γράφει ο Γιώργος Στρατόπουλος
Η αριθμητική δεν είναι δημοκρατική λέει ο Στέφανος, επί έτη πολλά κι ακόμη σήμερα δάσκαλός μου. Και προσθέτει «γιατί έχει ένα δυσάρεστο χαρακτηριστικό: το αποτέλεσμα δεν επιδέχεται διαφορετικής γνώμης». Για την ερμηνεία των αριθμών μπορούν να υπάρξουν πολλαπλές εκδοχές, οι επιμέρους ποσότητες όμως έχουν μία και μοναδική τιμή.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ ο φρέσκος άνεμος Δημοκρατίας συμπαρέσυρε και τις αντιδημοκρατικές ιδιότητες της αριθμητικής. Συχνές και σοβαρές ανακρίβειες, αριθμοί ατάκτως ερριμμένοι ή κακοποιημένοι ακούστηκαν από τα πλέον αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Αυτή η στάση συνοδευόταν -στα μάτια μου τουλάχιστον- από βαθιά υποτίμηση των ποσοτικών δεδομένων, σάμπως όλη η κρίση να μην είναι κατά βάση μια σειρά ποσοτικών δεδομένων, η διαχείριση των οποίων γεννά ποιοτικά χαρακτηριστικά που αφορούν ανθρώπους.
Η άγνοια των ποσοτικών δεδομένων της ελληνικής οικονομίας και η υποτίμηση της σημασίας τους ήταν η βάση για την καταστροφική πολιτική διαχείρισή της το 2015. Ειλικρινά δεν ξέρω αν πρόκειται για άγνοια ή στρατηγική προπαγάνδα, οπωσδήποτε πάντως είναι πολύ διαδεδομένη η προχειρότητα, η υποτίμηση και η παραποίηση των αριθμών.
Την προηγούμενη εβδομάδα δύο τέως κορυφαίοι των οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα δημοσίευσαν άρθρα σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Στις αναλύσεις τους επιστράτευσαν νούμερα και ποσοτικά στοιχεία εύληπτα, γνωστά και δημοσιευμένα, αλλά με ανακρίβειες ή και παραδοξότητες. Πρόκειται όμως για δύο ακαδημαϊκούς, είχαν όλα τα αναλυτικά εργαλεία για να περιγράψουν τα ποσοτικά στοιχεία με ενάργεια και ακρίβεια.
Ο κ. Γιάννης Βαρουφάκης με άρθρο του (Καθημερινή) ασχολήθηκε με το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Εγραψε:
«Το 2013 είχαμε την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση όταν το Δημόσιο δανείστηκε, μέσω του κρατικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), περί τα 40 δισ. υπέρ των τραπεζών λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την πλειοψηφία των τραπεζικών μετοχών. Ομως, μήνες αργότερα εκδόθηκαν νέες τραπεζικές μετοχές σε τιμές 80% χαμηλότερες από εκείνες που είχε καταβάλει το Δημόσιο (ΤΧΣ). Με απόφαση της κυβέρνησης ΝΔ. - ΠΑΣΟΚ δεν επετράπη στο Δημόσιο (ΤΧΣ), ή στους μικροεπενδυτές, η αγορά τους. Ετσι, εντός μηνών, τα πρώτα 20 δισ. φορολογουμένων και μικροεπενδυτών εξανεμίστηκαν».
Η πραγματικότητα: Το Δημόσιο μέσω ΤΧΣ πράγματι δανείστηκε περίπου 40 δισ. Εξ αυτών περίπου 15 χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθεί το funding gap των τραπεζών Αγροτική, Ταχ. Ταμιευτήριο, Proton Bank, Ασπίς κ.λπ.
Τα υπόλοιπα 25 δισ. χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών και έναντι αυτών των 25 δισ. το Δημόσιο έλαβε ως αντάλλαγμα την πλειοψηφία των τραπεζικών μετοχών. Οι τιμές στις οποίες απέκτησε τις μετοχές το ΤΧΣ παρατίθενται στη στήλη (2) του Πίνακα Ι.
Την Ανοιξη του 2014 οι 4 συστημικές τράπεζες προχώρησαν σε νέες Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου. Οι τιμές των νέων ΑΜΚ φαίνονται στην στήλη (3) του Πίνακα Ι και σε σύγκριση με τις τιμές κτήσης του Δημοσίου για την Alpha η τιμή ήταν 48% υψηλότερη, για την Πειραιώς η τιμή ήταν ίδια, ενώ 49% και 80% χαμηλότερη για τις Εθνική και Eurobank αντιστοίχως. Σε αυτές τις τιμές η αξία των μετοχών του ελληνικού Δημοσίου ήταν 18,5 δισ., δηλαδή 6,5 δισ. χαμηλότερη από το ποσό που κατέβαλλε για να τις αποκτήσει. Στην πραγματικότητα δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί «τα πρώτα 6,5 δισ. των φορολογουμένων εξανεμίστηκαν». Τα 6,5 δισ., όχι 20! Κι αν θέλαμε με έναν αριθμό να περιγράψουμε τη σχέση μεταξύ των τιμών στις αυξήσεις του 2013 και του 2014 θα χρησιμοποιούσαμε προσεγγιστικά τον μέσο όρο, δηλαδή -20,25% και όχι -80%! (1).
Ο κ. Βαρουφάκης με το άρθρο του παρεμβαίνει με ποσοτικά στοιχεία στον δημόσιο διάλογο για ένα καυτό θέμα που απασχολεί την επικαιρότητα, απαντώντας μάλιστα και σε πολιτικό του αντίπαλο. Γνώριζε λοιπόν πως τα νούμερα που θα παραθέσει -τα νούμερα, όχι τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα- θα τεθούν στη κρίση και την κριτική του δημόσιου διαλόγου. Λογικά λοιπόν θα είχε κατά νου, όπου παρέθεσε ποσοτικά στοιχεία να είναι ακριβή. Γιατί δεν ήταν;
Ο κ. Δ. Μάρδας απαντώντας κι εκείνος, επί του προσωπικού, σε πολιτικό του αντίπαλο προχώρησε σε αναλυτική ποσοτική αποτίμηση των αποτελεσμάτων από το PSI (εδώ). Εγραψε: «Ομως το καθαρό όφελος από την αναδιάρθρωση του χρέους μετριάστηκε σημαντικά, κυρίως λόγω:
1. της ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών (41 δισ.)
2. του δανεισμού για επαναγορά χρέους (11,3 δισ.)
3. της μείωσης της αξίας των ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων ( 16,2 δισ.)
4. του δανεισμού για παροχή ομολόγων του EFSF στα ασφαλιστικά ταμεία (4,5 δισ.)
5. της ανάγκης δανεισμού για την κάλυψη του ελλείμματος του 2012 (11,9 δισ.)
6. λοιπών υποχρεώσεων του Δημοσίου (1,9 δισ.)»
Το σοβαρό πρόβλημα στην ανάλυση του κ. Μάρδα είναι ότι συγχέει το όφελος από το PSI (2) με το ποσό μείωσης του δημοσίου χρέους το 2012. Πρόκειται καταφανώς για εντελώς διαφορετικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, αν χρωστάω 100.000 στην τράπεζα στο κλείσιμο του 2011 και η τράπεζα το 2012 μου χαρίζει τα μισά, αυτό σημαίνει ότι «κουρεύει τα δάνειά μου κατά 50.000 ευρώ». Αυτό είναι το όφελός μου, το κούρεμα αξίας 50.000€. Αν εγώ όμως την ίδια χρονιά δανειστώ 20.000 για να επισκευάσω το σπίτι μου, στο τέλος του 2012 το σύνολο των δανείων μου είναι 70.000, δηλ. το χρέος μου είναι μειωμένο κατά 30.000 σε σχέση με το 2011. Αλλά το όφελός μου από το κούρεμα παραμένει 50.000! Το να καταλήγω πως το όφελός μου από το κούρεμα του χρέους είναι 30.000 είναι θεμελιώδες αριθμητικό και λογικό λάθος, όπως μας έλεγαν στο δημοτικό «δεν προσθέτω μήλα με πορτοκάλια».
Εχω κι άλλα επιμέρους σχόλια στα σημεία 1,3,4,5,6 του ίδιου άρθρου.
Σημείο 1: Οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν επειδή είχαν διάφορες ζημίες από πολλές πηγές. Το μόνο σχετικό μέγεθος στον υπολογισμό του καθαρού οφέλους από το PSI είναι οι ζημιές που είχε το τραπεζικό σύστημα λόγω του PSI (3).
Σημείο 3: Σύμφωνα με την επίσημη απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδος σε κοινοβουλευτική ερώτηση βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, εδώ, οι συνολικές απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων από το PSI σε όρους ονομαστικής αξίας ήταν 13,4 δισ. Εχουν ειπωθεί από τα πιο επίσημα χείλη (ενδεικτικά εδώ κιεδώ) πολύ υψηλότερα νούμερα -συνήθως 25 δισ. όσες ήταν όλες κι όλες οι τοποθετήσεις των Ταμείων. Ομως αν ο κ. Υπουργός έχει άλλα στοιχεία, τον παρακαλώ να δημοσιοποιήσει τις πηγές του για να διορθώσω και εγώ τα δικά μου. Πάντως στην πηγή που παραπέμπει, οι ζημιές 16,2 δισ. αναφέρονται «σε ασφαλιστικά ταμεία και άλλους φορείς».
Στο σημείο 4: Γιατί τα χρήματα που δίνει το Δημόσιο στα Ταμεία σχετίζονται με το PSI; Εκτός αν υπονοείται πως δόθηκαν ως αποζημίωση για τις ζημιές των Ταμείων. Οπότε προκύπτει το ερώτημα αν αφαιρέθηκαν από τις ζημιές που είχαν τα Ταμεία (16,2 δις. σύμφωνα με το άρθρο); Δηλαδή οι ζημιές των Ταμείων ήταν 16,2+4,5=20,7 δισ. Πάλι θα ήθελα να γνωρίζω τις πηγές του υπουργού, για να διορθώσω την ανάλυσή μου.
Στα σημεία 5 και 6: Οπως εξήγησα με το παράδειγμα νωρίτερα, το ύψος των ελλειμάτων ή οι λοιπές υποχρεώσεις που είχε το ελληνικό Δημόσιο το 2012 είναι εντελώς, μα εντελώς άσχετα με το όφελος του Δημοσίου από το PSI.
Και στην περίπτωση του άρθρου του κ. Μάρδα το ερώτημα είναι ίδιο, όπως και στην περίπτωση του κ. Βαρουφάκη. Γνώριζε πως τα νούμερα που θα παραθέσει -τα νούμερα όχι τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα- θα εκτεθούν στην κριτική του δημόσιου διαλόγου. Γιατί δεν μερίμνησε να είναι ακριβή τα ποσοτικά στοιχεία που παρέθεσε;
Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους θεσμούς και τα πρόσωπα που τους ενσαρκώνουν. Αλλά αν αυτό είναι το καλύτερο -με την έννοια της ακρίβειας των ποσοτικών στοιχείων- που μπορούσαν να κάνουν οι δύο υπουργοί Οικονομικών, τι συμπεράσματα να βγάλουμε για τον τρόπο που κυβερνάται η χώρα;
Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η έκπληξή μου όταν διάβασα την απορία του κ. Μάρδα, γιατί μας ενδιαφέρει η παρούσα αξία του χρέους. (Ουσιαστικά ισχυρίζεται πως το κέρδος από την μείωση της παρούσας αξίας αφορά μόνο τα hedge funds!)
Μα η παρούσα αξία είναι ο τρόπος να ποσοτικοποιήσουμε σε μία τιμή τρία κρίσιμα χαρακτηριστικά του χρέους: το ύψος του χρέους, το επιτόκιο και τη χρονική λήξη του. Μικρότερο επιτόκιο ή μεγαλύτερη διάρκεια παραπέμπει σε μικρότερη παρούσα αξία του χρέους. Παραθέτω ένα γράφημα με στοιχεία από την Eurostat (εδώ), όπου φαίνεται πως το κόστος των δανείων για την Ελλάδα, δηλαδή το μέσο επιτόκιο που πληρώσαμε το 2014, ήταν μικρότερο από της Γερμανίας! Και το χαμηλό κόστος δανεισμού είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του PSI και της μείωσης της παρούσας αξίας του χρέους.
Οταν ένας οικονομολόγος αμφισβητεί το όφελος της ελληνικής οικονομίας από τη μείωση της παρούσας αξίας του χρέους, ουσιαστικά αμφισβητεί το όφελος από τη μείωση των επιτοκίων. Προσωπικά αδυνατώ να κατανοήσω αυτή την αμφισβήτηση, πολλώ μάλλον από τον υπουργό μιας κυβέρνησης που θέτει ως μείζονα στόχο τη μείωση των επιτοκίων.
Μπορώ όμως να κατανοήσω πολύ καλά γιατί τα πράγματα πήγαν τόσο στραβά με τη διαπραγμάτευση, την ανάπτυξη, τα capital controls και με την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών.
Σημειώσεις
(1). Για λόγους πληρότητας σημειώνω ότι ειδικά στην περίπτωση της Eurobank το 2014 είχαμε σε πολύ μικρότερη κλίμακα το ίδιο φαινόμενο που ζήσαμε έντονα και εκτεταμένα στην πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών.
(2). Μια αναλυτική και σχετικά ακριβή καταγραφή του οφέλους για τα δημόσια οικονομικά επιχείρησα παλαιότερα (εδώ).
(3). Οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνολικές ζημιές 26,4 δισ.€.από το PSI σε όρους ονομαστικής αξίας και άλλα 10-11 δισ.€ από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα επαναγοράς τον Δεκέμβριο του 2012 (PSI+). Στην πιο αυστηρή και συντηρητική προσέγγιση αποτίμησης του καθαρού οφέλους του Δημοσίου θα πρέπει αυτά τα 37 δισ.€ να αφαιρεθούν από το αρχικό ονομαστικό όφελος.