότι από το 2008 μέχρι σήμερα ο πήχης για τον προσδιορισμό της φτώχειας έχει «ψαλιδιστεί»...
Εμβαθύνοντας στους δείκτες της φτώχειας με τη βοήθεια του διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και δημογράφου Διονύση Μπαλούρδου, αναδύεται μια συγκλονιστική εικόνα, με επιμύθιο ότι αυτή την κρίση την πληρώνουν τα παιδιά και οι νέοι, δηλαδή το μέλλον της χώρας, αυτά που υπάρχουν, αλλά και μια γενιά που θα χαθεί, γιατί πολύ απλά δεν θα... γεννηθεί, καθώς η κρίση προκαλεί μη αναστρέψιμες «βλάβες» στους δείκτες γονιμότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, ένας άλλος παράγοντας που αποδεικνύει ότι οι νέοι αποτελούν θύματα της κρίσης προκύπτει από μια έρευνα του ευρωβαρόμετρου, που μελετά την επιθυμία τους να φύγουν για άλλη χώρα: με στοιχεία από το (μακρινό πλέον, όσον αφορά την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης) 2011, το 37% των νέων επιθυμούν να φύγουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που βρισκόταν στο 25%.
Τι άλλο βρίσκει ο συνομιλητής μας «συγκλονιστικό»; Τη δύσκολη κατάσταση διαβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, όταν μετράμε τους υλικούς δείκτες στέρησης.
Πρόκειται για 9 δείκτες που περιλαμβάνουν από αδυναμία πληρωμής λογαριασμών μέχρι τη δυνατότητα για διακοπές, ενώ η ακραία στέρηση προκύπτει όταν κάποιος στερείται περισσότερους από τέσσερις δείκτες.
Συγκεκριμένα: «Στην Ελλάδα τα παιδιά και οι νέοι 18-24 χρόνων είναι οι νέες ομάδες που βρίσκονται αντιμέτωπες με το κατώφλι της φτώχειας και πληρώνουν την κρίση, η οποία -όσο διαρκεί- τείνει να λάβει διαστάσεις χρόνιου φαινομένου. Και η κατάσταση αναμένεται να γίνει ακόμη χειρότερη τα επόμενα χρόνια, καθώς καταρρέουν τα άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης και η κοινωνική βοήθεια συρρικνώνεται, αντί να επεκτείνεται, λόγω των μέτρων», τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο κ. Μπαλούρδος.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ πως σε πρόσφατη έκθεση του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική δικαιοσύνη στην Ε.Ε. των 28, στις ηλικίες 18-24 στην Ελλάδα καταγράφεται ένα απ’ τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στην Ε.Ε., που αγγίζει το 52,4%.
Ατεκνοι εξ ανάγκης
«Καθώς ο κίνδυνος φτώχειας φτάνει σε υψηλά επίπεδα, αποτελεί αποθαρρυντικό παράγοντα για τα ζευγάρια, που αναβάλλουν την απόκτηση παιδιών και αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον δείκτη γονιμότητας, ο οποίος ανέκοψε την ανοδική πορεία του το 2009, που ήταν 1,49 παιδιά ανά γυναίκα, προσεγγίζοντας το 2013 την τιμή 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς οι γυναίκες αποκτούν παιδιά ολοένα και σε μεγαλύτερη ηλικία. Το ερώτημα είναι αν θα “προλάβουν” να αποκτήσουν τα παιδιά που πραγματικά θέλουν.
»Από την άλλη, οι ειδικοί θεωρούν ορόσημο το όριο του 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, επισημαίνοντας την “παγίδα της γονιμότητας”, που σημαίνει ότι όποιος περάσει κάτω από αυτό το όριο, δύσκολα μπορεί να ανατρέψει τον δείκτη. Το δεύτερο όριο του 1,3 παιδιά ανά γυναίκα αποκαλείται χαμηλή γονιμότητα: είναι πια το όριο, όπου είναι δύσκολο να λάβεις μέτρα πολιτικής και να επηρεάσεις τον δείκτη.
»Είμαστε πραγματικά σε αδιέξοδο, καθώς -σύμφωνα με τους ειδικούς- καμία χώρα που έχει παγιδευτεί στη χαμηλή γονιμότητα δεν έχει επιστρέψει ξανά στο όριο του πάνω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. Διαπιστώνω λοιπόν ότι οι δείκτες οικονομικής ύφεσης έχουν αρνητική συσχέτιση και επηρεάζουν τη νεολαία, διότι με τον αρνητικό δείκτη γονιμότητας χάνουμε μια γενιά παιδιών, των οποίων η γέννηση αναβάλλεται...», εξηγεί ο οικονομολόγος-δημογράφος συνομιλητής μας.
Επισημαίνει ότι δεν έχει μελετηθεί αρκετά η επίπτωση της κρίσης στη νεολαία, καθώς οι έρευνες για τη φτώχεια των νέων στην Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη είναι περιορισμένες, ενώ -με βάση τα στοιχεία που έχουμε- το 2013 το ποσοστό φτώχειας των νέων 18-24 χρόνων στην Ελλάδα ανήλθε στο «εξωφρενικό» –όπως το χαρακτήρισε– 34,1%. «Αυτό έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες.
»Για να αναφέρουμε δύο μονάχα: στην Ελλάδα από παράδοση τα νεαρά άτομα έχουν παρατεταμένη παραμονή στο πατρικό σπίτι, κοντά στο 60% των νέων 18-24 παραμένουν με τους γονείς τους, σε αντίθεση με χώρες, όπως είναι η Σουηδία για παράδειγμα, που το ποσοστό είναι κοντά στο 20%. Ο άλλος παράγοντας προκύπτει από μια έρευνα του ευρωβαρόμετρου που μελετά την επιθυμία των νέων να φύγουν για άλλη χώρα: με στοιχεία του 2011, το 37% των νέων επιθυμούν να φύγουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 25%».
Δείκτες στέρησης
Αναφέραμε πιο πάνω ότι ακραία στέρηση θεωρείται όταν κάποιος στερείται τουλάχιστον 4 απ’ τους 9 δείκτες υλικής στέρησης, με παραδείγματα δεικτών από την πληρωμή ενός λογαριασμού μέχρι τη δυνατότητα για διακοπές. Ετσι η ακραία στέρηση, από το 11,6% που ήταν το 2000, σχεδόν διπλασιάστηκε το 2014, φτάνοντας το 21,5%. «Είναι πολύ ανησυχητική η εκτίναξη της απόλυτης φτώχειας, το να μην μπορείς να φας κρέας, να πληρώσεις νοίκι, να έχεις αυτοκίνητο. Ενα υποστοιχείο αυτού του σύνθετου δείκτη είναι να μην μπορεί κανείς να αντεπεξέλθει σε απρόσμενες οικονομικές απαιτήσεις, που στον πληθυσμό ανέρχεται στο 47,1%. Ολα αυτά συνηγορούν στην επιδείνωση της συνολικής κατάστασης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού», μας λέει ο κ. Μπαλούρδος.
Από ‘κεί και πέρα, είναι πολλά τα δεδομένα που φανερώνονται, όταν αποκρυπτογραφούμε τους στατιστικούς δείκτες. Εχουμε και λέμε:
■ Η φτώχεια γίνεται δριμύτερη. Από το 23,4% που ήταν ο δείκτης του χάσματος φτώχειας το 2010, έχει υπερβεί το 30% το 2014, αυξήθηκε σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες σε τέσσερα μόλις χρόνια, δείχνοντας πως οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι.
■ Οι φτωχοί μακράς διάρκειας βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, πάνω από το 12,4%, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 2013.
■ Στις νέες ομάδες φτωχών, έχουμε την είσοδο των «εργαζόμενων φτωχών», όπου περίπου ο ένας στους εφτάμισι εργαζόμενους καταγράφεται φτωχός, αφού το 13,2% των εργαζομένων ανήκει πλέον σε αυτήν την κατηγορία.
«Φαίνεται επομένως ότι στην περίοδο της κρίσης, και όχι μόνο, η απασχόληση δεν αποτελεί επαρκή δείκτη προστασίας απέναντι στη φτώχεια και αυτό γίνεται κατανοητό με την καταβαράθρωση των εργασιακών σχέσεων: η ομάδα που πλήττεται ιδιαίτερα και καταγράφει υψηλό κίνδυνο φτώχειας σε ποσοστό 27,9% είναι οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης», επισημαίνει στην «Εφ.Συν.» ο κ. Μπαλούρδος.