Για να «γυρίσει» η οικονομία
απαιτούνται πάνω από 100 δισ. ευρώεπενδύσεις την επόμενη επταετία – Πώς θα
έρθει το τέλοςτης «Ελληνικής Μεγάλης Υφεσης»
Σχεδόν μια δεκαετία μετά την
«Ελληνική Μεγάλη Υφεση» και οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων
προσαρμογής και η ελληνική οικονομία ψάχνει ακόμη τον δρόμο της επιστροφής στη
διατηρήσιμη ανάπτυξη. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας π.χ. μετά
και τη νέα εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, που
βασίζεται σε εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία, συρρικνώθηκε κατά 0,2% το 2016
έναντι της προηγούμενης εκτίμησης του Μαρτίου, σύμφωνα με την οποία παρέμεινε
αμετάβλητο.
Αυτό σημαίνει πως οι σωρευτικές
απώλειες του ΑΕΠ της χώρας από το υψηλό των 242 δισ. ευρώ το 2008 έχουν
διαμορφωθεί στα 66,1 δισ. ευρώ το 2016 (175,9 δισ. ευρώ). Η πτωτική αναθεώρηση
του ΑΕΠ του περασμένου έτους οφείλεται στη χαμηλότερη τελική καταναλωτική
δαπάνη, η οποία μειώθηκε κατά 0,3% σε ετήσια βάση πέρυσι έναντι αύξησης 0,6%
που είχε ανακοινωθεί στην προηγούμενη εκτίμηση του Μαρτίου, ενώ οι φόροι επί
των προϊόντων αυξήθηκαν το 2016 κατά 7,8%, έναντι αρχικής πρόβλεψης για αύξηση
μόλις 0,3%.
Η
ΕΛΣΤΑΤ προανήγγειλε μάλιστα αναθεώρηση των στοιχείων και του ΑΕΠ του
2017 με βάση τα νέα αυτά δεδομένα, την ώρα που η ανάπτυξη είναι το κλειδί για
να μειωθεί η ανεργία αλλά και για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές
πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.
Μπορεί σήμερα οι περισσότεροι
οικονομολόγοι να προβλέπουν, λόγω της χαμηλής βάσης εκκίνησης, ανάπτυξη 1%-2%
εφέτος και 2%-2,8% το 2018, εντούτοις η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της λεγόμενης
περιφέρειας της ευρωζώνης που παραμένει σε στενωπό, ενώ χώρες όπως η Ιρλανδία,
η Κύπρος και η Πορτογαλία, όχι μόνο κατάφεραν να εξέλθουν των μνημονίων, αλλά
έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακτήσει ή και ξεπεράσει (π.χ. το ΑΕΠ της Ιρλανδίας
είναι πια 40% μεγαλύτερο) την απώλεια του ΑΕΠ που σημειώθηκε στη διάρκεια της
κρίσης.
Η Ελλάδα πάντως έγραψε τη δική
της ιστορία, καθώς η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ στα χρόνια αυτά έφθασε στο 26,5%,
απώλειες που μπορούν να συγκριθούν εν καιρώ ειρήνης μόνο με τη Μεγάλη Υφεση
στις ΗΠΑ το 1929, αλλά και την εποχή της Βαϊμάρης στη Γερμανία μετά τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα μάλιστα με τη βάση δεδομένων της Maddison, η τρέχουσα ελληνική ύφεση είναι
μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870 στις οποίες
λαμβάνεται υπόψη και οι περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων. Ειδικότερα, η
ισχυρότερη ύφεση με 66% έχει καταγραφεί στη Γερμανία την περίοδο 1945-1946, ενώ
ακολουθεί με 64% η Ελλάδα της περιόδου 1938-1945, η Αυστρία του 1945 με 59%, η
Γαλλία του 1940-1944 με 53%, η Ιαπωνία του 1944-1945 με 52%, η Ολλανδία του
1940-1944 με 50%, η Ιταλία του 1941-1945 με 44%, η Αυστρία του 1913-1919 με
38%, η Γαλλία του 1913-1918 με 36%, η Φινλανδία του 1914-1918 με 33%, το Βέλγιο
του 1914-1918 με 32%, ο Καναδάς του 1929-1933 με 30%, η Ισπανία του 1936-1937
με 29%, οι ΗΠΑ του 1930-1933 και η σημερινή Ελλάδα (2008-2016) με 26,5%.
Στα χρόνια της κρίσης εξάλλου
πήραμε μέτρα σχεδόν 79 δισ. ευρώ για να πετύχουμε δημοσιονομικό αποτέλεσμα 31
δισ. ευρώ, καθώς 48 δισ. μέτρα χάθηκαν στη χοάνη της ύφεσης, της έλλειψης
αξιοπιστίας της χώρας και του κατώτερου των περιστάσεων πολιτικού συστήματος.
Παράλληλα, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, καμιά οικονομία με ουσιαστικό
οριακό φορολογικό συντελεστή άνω του 70% δεν μπορεί να αναπτυχθεί με ταχύτητα,
την ώρα μάλιστα που τα προβλήματα παραγωγής, θεσμών, δυσλειτουργίας του κράτους
έχουν επιταθεί, ενώ ζούμε υπό καθεστώς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Κοινός τόπος είναι ότι για να
«γυρίσει» η οικονομία απαιτούνται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη
επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη
σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως από το εξωτερικό, εφόσον
βέβαια η Ελλάδα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική προς την
επιχειρηματικότητα.
Μαντικίδης Τάσος
tovima.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου