γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Ο όρος «γυναικοκτονία», με το νέο
νόημά του, δεν είναι παραξενιά των «δικαιωματιστών». Δηλώνει, με τρόπο μοναδικό
και αναντικατάστατο, τη δολοφονία γυναικών που συντελείται ακριβώς επειδή είναι
γυναίκες, όντα κατώτερα, εκ φύσεως πονηρά και προδοτικά, υποχρεωμένα να
υπακούουν και να υπηρετούν.
Τυπική περίπτωση ηγεμόνα που
ξεκινάει τη σταδιοδρομία του με επίδειξη σεμνότητας και διολισθαίνει ταχύτατα
στην αυτοπροσωπολατρεία και στην εγκαθίδρυση ολόκληρου συστήματος με στόχο την
αποθέωσή του, την έμφοβη ειδωλολατρική αντιμετώπισή του από τους υπηκόους;
Τυπική περίπτωση δεν ήταν βέβαια ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Γάιος Καίσαρ
Γερμανικός, που ηγεμόνευσε στα χρόνια 37-41 μ.Χ., έμεινε δε γνωστός με το
παρωνύμιο Καλιγούλας. Οταν ανέβηκε στον θρόνο, διαδεχόμενος τον Τιβέριο, όχι
μόνο επέτρεψε να κυκλοφορήσουν συγγράμματα που η έκδοσή τους είχε απαγορευτεί
επί Τιβερίου και Αυγούστου αλλά, το κυριότερο, απαγόρευσε την ανίδρυση
αγαλμάτων του αυτοκράτορα.
Πριν καν τελειώσει όμως το πρώτο
έτος της βασιλείας του Καλιγούλα, μια σοβαρότατη κρίση υγείας, τον Οκτώβριο του
37 μ.Χ., τάραξε τον ψυχισμό του και αποκάλυψε τον βαθύτερο εαυτό του: ένας επί
γης θεός, παντοδύναμος πλην πανικόβλητος. Το μυαλό του γέμισε φαντάσματα
εχθρών, που φυσικά εκκαθαρίστηκαν, η ασωτία του κλόνισε τα οικονομικά της
αυτοκρατορίας και η μοναρχία του απέκτησε ανατολικά γνωρίσματα. Παρά τις
αντιδράσεις της Συγκλήτου, ο Καλιγούλας επέβαλε τη λατρεία του ως θεού, και
μάλιστα της περιωπής του Δία. Για τον ναό που θα κατασκευαζόταν στη Ρώμη
προόριζε σαν λατρευτικό άγαλμα το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία. Το έργο του
Φειδία θα μεταφερόταν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα και οι τεχνίτες θα
προσάρμοζαν τα χαρακτηριστικά του Καλιγούλα πάνω στη μορφή του Ολύμπιου Δία.
Επιπλέον, οι ιουδαϊκές συναγωγές όφειλαν να τοποθετήσουν άγαλμά του στον χώρο
τους.
Τυπική συμπεριφορά εισβολέων και
κατακτητών. Περίπου δύο αιώνες νωρίτερα, ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος Δ΄ ο
Επιφανής λεηλάτησε τον ναό της Ιερουσαλήμ και διέταξε να προσφέρονται θυσίες
στους θεούς των Ελλήνων πάνω στον βωμό που είχε στηθεί στο θυσιαστήριο.
«Εποίησε φονοκτονίαν», λέει για τον Αντίοχο ο συγγραφέας του βιβλίου «Α΄
Μακκαβαίων» της Παλαιάς Διαθήκης, διαλέγει δηλαδή έναν όρο διπλασιασμένης
βαρβαρότητας. Δεν τη θυμόμαστε τη «φονοκτονία» σήμερα. Δεν παραθυμόμαστε άλλωστε
και τους Μακκαβαίους και την εξέγερσή τους κατά των Επιγόνων. Αν μας τους
θύμιζαν τα παιχνίδια της ισραηλινής ομάδας Μακάμπι (του Τελ Αβίβ και της Χάιφα)
με ελληνικές ομάδες, μπασκετικές ή ποδοσφαιρικές, δεν θα συνεχίζαμε να
αυτοειδωλολατρευόμαστε διατεινόμενοι πως οι Ελληνες σέβονταν τον πολιτισμό και
τη θρησκεία των λαών που κατακτούσαν. Η Ιστορία μάς διαψεύδει, αλλά εμείς
επιμένουμε στο βαυκαλιστικό τροπάριό μας. «Και ιδού τα άγια ημών και η καλλονή
ημών και η δόξα ημών ηρημώθη και εβεβήλωσαν αυτά τα έθνη» επιμένει ωστόσο το
«Α΄ Μακκαβαίων», που συγκαταλέγεται στον χριστιανικό Κανόνα, δεν είναι εβραϊκό
απόκρυφο ανθελληνικής παραφοράς.
Και μια άλλη λέξη με δεύτερο
συνθετικό το «-κτονία», η «γυναικοκτονία», σχετίζεται με τα πάθη των Ιουδαίων,
αυτή τη φορά με δράστη τον Καλιγούλα. Πατέρας της λέξης ο θεολόγος και
φιλόσοφος Φίλων ο Ιουδαίος, που έζησε στην Αλεξάνδρεια στα χρόνια περί τη
γέννηση του Χριστού. Ιουδαίος στην καταγωγή και την πίστη και με την παιδεία
του ελληνική, ανήκει στα φωτεινά μυαλά που θα μπορούσαμε να τους αποδώσουμε τον
χαρακτηρισμό του γεφυροποιού: «Προσπάθησε σε όλη του τη ζωή να δημιουργήσει μια
γέφυρα που να συνδέει τον ελληνισμό με τον ιουδαϊσμό, τη φιλοσοφία με τη
θρησκεία, τη λογική με την πίστη» (παραθέτω από το «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων
Ελλήνων και Λατίνων», του Paul Kroh, μετάφραση Δ. Λυπουρλής – Λ. Τρομάρας,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996). Ο φιλοσοφικός εκλεκτικισμός του
Φίλωνος δεν έμεινε δίχως απογόνους. Επηρέασε αρκετούς στοχαστές, κυρίως δε τον
Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τον Ωριγένη και τον Αυγουστίνο.
Το 39 μ.Χ. πάντως η κοινωνική και
πολιτική πραγματικότητα έθεσε σε δοκιμασία τις γεφυροποιητικές αντιλήψεις του
Ελληνοϊουδαίου φιλοσόφου, ή μάλλον απέδειξε ότι ο οικείος χώρος τους ήταν ο
φιλοσοφικός και θεολογικός στοχασμός, όχι δυστυχώς ο ανθρώπινος βίος. Τη χρονιά
εκείνη, όπως γνωρίζουμε από το σύγγραμμά του «Πρεσβεία προς Γάιον», εκπροσωπεί
την εβραϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας σε μια διπλωματική αποστολή στη Ρώμη. Το
χρέος του, να υπερασπίσει τους Εβραίους που υπήρξαν θύματα του σκληρού διωγμού
που διέταξε ο έπαρχος της Αιγύπτου Αβίλλιος Φλάκκος, απαιτώντας την πλήρη
τήρηση της αυτοκρατορικής λατρείας. Την ελληνική κοινότητα, εχθρική προς τη
εβραϊκή, την εκπροσωπούσε ο γραμματικός και λεξικογράφος Απίων, μαθητής του
Δίδυμου του Αλεξανδρέως. Οι σφόδρα αντιιουδαϊκές ιδέες του αποτυπώθηκαν στα
πεντάτομα «Αιγυπτιακά» του, στα οποία απάντησε ο Ιώσηπος με το έργο του «Κατ’
Απίωνος».
Ο Καλιγούλας δεν είχε βέβαια
καμία πρόθεση ν’ ακούσει τις εκκλήσεις των μεν Ιουδαίων να πάψει ο διωγμός
τους, των δε Ελλήνων να ανακτήσουν τα προνόμιά τους. Αποφάσισε λοιπόν και
διέταξε να τοποθετηθεί ο ανδριάντας του στον ναό της Ιερουσαλήμ. Οταν έμαθαν
την απόφασή του, ιστορεί ο Φίλων, οι Ιουδαίοι έσπευσαν να εκλιπαρήσουν τον
Πετρώνιο, κυβερνήτη της Συρίας, να μη συντελεστεί η ύβρις. Θρηνούν και
οδύρονται, και προσφέρουν σαν αντάλλαγμα όχι μόνο πλούτη αλλά και την ίδια τους
τη ζωή.
Δεν χρειάζεται να μας σφάξουν οι
στρατιώτες, λένε στον Ρωμαίο οι ηγέτες των Ιουδαίων. Θυσιαζόμαστε οικειοθελώς.
«Μόνοι μας, σαν καλοί ιερείς, θα οδηγήσουμε στο ιερό τις γυναίκες τους οι
γυναικοκτόνοι, τους αδερφούς και τις αδερφές οι αδερφοκτόνοι, τους γιους και
τις θυγατέρες οι παιδοκτόνοι. Κι αφού τους σφάξουμε και λουστούμε στο συγγενικό
αίμα, θα αυτοσφαγούμε». Στο πρωτότυπο: «Τις δε χρεία στρατιάς; αυτοί κατάρξομεν
των θυμάτων οι καλοί ιερείς, παραστησόμενοι τω ιερώ γυναίκας οι γυναικοκτόνοι,
αδελφούς και αδελφάς οι αδελφοκτόνοι, κούρους και κόρας, την άκακον ηλικίαν, οι
παιδοφόνται». Σ’ αυτό το χωρίο εισάγεται λοιπόν για πρώτη φορά ο όρος
«γυναικοκτόνος», αλλά και ο όρος «παιδοφόντης».
Και εισάγονται επειδή σε όσους
υπομένουν τραγικές συμφορές ταιριάζουν ονόματα τραγικά, της τραγωδίας:
«τραγικών γαρ ονομάτων δει τοις τας τραγικάς συμφοράς υπομένουσιν». Ο Φίλων
έχει στο νου του τους κάθε λογής φονιάδες των ελληνικών τραγωδιών.
Οι άνθρωποι φτιάχνουν λέξεις όταν
τις χρειάζονται οι ιδέες και τα αισθήματά τους, ενώ συχνά πλουτίζουν με νέα
σημασία λέξεις παλαιές. Ο όρος «γυναικοκτονία», με το νέο νόημά του, δεν είναι
παραξενιά των «δικαιωματιστών». Δηλώνει, με τρόπο μοναδικό και αναντικατάστατο,
τη δολοφονία γυναικών που συντελείται ακριβώς επειδή είναι γυναίκες, όντα
κατώτερα, εκ φύσεως πονηρά και προδοτικά, υποχρεωμένα να υπακούουν και να
υπηρετούν. Δεν είναι φιλολογικό το ζήτημα. Πολιτικό είναι. ΄Η μάλλον
πολιτισμικό: Αντέχει το πολιτισμικό μας μοντέλο την αυτοκριτική και την
αυτοανατροπή του; Εστω στο επίπεδο της ρητορικής;