Ο
Έρντοαν κέρδισε το δημοψήφισμα με όση βία και νοθεία μπορούσε να ασκήσει – και
την οποία τεκμηριώνουν οι διεθνείς παρατηρητές και τα ασφράγιστα ψηφοδέλτια που
έπεσαν βροχή και κηρύχτηκαν έγκυρα- αλλά το ερώτημα που ορθώνεται σε πρακτικό
επίπεδο εδώ είναι ένα: Τι αλλάζει σε σχέση με την Ελλάδα το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος; Και η απάντηση δεν είναι μία.
Στις
σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα το μόνο επόμενο χειρότερο στάδιο από αυτό
που υπάρχει σήμερα είναι η ένοπλη σύγκρουση. Επειδή οι φραστικές προκλήσεις, οι
διεκδικήσεις και οι ναυτικές και αεροπορικές «επιδρομές» είναι καθημερινές
εναντίον της Ελλάδας από την Άγκυρα. Είτε από την κυβέρνηση είτε από την
αντιπολίτευση.
Αλλά,
ακόμα και αυτή η ένοπλη σύγκρουση είναι απολύτως ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και το
ΝΑΤΟ. Όπως και με τα Ίμια, τίποτε δεν μπορεί να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα στην
περιοχή και μάλιστα για πολλή ώρα.
Στην
πράξη, η μόνη αποτρεπτική δύναμη απέναντι σε ενδεχόμενη τουρκική πρόκληση είναι
η ίδια η ελληνική ικανότητα και αποφασιστικότητα. Πολιτική, διπλωματική,
στρατιωτική. Κανείς άλλος. Επομένως, οι αμιγείς ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν
είναι τόσο στο χέρι του Έρντοαν ή κάθε Έρντοαν. Είναι στο χέρι της Ελλάδας να
υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Επίσης,
η Τουρκία υπό οποιαδήποτε διακυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες
για να πιέσει ή να προκαλέσει πρόβλημα στη χώρα για τους δικούς της λόγους. Μόνο
που η Άγκυρα χρειάζεται να κρατάει σε μεγάλο όγκο τους πρόσφυγες στο έδαφός της
για να πιέζει στα τρία μεγάλα της μέτωπα: Το Ιράκ, τη Συρία, το Κουρδιστάν.
Επιπροσθέτως,
ΗΠΑ και ΕΕ, παρ ‘όλη τη σχετική αδιαφορία και περιχαράκωσή τους στο θέμα, έχουν
απλώσει ένα δίχτυ δικής τους ασφάλειας ώστε να μην μπαίνουν μέσα σε ευρωπαϊκά
σύνορα ανεξέλεγκτοι αριθμοί προσφύγων.
Απτά παραδείγματα η δύναμη του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και η συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας.
Αλλά,
καιεδώ η μόνη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει το θέμα αποτελεσματικά είναι η
ελληνική διοίκηση. Με οργανωμένες δομές ελέγχου και χώρους υποδοχής και
διαμονής, εποπτευόμενες από το κράτος και όχι από ανεξέλεγκτες οργανώσεις, και
χρηματοδοτημένες από τα εκατομμύρια της ΕΕ, που η ελληνική κυβέρνηση απαξιοί να
εκμεταλλευτεί, παρ όλο που της δίνονται αφειδώς!
Το τρίτο
ελληνοτουρκικό θέμα είναι το Κυπριακό. Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των
τουρκοκυπρίων ψήφισε «όχι» δεν σημαίνει σχεδόν τίποτε στην πορεία και εξέλιξη
του θέματος. Ο εκάστοτε τουρκοκύπριος ηγέτης είναι δέσμιος της Άγκυρας, όταν
δεν είναι φερέφωνο, και το θέμα το διαχειρίζεται η Τουρκία, θεωρώντας την Κύπρο
ως υπό απόκτηση έδαφος.
Κι αυτό
το θέμα εξαρτάται από τους χειρισμούς των Κυπρίων και της Ελλάδας ως προς την
αποφασιστικότητα, με την οποία θα κρατήσουν το νησί ανεξάρτητο και διοικούμενο
με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και, κυρίως, επανενωμένο και όχι διχασμένο σε
κρατίδια και ομοσπονδίες. Χωρίς να υποχωρούν από τη θέση ότι το Κυπριακό είναι
θέμα εισβολής και κατοχής. Όλα τα άλλα λειτουργούν υπέρ της Τουρκίας.
Τίποτε
από αυτά δεν είναι απλό. Αλλά και τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο. Είδαμε το
καλοκαίρι του 2004 πώς ενάντια σε κάθε πρόβλεψη και εκφοβισμό οι Κύπριοι
απώθησαν με την ψήφο τους μια καταστροφή και μπήκαν στην Ευρώπη χωρίς να χάσουν
τίποτε από την κυριαρχία και τα εδάφη
τους που είχαν ως εκείνη τη στιγμή. Δένοντας, αντιθέτως, χειροπόδαρα την
τουρκοκυπριακή μειονότητα σε καθεστώς ελεγχόμενο από ευρωπαϊκή ομπρέλα.
Η
απουσία Δημοκρατίας
Τι
άλλαξε για την Ελλάδα μετά το δημοψήφισμα; Τίποτε. Γιατί η Τουρκία, είτε υπό
τον πολιτικό Κεμαλισμό είτε υπό τον στρατό είτε υπό το δόγμα Νταβούτογλου είτε
υπό τον Ερντοανικό ισλαμισμό έχει μία και την ίδια πολιτική ως προς το στόχο:
Την επέκταση σε βάρος των γειτόνων.
