Γράφει η Ελένη Μπέλλου
Το μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα μετά
την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών ήταν σαφές: «Θα δώσω όλες
μου τις δυνάμεις, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ και η Προοδευτική Συμμαχία να μετασχηματιστούν
σε μια μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη, με ευθύνη για το παρόν και το
μέλλον του τόπου».
Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται πλέον να
εξοφλήσει το «δάνειο», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, που του
έδωσαν οι ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς τόσο το 2015 όσο και στις εκλογές της
Κυριακής, μετασχηματίζοντας το κόμμα στον κυρίαρχο προοδευτικό πόλο. «Αυτή τη
φορά δεν είναι δάνειο αλλά εντολή μετασχηματισμού μας με γοργά βήματα, από ένα
κόμμα με τεράστια αναντιστοιχία μελών και ψηφοφόρων σε μια μεγάλη παράταξη σε
ένα σύγχρονο και μαζικό αριστερό, προοδευτικό κίνημα», είπε χαρακτηριστικά ο
πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ακούγεται, πως ο Αλέξης Τσίπρας
είχε πάρει τις αποφάσεις του, παρά την έντονη κριτική που δέχτηκε σε ανώτατο
επίπεδο κομματικών διαδικασιών, μετά τις ευρωεκλογές, για το κατά πόσο το
άνοιγμα στην κεντροαριστερά ήταν μια «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ. Το 31,53%
της κάλπης σε συνδυασμό με την εκλογή της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, του
Γιάννη Ραγκούση και του Θάνου Μωραΐτη, αλλά και η κοινοβουλευτική ενδυνάμωση
της προεδρικής φρουράς, δεν θα μπορούσαν παρά να επισφραγήσουν τις αποφάσεις
Τσίπρα.
Ο ίδιος παραδέχτηκε ποιο ήταν το
λάθος του, άλλωστε. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι απορροφημένοι εξολοκλήρου στα
κυβερνητικά μας καθήκοντα και στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε, δεν
μπορέσαμε ταυτόχρονα να αλλάξουμε και να μεγαλώσουμε το κόμμα μας. Να κάνουμε
τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που μας εμπιστεύθηκαν με την ψήφο τους, από
συνοδοιπόρους, συμμέτοχους στην προσπάθειά μας», είπε ο Αλέξης Τσίπρας. Ο
ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό ήταν ίσως και μία από τις βασικές αιτίες του
εκλογικού αποτελέσματος.
Ο κόσμος που συντάχθηκε πριν το
2015 με το κόμμα στους δρόμους, παραπονιέται ότι βρήκε πολλές φορές την πόρτα
του κλειστή. Ένα κομμάτι του 3% δεν δέχτηκε ποτέ ότι σε αυτό είχε προστεθεί
άλλο ένα 30% - και αυτό δεν αφορά απαραίτητα περισσότερο την κορυφή της κομματικής
ιεραρχίας από τη βάση της. Κάποιοι γράφτηκαν στις τοπικές, αλλά ένιωσαν
απαξιωμένοι επειδή προέρχονταν από άλλους χώρους. Ακόμη και εγγραφές έμειναν
στα συρτάρια επειδή κάποιοι δεν ήθελαν την αλλαγή των ισορροπιών που
προϋπήρχαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συγκεντρώσει στις τάξεις του μια αφρόκρεμα
προοδευτικών και άξιων ανθρώπων μέσα από την κοινωνία, δεν κατάφερε όμως να
τους αξιοποιήσει γιατί φοβήθηκε να ανοιχτεί. Και είναι λογικό όταν ως κυβέρνηση
δέχτηκε έναν αέναο πόλεμο από παντού. Τώρα όμως έχει έρθει η ώρα να σπάσει το
φράγμα του φόβου και να επανοικοδομήσει τις σχεσεις του με την κοινωνία.
Ο δρόμος για να υπάρξει μια
πραγματική αντιστοίχιση των μελων του κομματος με τους ψηφοφορους περνάει από
το προγραμματισμένο για το 2019 τακτικό συνέδριο του κόμματος, που πιθανόν να
γίνει και μέσα στο φθινόπωρο, αν και στελέχη του κόμματος επισημαίνουν ότι ένα
τέτοιο συνέδριο που θα έχει «ιδρυτικό» χαρακτήρα, θέλει χρόνο για να
προετοιμαστεί. Όλα αυτά όμως θα συζητηθούν και θα οργανωθούν μέσα από τις συλλογικές
διαδικασίες που προβλεπονται, με την αρχή να γίνεται στην Πολιτική Γραμματεία
που αναμένεται να συνεδριάσει αυτή την εβδομάδα.
Μέχρι τότε, οι απόψεις συγκλίνουν
στο προσκλητήριο για νέες εγγραφές στο κόμμα. Ήδη, πολύ πριν τις εκλογές, έχουν
κατατεθεί τεκμηριωμένες προτάσεις για να προσαρμοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη νέα εποχή
και να γίνει ένα «ψηφιακό κόμμα»,
εφαρμόζοντας το μοντέλο που έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν κι άλλα ευρωπαϊκά
κόμματα. Οι εισηγήσεις κάνουν λόγο για μια ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα λειτουργεί
από τα κάτω προς τα πάνω και θα αποτελεί έναν δημοκρατικό κόμβο συζήτησης
ανάμεσα σε στελέχη και μέλη του κόμματος. Αν και η πρόταση έχει πέσει σε
σκοπέλους κατά καιρούς, τώρα ίσως είναι η ώρα να ξαναβγεί από το συρτάρι.
Ειδικά, τώρα που οι νέοι έδωσαν το μήνυμά τους, αφού σε ποσοστό 38% ψήφισαν
ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση η επόμενη μέρα
βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπο με το μέλλον του. Αφενός, έχοντας στη φαρέτρα του
πολύτιμη κυβερνητική εμπειρία καλείται να αναλάβει τον ρόλο της υπεύθυνης αλλά
ταυτόχρονα και δυναμικής αντιπολίτευσης, που θα υπερασπιστεί τις κατακτήσεις
της τετραετίας που πέρασε και τα δικαιώματα των πολιτών. Αφετέρου, αξιοποιώντας
την ωριμότητά του και το πολιτικό momentum, οφείλει να στήσει τις δομές που θα
του επιτρέψουν να επιστρέψει ως κυβέρνηση, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου.