Το μονοπάτι τελειώνει στην αριστερή πλευρά της αγκάλης που οριοθετεί την παραλία της Τρυπητής, οπότε θέλοντας και μη το βλέμμα κατευθύνεται προς τα δεξιά, προς τα εκεί που απλώνεται η παραλία, που λίγο αφότου έχει τελειώσει ο χειμώνας και έχει ξεκινήσει η άνοιξη, είναι διαφορετική από την παραλία που θα δουν όσοι κατέβουν αυτό το μονοπάτι το καλοκαίρι, γιατί όλοι εκείνοι, τότε, δε θα δουν μία μικρή λίμνη που έχει δημιουργηθεί από τα κύματα που τον χειμώνα σηκώθηκαν αρκετά ψηλά και για αρκετές μέρες ώστε ο αέρας να μεταφέρει ξανά και ξανά και ξανά τις σταγόνες του αλμυρού νερού και να δημιουργήσει μία μικρή, σχεδόν ολοστρόγγυλη λιμνοθάλασσα με διάμετρο λίγων δεκάδων μέτρων, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα τέλος του σκούρου πράσινου της βλάστησης και την αρχή του σκούρου μπλε της θάλασσας, μία λίμνη με ημερομηνία λήξης, εκεί που σε λίγους μήνες από τώρα θα είναι στρωμένες πετσέτες και ψάθες πάνω στη στεγνή άμμο, στην άμμο που θα καίει.
Στο ακρωτήρι της Τρυπητής, το νοτιότερο ακρωτήρι της Ευρώπης.
Το βλέμμα κατευθύνεται προς τα δεξιά και ακολουθώντας την ακτογραμμή καταλήγει στο δεξιό φυσικό όριο της παραλίας, το ακρωτήρι της Τρυπητής και τότε θα ακολουθήσει εκούσια την κορυφογραμμή του βράχου προς τα αριστερά, προς τη θάλασσα, μέχρι να φτάσει εκεί που ο βράχος τελειώνει και τότε θα δεις ότι εκεί υπάρχει κάτι που δε θα έπρεπε να υπάρχει, όχι με την έννοια ότι είναι κακό που υπάρχει εκεί, αλλά με την έννοια ότι είναι κάτι που από τη φύση του τόπου δε θα έπρεπε να υπάρχει εκεί, αλλά περισσότερο και από αυτό (γιατί και ένας φάρος δε φυτρώνει σε ένα ακρωτήρι, κάποιος τον τοποθετεί εκεί) δε θα έπρεπε να υπάρχει εκεί και από τη φύση του ίδιου του αντικειμένου, γιατί μία καρέκλα, ναι, μια καρέκλα, ακόμη και αν κάποιος αποφάσιζε να την τοποθετήσει εκεί για τους δικούς του λόγους, δε θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ στη μύτη ενός ακρωτηρίου, θα την παράσερνε ο δυνατός αέρας, θα την έριχνε στη θάλασσα, θα χανόταν – αυτό σκέφτεσαι καθώς την πλησιάζεις μαγνητισμένος, περπατώντας πάνω στη νωπή άμμο, γιατί δεν έχεις κατανοήσει ακόμη κάτι πολύ σημαντικό.
Αυτό συνεχίζεις να σκέφτεσαι καθώς σκαρφαλώνεις τους απότομους βράχους και για λίγο τη χάνεις από τα μάτια σου. Αυτό σκέφτεσαι όταν φτάνεις στην κορυφή του βράχου. Και τότε σταματάς να το σκέφτεσαι, σταματάς για λίγο να σκέφτεσαι γενικώς, γιατί βλέπεις ξανά αυτή την καρέκλα, βλέπεις ότι δεν είναι μια κανονική καρέκλα, βλέπεις ότι είναι μια καρέκλα τρεις τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από του ανθρώπου, και όταν το συνειδητοποιείς αυτό, αρχίζεις να σκέφτεσαι ξανά και να την παρατηρείς, πελώρια μέσα στο αχανές περιβάλλον της, και τότε ακριβώς θα νιώσεις μία σχεδόν υπερβατική αίσθηση ιλίγγου, τόσο έντονη που θα αντιληφθείς τον εαυτό σου σαν ένα δοχείο που γεμίζει με κάτι, δεν ξέρω τι, κάτι που πάντως το νιώθεις να κυλάει μέσα σου και να φτάνει μέχρι τα ακροδάχτυλά σου. Κάτι που θα σε κάνει να αντιληφθείς τον εαυτό σου για πρώτη φορά τόσο κωμικά μικρό, έτσι όπως θα στέκεσαι και θα κοιτάζεις. Ενώ θα αναλογίζεσαι τι κοιτάζεις. Και πού στέκεσαι.
Η περιβόητη καρέκλα που κατασκεύασαν οι Ρώσοι επιστήμονες που κατοικούν στη Γαύδο τα τελευταία 17 χρόνια.
Τα πάντα σε τούτο το νησί έχουν να κάνουν με αυτό το «που». Με τη γεωγραφική του θέση. Η Γαύδος είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας. Άρα είναι και το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Άρα και όλα όσα έχουν να κάνουν με τη Γαύδο έχουν αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό να τα ακολουθεί. Και να τους δίνει ένα σχεδόν τελεσίδικο χαρακτήρα.
Το πλοιάριο που σε μεταφέρει εκεί, είτε από τα Σφακιά είτε από την Παλαιόχωρα της Κρήτης, κάνει το νοτιότερο δρομολόγιο της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Το λιμάνι στο οποίο δένει, το μικρό λιμάνι της Γαύδου, είναι το νοτιότερο λιμάνι της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ο φάρος της Γαύδου είναι ο νοτιότερος φάρος της Ελλάδας, άρα και της της Ευρώπης.
Το δημοτικό σχολείο της Γαύδου είναι το νοτιότερο δημοτικό σχολείο της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Η δασκάλα που κάνει μάθημα στο δημοτικό σχολείο είναι η νοτιότερη δασκάλα της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης και οι μονάχα δύο μαθήτριες της είναι οι δύο νοτιότερες μαθήτριες της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ο Gavdos FM 88.8, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Γαύδου (όχι, δεν είναι ψέμα), είναι ο νοτιότερος σταθμός της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Οι κέδροι της Γαύδου, που τους συναντάς σε όλο το νησί μα η όψη τους σου προκαλεί περισσότερο δέος όταν τους συναντάς κοντά στη θάλασσα, στις παραλίες, και περισσότερο απ’ όλες τις παραλίες στον Άι Γιάννη, με τους σαχαρικούς αμμόλοφους, οι κέδροι για τους οποίους η Γαύδος εντάχθηκε ολόκληρη στις οικολογικές περιοχές του δικτύου Natura 2000, είναι οι νοτιότεροι κέδροι της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ενα τυπικό δείγμα ακατοίκητου, πλέον, οικισμού.
Τα χωριά της Γαύδου, που δεν είναι ακριβώς χωριά, αλλά περισσότερο μοιάζουν με «εγκατελλειμένους» οικισμούς μιας ελληνικής, νησιωτικής, κινηματογραφικής εκδοχής τουΦαρ Ουέστ, κάποιοι περισσότερο και κάποιοι λιγότερο και κάποιοι απόλυτα (εκεί που κάποτε υπήρχαν σπίτια και τώρα υπάρχουν μόνο τα πέτρινα «κουφάρια» τους), είναι τα νοτιότερα χωριά της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης – ανάμεσά τους τα Βατσιανά, εκεί, κοντά στην Τρυπητή, που είναι το νοτιότερο χωριό της Γαύδου, άρα και της Ευρώπης, και σε αυτό ζει ένας βοσκός με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά που δεν πηγαίνουν ακόμη σχολείο και οι τέσσερις τους είναι η νοτιότερη οικογένεια της Γαύδου, άρα και της Ευρώπης,
Τα πάντα, λοιπόν, έχουν να κάνουν με αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό που συχνά καταλήγει επιθετικός και όχι λόγω της συντακτικής του ιδιότητας σε μία πρόταση, αλλά γιατί πρόκειται για έναν ιδιότυπο τίτλο τιμής, για τον οποίο όμως όλοι εκεί πληρώνουν ένα τίμημα.
Μπορεί να είναι κάτι τόσο φαινομενικά αμελητέο όσο το να μην έχουν «έναν παραπάνω άνθρωπο να μιλήσουν», τουλάχιστον τους μήνες εκτός τουριστικής σεζόν. Μπορεί να είναι και κάτι τόσο σημαντικό ώστε ακόμη και αν υπάρχει στο νησί γιατρός (που φέτος δεν υπάρχει, γεγονός που αν διανύεις την τρίτη ηλικία σου και επισκευάζεις τη βάρκα σου και λίγη βενζίνη μπει κατά λάθος στο στόμα σου για να καταλήξει στο στομάχι σου, θα σε αναγκάσει να ταξιδέψεις σφαδάζοντας από τους πόνους μέχρι την Κρήτη, αν ο καιρός το επιτρέψει – και κανείς δε μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα το επιτρέψει, γιατί αν η ένταση του ανέμου ξεπεράσει τα 4 μποφόρ, η «παντόφλα» που συνδέει τη Γαύδο με τον «έξω κόσμο» μπορεί να πλεύσει μόνο αν φυσάει Βοριάς, οπότε και τα ψηλά βουνά της Κρήτης αποδυναμώνουν κάπως τα μποφόρια), ακόμη κι αν πάθεις καθώς δουλεύεις στο χωράφι σου ένα μικρό ατύχημα, αν σπάσεις το χέρι σου για παράδειγμα, θα πρέπει να περιμένεις το super puma. Και μπορεί να είναι και κάτι που όσο και να λέμε ότι δεν είναι σημαντικό με όρους καθημερινότητας, είναι ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα. Η αίσθηση της μη πατρίδας. Η αίσθηση ότι ο τόπος σου είναι γκρίζα ζώνη, έρμαιο ακόμη και γεωγραφικών διεκδικήσεων (έστω και χαμηλών τόνων) ή υποτιθέμενων επενδύσεων-μαμούθ που θα μετατρέψουν τη Γαύδο και τη Γαυδοπούλα σε σταθμό ανεφοδιασμού τάνκερ αλλά τάχαμου δε θα πλήξουν ανεπανόρθωτα το φυσικό τοπίο.
Η αίσθηση ότι δε μπορείς να περιμένεις τίποτα από κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό σου ή έστω τίποτα από κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό σου και όσους ακόμη ζουν εκεί που ζεις κι εσύ.
Οι κέδροι για τους οποίους η Γαύδος εντάχθηκε ολόκληρη στις οικολογικές περιοχές του δικτύου Natura 2000.
Κι όμως είναι όλα αυτά μαζί που δίνουν ένα άλλο ειδικό βάρος στην επιλογή κάποιου να μείνει στη Γαύδο. Την κάνουν να μοιάζει με κάτι παραπάνω από επιλογή. Την κάνουν να μοιάζει με στάση. Μία στάση ζωής που ξεκινά με μία αποφασιστική αναχώρηση, και που όταν καταλήγει στον προορισμό της, αποκτά σχεδόν ασκητικές διαστάσεις (παρόλο που το 3G πιάνει στα περισσότερα σημεία του νησιού…), για άλλους λιγότερο και για άλλους περισσότερο.
Και για τους σκηνίτες που φτάνουν στη Γαύδο κυνηγώντας τη δική τους εκδοχή της ουτοπικής Παραλίας του Ντάνι Μπόιλ και στήνουν τις καλύβες τους στις σκιές των κέδρων, τις «καβάτζες», όπως τις αποκαλούν ντόπιοι και μη, ανθρώπους σαν τον Nils από τη Στουτγκάρδη που δούλευε στη Mercedes και δοκίμαζε αμάξια αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια μένει το χειμώνα σε μια «καβάτζα» στο Λαβρακά και τα καλοκαίρια που έρχονται οι τουρίστες μετακομίζει στο πιο απομακρυσμένο Λακούδι ή στον ακόμη πιο δυσπρόσιτο Ποταμό, ανθρώπους σαν τον τον Θέμη που πριν από ενάμιση χρόνο κατέβηκε από την Αλεξανδρούπολη στα Χανιά για να δουλέψει στα χωράφια με τις ελιές, αλλά ακόμη δεν έχει φύγει, γιατί ακόμη και η υγρασία του χειμώνα, κάτω στην παραλία, αντέχεται «αν βράσεις ένα τσάι και κρατήσεις την κούπα με τα δυο σου χέρια», ανθρώπους σαν την Αναστασία που σπούδαζε στο Παρίσι και ήρθε για ελεύθερο κάμπινγκ στη Γαύδο πέρυσι το καλοκαίρι, αποφάσισε όμως για τουλάχιστον ένα χρόνο να μη βγει ούτε μία φορά έξω από «το πιο σουρεάλ νησί του κόσμου, ένα μέρος που μπορεί να περπατάς και να δεις σε ένα χωράφι ένα παρατημένο αμάξι, πάνω σε αυτό μια τηλεόραση και από πάνω ένα κατσίκι να χοροπηδάει», και πλέον έχει υιοθετήσει ακόμη και την τοπική διάλεκτο, ανθρώπους σαν τον Μάρκο που έρχεται στο νησί δεκατρία χρόνια για πολλούς μήνες και τα τελευταία τρία από αυτά για όλους τους μήνες, ζώντας σε ένα τροχόσπιτο που το μετακινεί από παραλία σε παραλία.
Και για τους «κανονικούς» εσωτερικούς μετανάστες, ανθρώπους που κάπως, κάποτε η ζωή δεν τα έφερε έτσι όπως περίμεναν, που κάπως, κάποτε μπορεί να τους συνέβη κάτι τόσο οριακό όσο είναι ο χαμός ενός γιου, που τους έκανε να χάσουν τα πάντα, μέχρι τελικά να ξαναβρούν τα πατήματά τους εκεί που λίγοι άνθρωποι πατούν κάθε χρόνο.
Και για τους επαναπατρισθέντες Γαυδιώτες, που έφυγαν για να σπουδάσουν και για να δουλέψουν και αποφάσισαν να επιστρέψουν λίγο πριν τη μέση ηλικία γιατί έμειναν στην Αθήνα χωρίς δουλειά ή στην τρίτη ηλικία, γιατί αφού γύρισαν όλο τον κόσμο, αποφάσισαν να γυρίσουν στον τόπο που γεννήθηκαν για να κοιμούνται τα βράδια χωρίς να φοβούνται αν θα τους κλέψουν, μέχρι τελικά να «κοιμηθούν» ήσυχοι, όταν έρθει η ώρα τους.