Δεύτερο
και σοβαρό, η Τουρκία δεν ήταν ποτέ Δημοκρατία. Δεν αναγνωρίζει τη Δημοκρατία
στην πράξη ως καθεστώς και ουσιαστικά δεν εφαρμόζει τη Δημοκρατία. Όλα
λειτουργούν με βάση τους σκοπούς του έθνους και του καθεστώτος. Ο λαός είναι
υποχείριο. Οι δημοκρατικοί θύλακοι της Πόλης και της Σμύρνης, που αποτελούν
μικρή μειψηφία δεν είναι αποτέλεσμα της κουλτούρας της χώρας, αλλά της δυτικής
επιρροής σε κύκλους διανοουμένων και μεγαλοαστών.
Ο
λεγόμενος διχασμός που αναφέρεται για το δημοψήφισμα δεν έχει σχέση με
αντιπαράθεση «σουλτανιστών» και δημοκρατών. Είναι η αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων
που γοητεύονται από μια οθωμανική αναγέννηση και εκείνων που τη φοβούνται για
τη βία της με εκείνους που γοητεύονται από τον Κεμαλισμό. Καμιά Δημοκρατία δεν
αντιπαρατίθεται με τον Ερντοανικό ισλαμισμό και αυταρχισμό.
Με άλλη
μορφή, είναι ο πάγιος παλιός διαχωρισμός των λεγόμενων «λευκών Τούρκων» της
Δυτικής χώρας με τους λεγόμενους «μαύρους Τούρκους» της ενδοχώρας και της
Ανατολίας. Οι μεν πρώτοι εξ αιτίας της συγκατοίκησης με Έλληνες και δυτικούς σε
όλη τη Μικρά Ασία, την Πόλη και τη Θράκη, και χάρη στην επαφή τους με την
«ανοιχτόμυαλη» θάλασσα,έχουν μια πιο κοσμική αντίληψη για τον κόσμο απ’ όση
έχουν οι Τούρκοι της ενδοχώρας.
Δεν
είναι τυχαίο που ο χάρτης των «ναι» και «όχι» του δημοψηφίσματος είναι
χωρισμένος εκεί που χωρίζονται τα όρια των «λευκών» από τους «μαύρους»
Τούρκους. Και τα όρια των Τούρκων από τους Κούρδους.
Οι
«μεγάλες δυνάμεις»
Και
επειδή τα κράτη δεν δρουν μόνα τους παρά μόνο σε περιπτώσεις αφροσύνης, η
Τουρκία του Έρντοαν έχει μια εύθραυστη ισορροπία σχέσεων με τη Ρωσία (που
έσπευσε χτες να αναγνωρίσει ως αναμφισβήτητο το αποτέλεσμα) και μια
αμφιλεγόμενη σχέση με τη νέα προεδρία των ΗΠΑ (που προειδοποίησε να μη γίνει
κατάχρηση εξουσίας). Ταυτόχρονα, έχει μια οικονομικά πολύ εξαρτώμενη σχέση με
την ΕΕ, σε μια πολιτικά μάλλον ψυχρή έως αντιπαρατιθέμενη τροχιά.
Μ αυτά
τα δεδομένα, περνάει την πιο ασταθή διεθνώς πολιτική της περίοδο εδώ και
τουλάχιστον 75 χρόνια. Το μόνο που την διατηρεί σε μη απειλούμενη κατάσταση
είναι η γεωστρατηγική της θέση σε σχέση με την εύθραυστη κατάσταση σε όλη τη Μ
Ανατολή.
Οι
μεγάλες δυνάμεις δεν θα διακινδύνευαν μια αποσταθεροποίηση της Τουρκίας υπό
αυτές τις συνθήκες. Ο Έρντοαν το ξέρει καλά. Όπως ξέρει όμως, ότι υπό αυτές τις
συνθήκες δεν έχει τις ισχυρές πλάτες που του χρειάζονται για να ασκήσει μια πιο
επιθετική πολιτική με αποτελεσματικότητα. Κι αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει
για να θέλει να εφαρμόσει το όραμά του για μια σουνιτική Τουρκία
απέναντιστοσιιτικό Ιράν. Στο ρόλο μιας ηγέτιδας δύναμης των μουσουλμάνων. Ή θα
είσαι ηγέτης ή θα είσαι συμβιβασμένος.
Αλλά, οι
σχέσεις των κρατών δεν περιορίζονται στα στενά όρια μερικών ετών και μερικών
ηγετών. Τις βλέπει κανείς σε βάθος πολλών ετών. Εξαίρεση είναι η κρίσιμες
στιγμές που ηγέτες κλήθηκαν να πάρουν αποφάσεις με επιπτώσεις δεκαετιών, όπως ο
Βενιζέλος και ο Κεμάλ. Ο Έρντοαν δεν ανήκει σε τέτοια εποχή. Ευτυχώς για την
Ελλάδα.
Επομένως,
η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει την πάγια εδώ και 43 χρόνια τουρκική πολιτική
πρόκλησης, η οποία έχει συγκεκριμένους και κατονομασμένους στόχους. Και,
τελικά, εξαρτάται από τη διπλωματική της ευελιξία, την πολιτική της
αποφασιστικότητα και την αμυντική της ικανότητα η σχέση της με την Τουρκία του
Έρντοαν και του κάθε Έρντοαν. Είτε ως προέδρου, είτε ως πρωθυπουργού, είτε ως
σουλτάνου.
Επειδή η
ιστορία δεν γράφεται με πλήθη και αριθμούς. Γράφεται με ποιότητα πολιτικών και
ανθρώπων.
Γ Παπαδόπουλος- Τετράδης - liberal.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου