γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Στις 6 το πρωί ξύπνησε μαζί με τα κοτσύφια. Ακόμη και μέσα από τα διπλά τζάμια το τραγούδι τους περνούσε μέσα στο σπίτι, αφήνοντας να εισρεύσει λίγη από τη χαρά της άνοιξης. Μιας άνοιξης κάπως βαριάς. Μέρες τώρα ο καιρός θύμιζε κάτι άλλο: σαν η Ευρώπη να είχε μετατοπιστεί προς τα κάτω ή η Αφρική προς τα πάνω. Ζέστη υπερβολική για την εποχή, υγρασία που την έκοβες με το μαχαίρι και ατμόσφαιρα κιτρινο-πορτοκαλί.
Διάβασε την πρόγνωση του καιρού, πριν ανοίξει την ντουλάπα για να βρει τι θα φορέσει, και ξανακάθισε στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να βγει έξω, δεν ήθελε να φύγει. Το μόνο που ήθελε ήταν να φυσήξει αέρας, βοριάς, να καθαρίσει η ατμόσφαιρα, να μπορέσει να αναπνεύσει πάλι ελεύθερα, και ύστερα να βρέξει. Δυνατά και πολύ. Να ξεπλυθεί ο τόπος, να καθαρίσει η γη, να ζωντανέψουν τα χρώματα των γερανιών στο μπαλκόνι, για να μπορεί τα βράδια, πριν πάει για ύπνο, να κάθεται λίγο εκεί έξω, στην ηρεμιστική και αναζωογονητική δροσιά.
Οταν βγήκε στον δρόμο κατάλαβε ότι ερχόταν ακόμη μία κίτρινη μέρα. Με ζέστη, με σκόνη, με υγρασία. Επιασε τα μαλλιά της και σκέφτηκε ότι πάλι θα τα κατσάρωνε η ατμόσφαιρα, κι ας τα είχε ισιώσει με τόσο κόπο αποβραδίς. Μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το ραδιόφωνο. Καλημέρες και τραγούδια χαρούμενα, ανοιξιάτικα θα έλεγε κανείς, αλλά και συμβουλές: πώς να επιβιώσετε τις μέρες αυτές, πώς να προστατεύσετε τα πνευμόνια και τα μάτια σας, πώς να προφυλαχθείτε από τον κίτρινο αφρικανικό εισβολέα.
Η μέρα ξημέρωνε αποκαλύπτοντας έναν γκρίζο ουρανό. Στη διαδρομή με το τρένο, διαβάζοντας τις ειδήσεις, γκρίζα έγινε και η διάθεσή της. Κάπου πιο κοντά και κάπου πιο μακριά άνθρωποι πέθαιναν από βόμβες, ρουκέτες, από σφαίρες ή, ακόμη χειρότερα, από όλα αυτά, μαζί με πείνα και αρρώστιες. Μήνες τώρα, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα σωτηρίας, χωρίς να μπορεί να προσφέρει εκείνη μια λύση.
Ερχόταν Μεγάλη Εβδομάδα. Το θύμιζαν οι διαφημίσεις που έσκαγαν πάνω στις οθόνες της, το έλεγαν στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Κάποιοι περίμεναν δώρα, κάποιοι αγόραζαν δώρα και οι πολλοί μετρούσαν ευρώ ευρώ το κόστος της γιορτής. Κι εκείνη σκεφτόταν τους εσταυρωμένους αυτής της γης. Αυτούς που δεν ξέρουν από Πάσχα, που ο σταυρός του μαρτυρίου τους δεν έχει τέλος, και που ανάσταση δεν περιμένουν. Ούτε βοήθεια από πουθενά, κι ας την έχουν πραγματική ανάγκη. Δεν θα βρεθεί γι΄ αυτούς κάποιος να τους προσφέρει ένα τάσι με νερό, όταν σκοντάψουν σηκώνοντας τον δικό τους σταυρό ανεβαίνοντας προς τον Γολγοθά.
Οι εικόνες από τη Αγια Γη -έτσι την έχουν πει οι πιστοί τριών θρησκειών- μόνο θλίψη και απόγνωση προκαλούν: θάνατος, ερείπια, πόνος και αρρώστια. Και οι δυνατοί -εθελοτυφλώντας και υποκρινόμενοι- μοιραία υπεύθυνοι για μια ακόμη καταστροφή. Θυμήθηκε ένα ζευγάρι Παλαιστινίων, με το παιδάκι τους, που μπήκαν στο μετρό ένα βράδυ, μετά από μια πορεία, και κάθισαν δίπλα της. Φορούσαν κονκάρδες, σαν καρφίτσες, με τη σημαία τους. Τους είχε χαμογελάσει, τους είχε δώσει οδηγίες πώς θα φτάσουν στον σταθμό τους. Δεν τόλμησε όμως να τους πει κάτι, να τους ρωτήσει ποιους είχαν αφήσει πίσω τους, αν είχαν σπίτι, γονείς και φίλους. Ηθελε, αλλά δεν μπόρεσε. Πώς να ρωτήσεις τόσο δύσκολα πράγματα; Και τι αντέχεις να ακούσεις;
Μετά σκέφτηκε τα παιδιά που συλλαμβάνονται στα αμερικανικά πανεπιστήμια, γιατί ζητούν ειρήνη και ουσιαστική προσπάθεια να σταματήσει η καταστροφή. Γιατί δεν πείθονται από τα λόγια τα μεγάλα, τα φουσκωμένα όσο χρειάζεται για να κρυφτούν από πίσω τους το ψέμα και η υποκρισία. Τα ζήλεψε λίγο. Εκείνα ζουν την Ιστορία ως δρώντες, όχι ως παρατηρητές και χρονικογράφοι. Κάνουν κάτι. Προσπαθούν τουλάχιστον.
Βγαίνοντας από τον σταθμό ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει - ό,τι φαινόταν από αυτόν πίσω από το πέπλο της σκόνης. Ερχόταν ακόμη μία κίτρινη μέρα. Ευχήθηκε μόνο να μη χαθεί κι αυτή στη σκόνη.