γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου
Αν πιστεύετε ότι η διαπλοκή των
Ελλήνων βαρόνων των ΜΜΕ με πολιτικούς και επιχειρηματίες έχει οδηγήσει την
ενημέρωση στο κατώτατο σημείο των τελευταίων δεκαετιών, είναι ίσως επειδή δεν
έχετε δει την επόμενη φάση του δράματος: την εξαγορά ζημιογόνων μέσων ενημέρωσης
από hedge funds.
Oι μέτοχοι της εκδοτικής
εταιρείας Tribune Publishing κάθισαν πριν από ένα μήνα στην αίθουσα
συνεδριάσεων στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας για να λάβουν μια απόφαση, την
οποία απέφευγαν για καιρό. Πρόσφεραν όλους τους ιστορικούς τίτλους εφημερίδων,
όπως η «Chicago Tribune» και η «New York Daily News», στην εταιρεία
κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων (hedge fund) Alden Global έναντι 630
εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι δημοσιογράφοι και το προσωπικό
άλλων 200 τοπικών εφημερίδων στις ΗΠΑ είχαν ενημερωθεί τα τελευταία χρόνια ότι
το νέο τους αφεντικό δεν θα θυμίζει τον «Πολίτη Κέιν» του Ορσον Γουέλς, αλλά
τον χρηματιστή από την ταινία «Pretty Woman» που αγοράζει καταρρέουσες επιχειρήσεις
για να τις «εξυγιάνει» ή να τις διαλύσει.
Για εκατοντάδες εφημερίδες η άνευ
όρων παράδοση στα αρπακτικά της Wall Street αποτελούσε μονόδρομο για να
συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Μόνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας έκλεισαν
περίπου 70 τοπικές εφημερίδες στις ΗΠΑ, ενώ από το 2005 έχουν κατεβάσει τα
μολύβια χιλιάδες δημοσιογράφοι σε περίπου 2.100 αμερικανικές εφημερίδες. Το
παράδοξο των τελευταίων μηνών είναι ότι, ενώ τα μεγάλα δημοσιογραφικά θέματα
που αφορούν την πανδημία αυξάνονταν και μαζί τους ενισχύεται το ενδιαφέρον του
κοινού, τα διαφημιστικά έσοδα μειώνονταν δραματικά καθώς η αγορά μετακινούνταν
προς το ίντερνετ. Η οικονομία της αγοράς δηλαδή δεν κατάφερε να σώσει τις
τοπικές εφημερίδες ακριβώς τη στιγμή που οι πολίτες της είχαν περισσότερο ανάγκη.
Τα πρώτα θύματα στη νέα εποχή των
εκδοτικών hedge funds είναι οι εργαζόμενοι, που βλέπουν την πόρτα της εξόδου ή
αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγή τους για τα ίδια ή λιγότερα χρήματα. Η
Alden κατηγορήθηκε επίσης ότι προσέθεσε τα χρήματα από τα συνταξιοδοτικά ταμεία
των δημοσιογράφων στο δικό της μετοχικό κεφάλαιο – κίνηση που, σύμφωνα με τις
καταγγελίες, έγινε με παράνομο τρόπο αλλά είναι ενδεικτική των επιχειρηματικών
προθέσεων των νέων αφεντικών της ενημέρωσης.
Η κυριαρχία όμως των hedge funds
στην αγορά των μέσων ενημέρωσης θέτει καίρια ερωτήματα και για την ελευθερία
του Τύπου – αν και με εντελώς διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που θα περίμενε
κανείς. Θεωρητικά ο έλεγχος ενός μέσου από ένα απρόσωπο ταμείο θα μπορούσε να
προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία ή ανεξαρτησία στη συντακτική ομάδα. Η «γραμμή»
του μέσου δεν βγαίνει πλέον από έναν επιχειρηματία (είτε ονομάζεται Μαρινάκης,
Αλαφούζος είτε Τζεφ Μπέζος), ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιεί το μέσο για την
προώθηση άλλων επιχειρηματικών και πολιτικών επιδιώξεων. Υπό μια έννοια (πάντα
θεωρητικά) ακόμη και εάν ένα θέμα ενοχλεί την κυβέρνηση, μπορεί να φτάσει στο
τυπογραφείο αν προσφέρει αναγνωσιμότητα και κατ’ επέκταση πωλήσεις και
διαφημιστικά έσοδα.
Στην πραγματικότητα βέβαια το νέο
αφεντικό, που τώρα ονομάζεται κέρδος, μπορεί συχνά να αποδειχτεί πιο απαιτητικό
και από τον πιο παρεμβατικό εκδότη. Ηδη σε αμερικανικές τοπικές εφημερίδες που
πέρασαν υπό τον έλεγχο hedge funds παρατηρείται εμφανής πτώση της ποιότητας,
αλλά και αλλαγή θεματολογίας. Οι πολιτικοί συντάκτες και οι
δημοσιογράφοι-ερευνητές συχνά δίνουν τη θέση τους σε αθλητικογράφους ή
συντάκτες πολιτιστικών θεμάτων, οι οποίοι εργάζονται στα όρια της αντοχής τους
για να καλύψουν τεράστιο όγκο δουλειάς.
Την ίδια στιγμή προωθούνται
μέθοδοι συγγραφής και αναπαραγωγής ειδήσεων που απαιτούν όλο και λιγότερη
ανθρώπινη παρέμβαση. Ηδη εφημερίδες δείχνουν ενδιαφέρον για συστήματα τεχνητής
νοημοσύνης (AI) που μπορούν να συντάξουν απλά κείμενα αφήνοντας σε
αρχισυντάκτες και επιμελητές το έργο της διόρθωσης των άρθρων. Για την ιστορία,
η εφημερίδα «Guardian» πραγματοποίησε σχετικό πείραμα το 2020 αναθέτοντας στο
λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης GPT-3 να συντάξει ένα κείμενο, το οποίο θα
εξηγούσε στους αναγνώστες ότι δεν απειλούνται από… τα ρομπότ.
Αρκετά πιο προσγειωμένες στην
τεχνολογική πραγματικότητα της εποχής μας, ορισμένες εταιρείες στις ΗΠΑ έχουν
στήσει πρακτορεία ειδήσεων «φασόν» τα οποία προμηθεύουν εφημερίδες σε όλη την
Αμερική με «τοπικά» ρεπορτάζ. Τα κείμενα υποτίθεται ότι γράφονταν από τοπικούς δημοσιογράφους
κάθε πόλης, αλλά στην πραγματικότητα συντάσσονται από μετανάστες από τις
Φιλιππίνες και άλλες χώρες που εργάζονται για μισθούς πείνας και πληρώνονται με
τη λέξη.
Θα καταφέρει άραγε ο καπιταλισμός
να οδηγήσει τμήματα της έντυπης δημοσιογραφίας σε τόσο χαμηλό επίπεδο, ώστε να
αναπολούμε την παλαιού τύπου διαπλοκή των «νταβατζήδων» της ενημέρωσης; Του
έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι μπορεί να τα καταφέρει.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου