Να διαβάζεις ή να μην διαβάζεις;
Αυτό είναι το ερώτημα. Όπως θυμόμαστε, ο Άμλετ ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο
της Βυρτεμβέργης. Είχε αποφασίσει, μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα του και
τον ανίερο γάμο της μητέρας του με τον θείο του, να επιστρέψει στις σπουδές
του. Ωστόσο, στην Πρώτη Πράξη, σκηνή 2, η Γερτρούδη, με λόγια γλυκά και πονηρά
προσπαθεί να τον πείσει να μη φύγει. Ο Άμλετ αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: να
μείνει ή να φύγει; Αποφασίζει να μείνει στη σάπια Δανία.
Στη Δεύτερη πράξη, σκηνή 2, ο
Άμλετ εισέρχεται στη σκηνή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Ο Polonius ρωτά: «Τι
διαβάζετε Κύριέ μου;» Ο Άμλετ απαντά: «Λόγια, λόγια, λόγια». «Πώς πάει η
υπόθεση;» ρωτάει ο Αυλικός - τυπική ερώτηση από εκείνους τους αναγνώστες που
ενδιαφέρονται μόνο για την πλοκή. Ο Άμλετ, εστιάζει στην κυριολεξία των λέξεων
και ανταπαντά ειρωνικά: «Ανάμεσα σε ποιους;». Στη συνέχεια, διευκρινίζει πως τα
«λόγια» είναι «συκοφαντίες» και αγορεύει επί θεμάτων ηθικής, γήρατος και
θανάτου. Ο λόγος του είναι δίκοπος: δείχνει ταυτόχρονα προς τη βρώμικη
«υπόθεση» που ο Πολώνιος απεργάζεται στα κρυφά εναντίον του, και σε ένα
ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο που αφορά στο θέαμα ενός διεφθαρμένου, έκπτωτου
κόσμου.
Η στιχομυθία τελειώνει με τον
Άμλετ να προειδοποιεί τον Πολώνιο: «Δεν μπορείτε Κύριε να μου αφαιρέσετε τίποτα
που εγώ ο ίδιος ευχαρίστως θα παραχωρούσα - εκτός από τη ζωή μου, εκτός από τη
ζωή μου, εκτός από τη ζωή μου». Ακολουθεί, στην Τρίτη Πράξη, σκηνή 2, ο
περίφημος μονόλογος, όπου ο Άμλετ αντιμετωπίζει ένα εκόμα δίλημμα: «Να ζεις ή
να μην ζεις, αυτό είναι το ερώτημα». Όπως ταιριάζει σ’ έναν διανοούμενο, ο
Άμλετ εξετάζει τα υπέρ και τα κατά και των δύο πλευρών του διλήμματος και
αποφασίζει: Να ζεις!
Βέβαια, η απόφασή του ήταν
αναπόφευκτη και πέραν της βούλησής του. Διότι η συγγραφική βούληση του Will
Σαίξπηρ ήταν αυτή που σφράγιζε με βουλοκέρι τα μέλλει γενέσθαι. Αν ο Άμλετ
θεωρούσε αδιαμφισβήτητο το θρησκευτικό δόγμα περί «ελευθερίας της βουλήσεως»
που δίδασκαν οι Θεολόγοι στο Πανεπιστήμιο της Βυρτεμβέργης, τότε Η Τραγωδία του
Άμλετ, Πρίγκιπα της Δανίας, δεν θα είχε γραφτεί ποτέ.
Ο Άμλετ είναι ο Ιδεώδης
Αναγνώστης. Ο Κόσμος είναι γι’ αυτόν ένα Βιβλίο που διαβάζει και ερμηνεύει Το
πρόβλημα είναι πως δεν μπορεί να επέμβει ώστε να τον αλλάξει. Έτσι, γίνεται
θύμα μιας παρανάγνωσης. Αν ξεφυλλίσει κανείς μια Ιστορία της Λογοτεχνίας, θα
διαπιστώσει πως δεν ήταν ο μόνος. Πάρτε για παράδειγμα τον Δον Κιχώτη και τι
υπέστη, λόγω του ότι διάβαζε φανταστικά Ρομάντζα. Πάρτε την ηρωίδα της Jane
Austen, την Catherine Moreland, που διάβαζε με βουλιμία γοτθικά μυθιστορήματα.
Πάρτε την Madame Bovary! Και οι τρεις διάβαζαν και ερμήνευαν την πραγματικότητα
σαν ένα βιβλίο και υπέστησαν τα πάνδεινα λόγω αυτής της παρανάγνωσης!
Ξέρω πως μπορεί να σας φανεί
εξωφρενικό, όμως θα προτιμούσα να δω τον Άμλετ θαμμένο στην πανεπιστημιακή
βιβλιοθήκη της Βυρτεμβέργης, παρά να κάνει παρέα με τον Γιόρικ στο νεκροταφείο
της Ελσινόρης. Θα προτιμούσα ο Δον Κιχώτης, η Κάθριν, και η Μαντάμ Μποβαρύ να
επέμεναν στη μεταμοντέρνα αυταπάτη τους ότι η πραγματικότητα είναι δομημένη
όπως ένα κείμενο, παρά να υποκύψουν σε μια μικροαστική αισθητική.
Σας ζητώ συγνώμη γι’ αυτή την
μακρά, λοξή περιπλάνηση σχετικά με τις Κακοτυχίες της Ανάγνωσης, αλλά έφτασα
τώρα στο ουσιώδες ερώτημα: «Γιατί διαβάζουμε;» Το ερώτημα αυτό υποδηλώνει ότι
όλοι ξέρουν να διαβάζουν. Ωστόσο, μια πρόσφατη στατιστική έδειξε πως υπάρχουν
75.000.000 άνθρωποι στην Ευρώπη, που είτε είναι αγράμματοι ή γνωρίζουν ελάχιστα
να γράφουν και να διαβάζουν.
«Γιατί διαβάζουμε;» Ας πούμε,
επειδή το «διάβασμα» είναι διασκεδαστικό. Επειδή το διάβασμα ανεβάζει το
κοινωνικό μας επίπεδο, επειδή διδάσκει, είναι μια φυγή από τα βάσανα,
τροφοδοτεί τη φαντασία, είναι ένα καλό ηρεμιστικό, Κυρίως, δίνει δουλειά σε
χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται στην Εκδοτική Βιομηχανία.
«Γιατί γράφουμε;» Ας πούμε,
επειδή το γράψιμο είναι μια μορφή μετουσίωσης. Επειδή μερικοί άνθρωποι «το
έχουν μέσα τους». Επειδή οι μικρές μαθήτριες, όταν κρατούν ένα μολύβι και
γράφουν, αισθάνονται ότι αποκτούν αυτό που τους λείπει, και τα αγοράκια ότι
κατέχουν ισχύ και εξουσία. Για τον μελετητή, η διαδικασία του να γεννά και να
θρέφει σκέψεις που συνδέονται με βιβλία, είναι σαν να ζει μια τρικυμιώδη
ερωτική σχέση. Δυστυχώς, τo Κομπιούτερ, που αντικατέστησε το χαρτί και το
μολύβι, ουδετεροποίησε τις παραπάνω διακρίσεις του φύλου. Τα κομπιούτερ είναι
άφυλα.
Πράγματι, γιατί διαβάζουμε και γιατί
γράφουμε; Εδώ, ο πληθυντικός του πρώτου προσώπου με βάζει σε σκέψεις. Γιατί οι
αναγνώστες και οι συγγραφείς δεν αποτελούν ομοιογενή σώματα. Οι άνθρωποι
διαβάζουν για διαφορετικούς λόγους. Τα γούστα, οι επιλογές και ο ορίζοντας των
προσδοκιών τους διαφέρουν ριζικά. Εξαρτώνται από την κοινότητα στην οποία
ανήκουν. Παίρνοντας τον εαυτό μου ως παράδειγμα, το γεγονός ότι ανήκω στην
κοινότητα των πανεπιστημιακών, διαμορφώνει τα γούστα τις επιλογές και τις
μορφές ανάγνωσης και γραφής, με τρόπους που διαφέρουν ριζικά, ας πούμε, από την
κοινότητα εκείνων των αναγνωστριών που πίνουν τον φραπέ τους και διαβάζουν το
τελευταίο bestseller στην παραλία.
Σε ό,τι αφορά τη γραφή. Το να
γράφεις ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα, συνεπάγεται μια εντελώς διαφορετική
διαδικασία από το να γράφεις περί ενός ποιήματος ή μυθιστορήματος Συνακόλουθα,
δεν είναι τυχαίο πως οι μελετητές/τριες προσδιορίζονται ως «βιβλιόψειρες»,
επίθετο που ποτέ δεν θα χαρακτήριζε μια ποιήτρια ή μυθιστοριογράφο. Γιατί οι
μελετητές ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε βιβλιοθήκες και στα
γραφεία τους, διαβάζοντας βιβλία και γράφοντας για βιβλία, διδάσκοντας βιβλία.
Και είναι χάρη σε αυτές και αυτούς, που η μεγάλη κληρονομιά της πολιτιστικής
ανθρώπινης εργασίας δεν θα χαθεί και θα συνεχίσει να υπάρχει «σε χρόνο παρόντα
και χρόνο παρελθόντα που εμπεριέχονται και οι δυο σε χρόνο μέλλοντα».
Δυστυχώς, «Οι δύσκολοι Καιροί»
στους οποίους ζούμε απειλούν το Είδος μας με εξαφάνιση. Οι παντοδύναμες Αγορές
και οι Μάνατζερ των Πανεπιστημίων αποφάσισαν πως οι Ανθρωπιστικές Σπουδές είναι
χάσιμο χρόνου και χρήματος και πρέπει να αποβληθούν. Αυτή η «Ιδεολογία του
Απόβλητου» που επικρατεί, πάει χέρι-χέρι με τη νεοφιλελεύθερη τεχνολογία του
Χρόνου που επιβάλλει την «Ιδεολογία του Εφήμερου». Τα μνημεία του χρόνου αγνοούνται
και υποβαθμίζονται.
Συνακόλουθα, ένα μυθιστόρημα
μπορεί να βρίσκεται πρώτο στη λίστα των bestsellers, αλλά όπως τα ρόδια,
μαραίνονται γρήγορα και σβήνουν. Τα ετήσια βραβεία, που ανεβάζουν την αξία και
το γόητρο κάποιου στην Βιβλιοαγορά, πέραν του ότι προωθούν συγκεκριμένες
εκδοτικές φίρμες, υποστηρίζουν και τα συμφέροντα της Αγορά Στοιχημάτων: μόλις
δημοσιοποιηθεί η μικρή λίστα, το αναγνωστικό κοινό σπεύδει να μπει στην
κερδοφόρα ουρά: Γρηγορείτε Κυρίες και Κύριοι, στοιχηματίστε! Και ο φετινός
νικητής είναι, είναι το Σε Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου». Το «Όσα Παίρνει ο
Άνεμος», επιμένει ο ιδεολόγος του Εφήμερου.
Το Μέγα Κύκλωμα της διαφήμισης
και της προώθησης μπορεί να βοηθήσει τους συγγραφείς για κάποιο διάστημα: οι
Ατζέντηδες μπορεί να εξασφαλίσουν την έκδοση για ένα νέο βιβλίο, τη μετάφραση
και έκδοσή του σε μια ξένη χώρα. Οι δημόσιες σχέσεις με βιβλιοκριτικούς και οι
τηλεοπτικές συνεντεύξεις αυξάνουν το γόητρο του συγγραφέα και τα έσοδα του
Εκδότη. Όπως όλες οι Αγορές, η Αγορά του Βιβλίου είναι αχόρταγη. Διατάζει:
«Εξακολουθήστε να παράγετε, αλλιώς θα εξαφανιστείτε!».
Έτσι, παίρνοντας υπόψη μας και
τον νέο τομέα γνώσης, γενικώς γνωστό ως «Δημιουργική Γραφή», η Αγορά Βιβλίου
πλημυρίζει με τα κοινώς ονομαζόμενα «trash novels» Σκουπιδο-μυθιστορήματα. Τα
οποία, αν διαβαστούν, σύντομα βρίσκουν το δρόμο τους στον κάδο ανακύκλωσης.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μέλλον των συγγραφέων στον 21ο αιώνα; «Σε καλό μου!
Καλέ, δεν έμαθες πως η Προφητεία είναι το χάρισμα που οι Ουτοπιστές ξεπούλησαν
στο ουράνιο Χρηματιστήριο;»
Στις Ιδεολογίες του Απόβλητου και
του Εφήμερου, ένα νέο ιδεολογικό μόρφωμα ήρθε τώρα να προστεθεί. Ο 18ος Αιώνας
έμεινε γνωστός ως Η Εποχή του Διαφωτισμού. Ο δικός μας θα μείνει γνωστός ως η
Εποχή του Αφηγήματος! Συχνά, θεωρητικοί όροι από διάφορους επιστημονικούς
κλάδους, διαφεύγουν, ταξιδεύουν και φυτεύονται στην καθημερινή ομιλία. Π.χ.,
από την Ψυχανάλυση ο όρος «κόμπλεξ» και από τη Φιλοσοφία ο όρος «συγκυρία».
Είναι από τον κλάδο της Αφηγηματολογίας που ο νέος όρος κλειδί, το «αφήγημα»,
απέδρασε. Σημειώστε, πως πρακτικά δεν υπάρχει κανένας προφορικός ή γραπτός
λόγος που να μην χαρακτηρίζεται σήμερα ως «αφήγημα».
Το πολιτικό, οικονομικο-κοινωνικό
πρόγραμμα που παρουσιάζει σε ένα ακροατήριο ο Πρωθυπουργός μιας Χώρας,
αναφέρεται από του δημοσιογράφους και τους σχολιαστές ως «το αφήγημα του
Πρωθυπουργού». Το ίδιο και το αντίστοιχο του Προέδρου της Αξιωματικής
Αντιπολίτευσης. «Το αφήγημα της ροής των προσφύγων σε Ελλάδα και Ιταλία,
παραμένει δυσεπίλυτο», μας πληροφορούν. «Έλα μου! Και τι είπε ο Γιατρός;» «Το
αφήγημά του ήταν πως η Μαίρη μας είναι έγκυος!»
Συνακόλουθα, οι Στοχασμοί μας
καταλήγουν: «Αφηγούμαι άρα υπάρχω». Η παλιά, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην
πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, αποδείχτηκε πως είναι μια ακόμα μυθοπλασία.
Τι να κάνουμε; «Ας καθίσουμε πάνω στη γη κι ας πούμε αφηγήματα λυπητερά για των
πραγμάτων τη θανή.»
Ωστόσο, σε σχέση με αυτή τη
μαζική μονομανία, όλοι οι άνθρωποι τείνουμε να απωθούμε το γεγονός ότι περνάμε
τη μισή μας ζωή αφηγούμενοι την άλλη μισή: «Πες μου, πες μου, πες μου τα όλα!
Πώς πήγαν τα πράγματα στο Συμπόσιο;» «Κάτσε, να σου πω πρώτα πώς πέρασα πολύ
δύσκολες ώρες γράφοντας το παλαβό μου αφήγημα...».
* Το κείμενο εκφωνήθηκε στο
διεθνές συμπόσιο της Εταιρείας Συγγραφέων, «Γιατί διαβάζουμε; Ο ρόλος του
συγγραφέα & του βιβλίου τον 21ο αιώνα» (18-19/10/2018)