Ιστορίες πολλές έχω ακούσει στη
ζωή μου. Και περισσότερες έχω διαβάσει. Κάποιες από αυτές έχουν ξεθωριάσει στη
μνήμη μου. Έμεινε μόνο η αίσθηση που μου έκαναν, το συναίσθημα γενικά κι αόριστα,
αλλά καμιά λεπτομέρεια.
Αυτές που θυμάμαι επακριβώς είναι
εκείνες που άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα, απ’ τη στρογγυλοπρόσωπη γιαγιά, που
πέταγε τις ψείρες στη φωτιά και σκότωνε τ’ αυγά τους με ξύδι.
Εκείνη μου είχε πει την ιστορία
του μάγου, που αν υπήρξε στ’ αλήθεια είχε ζήσει πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν να
πουλάνε ξύδι συσκευασμένο και ψωμί πολυτελείας στο χωριό.
Ήταν απ’ την εποχή που κάθε
πράξη, κάθε λέξη, σκορπιζόταν προφορικά κι αποκτούσε διαστάσεις μύθου. Οι λύκοι
γίνονταν λιοντάρια και τα φίδια δράκοι. Και κάθε άνθρωπο που φερόταν αλλόκοτα
τον πίστευαν για μάγο ή για άγιο ή για δαίμονα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο μάγος ήταν κάποτε παιδί του
χωριού. Μαγικά δεν ήξερε ακόμα, αλλά ήταν παράξενος. Δεν χωρούσε πουθενά και
τίποτα χρήσιμο δεν κατάφερνε να κάνει. Απόμερα στεκόταν όταν τ’ άλλα παιδιά
έπαιζαν. Στο χωράφι ξόδευε την ώρα του μιλώντας στα λιόδεντρα και στο σπίτι
κοιτώντας τις φλόγες.
Το βράδυ μιλούσε στον ύπνο του,
σηκωνόταν και περπατούσε, έκανε λάμψεις απ’ το τίποτα. Όταν έπαιζε, μόνος του,
έκανε πολλές φωνές που καθόλου παιδικές δεν ακούγονταν. Και μιλούσε λέξεις που
ούτε ελληνικές ούτε αρβανίτικες ήταν.
“Τι λες εκεί;” τον ρωτούσε ο
πατέρας του.
“Κορακίστικα”, απαντούσε το
παιδί.
“Ας το παιδί, παιδί είναι”, έλεγε
η μάνα.
Κι ο πατέρας θύμωνε, με το παιδί
και τη μάνα. Αλλά είχε κι άλλα παιδιά, καθώς και δυο κορίτσια.
Το παιδί το ‘χαν βαφτίσει Γιάννη,
αλλά εκείνο άκουγε μόνο όταν το φωνάζαν Γκιέν.
“Γιατί έτσι με φωνάζουν τα
πουλιά”, είπε στον πατέρα του όταν τον ρώτησε. “Άκου!”
Έστησε αυτί ο πατέρας κι άκουσε
τους γκιόνηδες να λαλούν. Γκιόν… Γκιόν…
Θύμωσε και πήγε στο καφενείο για
να πιεί.
Εκεί βρήκε τον παπά. Του είπε για
το παιδί.
“Μήπως να του κάνουμε κάνα
ευχέλαιο; Ή ξορκισμό; Δεν βάζει νου κι άρχισε να βγάζει τρίχες στ’ αρχίδια
του”.
“Φερ’το να το διαβάσω”, είπε ο
παπάς. “Αν αρχίσει να χτυπιέται και να μουγκρίζει, τότε θα το ξορκίσω.”
Τον πήγαν τον Γκιέν στην εκκλησία
να τον διαβάσει. Αλλά ούτε χτυπιόταν ούτε μούγκριζε. Έψελνε κι εκείνο στα
κορακίστικα.
“Καλά είναι το παιδί”, είπε ο
παπάς στον πατέρα. “Μόνο χαζό είναι, τι πειράζει;”
Δεν πείραζε κι έτσι χαζό έμεινε
μέχρι τα δεκάξι. Αλλά ούτε που κοιτούσε τα κορίτσια ούτε που τον ένοιαζε που
φούσκωναν τα βυζιά τους.
Η μάνα πήγε στη γητεύτρα του
χωριού και ρώτησε μήπως ήταν ο Γκιέν από εκείνους που τους αρέσουν οι άντρες.
“Φερ’τον εδώ, να δούμε τι του
αρέσει”.
Κι όταν πήγαν τον Γκιέν τον
άφησαν μονάχο του με τη γητεύτρα. Χήρα ήταν εκείνη, όρκους δεν είχε να
προδώσει.
Κι όταν βγήκε είπε στη μάνα: “Μια
χαρά άντρας είναι. Μόνο λίγο χαζός, και τι πειράζει;”
~~
Έτσι έγινε κι άντρας, αλλά οι
μέρες περνούσαν και συνέχιζε να μιλάει με τα πουλιά. Δουλειές δεν έκανε, τα
γράμματα δεν τα ‘παιρνε και για να γίνει στρατιώτης ούτε λόγος.
“Στείλ’τον στο μοναστήρι
καλόγερο, εκεί κι οι άχρηστοι κάτι είναι”, είπε στον πατέρα ο κουρέας, μια μέρα
που τον ξύριζε.
Το ‘παν στον Γκιέν, κι αντίρρηση
δεν έφερε. Τ’ αδέλφια του το θέλανε να φύγει, τζάμπα τους έτρωγε το φαΐ. Τον
πήγανε, έμεινε λίγα φεγγάρια δόκιμος μοναχός, και μετά τον έδιωξε ο ηγούμενος.
“Αυτός δεν είναι του θεού”, είπε
στον πατέρα.
“Γιατί, εσύ είσαι;” απάντησε
εκείνος.
Κι έτσι γύρισε ο Γκιέν στο χωριό
και στο σπίτι.
“Να τον πάμε στον μάγο, να τον
δει”, είπε η μάνα μια βραδιά που δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
“Δυο μέρες δρόμος είναι”, είπε ο
πατέρας.
“Και τι έχεις να κάνεις; Για
ελιές δεν είναι ακόμα. Φυτέματα δεν έχει. Ούτε κλάδεμα. Το φετινάρι θέλει κι
άλλο βράσιμο. Τι έχεις να κάνεις; Να πίνεις με τον τραγόπαπα; Εδώ θα ‘ναι κι
όταν γυρίσεις.”
“Καλά”, είπε ο πατέρας, “φτάνει,
μου πήρες τον ύπνο. Θα τον πάω στον μάγο.”
“Να τον πας.”
“Θα τον πάω, στον διάολο να πάω.
Κοιμήσου κι άσε με να κοιμηθώ.”
Κι έτσι φύγανε, ο Γκιέν κι ο
πατέρας, Νοέμβρη μήνα, για να πάνε στον μάγο.
Εκείνος είχε μια καλύβα στη ρίζα
των βουνών. Όλοι στην Ηλεία και την Αρκαδία τον ήξεραν. Δεν ήταν ντόπιος.
Λέγανε ότι είχε έρθει απ’ τον βορρά. Δεν ήταν σαν τις γητεύτρες που ‘χε κάθε
χωριό. Ο μάγος ήξερε ξόρκια που βαραίναν κι ήξερε τα ονόματα των αρχαίων. Ήταν πιο
παλιός απ’ τους παλιούς και κάποιοι λέγαν ότι είχε ζήσει περισσότερο απ’ όσο
αφήνει ο θεός τους ανθρώπους να ζήσουν.
Όποιος πήγαινε σ’ εκείνον ήξερε
ότι θ’ αντάλλαζε πολλά για μια του λέξη. Ήξερε ότι ο μάγος δεν ήταν σαν τους
παπάδες, που όλο λένε. Κι όποιος ζητούσε κάτι απ’ τον μάγο έδινε περισσότερα.
Ο πατέρας τα ήξερε αυτά, γι’ αυτό
και δεν ήθελε να πάει. Τον φοβόταν, εκείνος που δεν φοβόταν τίποτα ιερό και
τίποτα ανόσιο. Γιατί ο μάγος μιλούσε την αλήθεια, και κανείς δεν θέλει να την
ξέρει.
~~
Σαν έφτασαν κοντά στη ρίζα του
βουνού ο πατέρος είπε στον Γκιέν να συνεχίσει μόνος.
Εκείνος δεν σκιάχτηκε. Συνέχισε
να περπατά και βρήκε τον μάγο ξαπλωμένο στο χώμα, έξω απ’ το καλύβι του.
“Τι ζητάς;” του ‘πε ο μάγος.
“Τίποτα. Ο πατέρας μου μ’ έφερε.”
“Ο πατέρας κι η μάνα και το
χωριό”, είπε ο μάγος. “Εσύ τι ξέρεις;”
“Τίποτα”, είπε ο Γκιέν.
Ο μάγος σηκώθηκε να τον κοιτάξει.
“Όλοι ξέρουν κάτι”, είπε στον
Γκιέν. “Δεν γίνεται αλλιώς.”
“Εσύ τι ξέρεις;”
Αυτό ρώτησε ο Γκιέν. Και δεν
υπήρχε ειρωνεία στην ερώτηση, γιατί μιλούσε σαν παιδί.
“Το παν, τα πάντα, το όλον κι
ό,τι λείπει απ’ αυτό, κι όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει, αλλά δεν έγιναν”,
είπε ο μάγος. “Αυτά ξέρω κι άλλα τόσα. Ξέρω όλα τα ονόματα κι όλες τις πράξεις.
Ξέρω πώς ξεκίνησε ο κόσμος και πώς θα τελειώσει. Ξέρω περισσότερα απ’ όσα μπορώ
να σου πω.”
Κι όσο τα ‘λεγε αυτά έμοιαζε ν’
αλλάζει, να μεταμορφώνεται, να λάμπει.
“Και δεν κουράζεσαι μ’ όλα αυτά
που ξέρεις;” είπε ο Γκιέν.
Ο μάγος σταμάτησε να λάμπει, κι
έγινε σαν γέρος.
“Πολύ”, είπε στον Γκιέν. “Τράβα
πες στον πατέρα σου ότι θα μείνεις μαζί μου.”
“Γιατί;”
“Γιατί είσαι γεννημένος για να
γίνεις μάγος.”
~~~~~~~~~~~~
συνεχίζεται
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου