Του Παντελή Μπουκάλα
Είναι
περίπου έθιμο, δίχως χρονικά ή γεωγραφικά όρια, να καταγγέλλονται οι ποιητές
σαν εγωπαθώς αποσυρμένοι σε χρυσελεφάντινους πύργους, για να ασχοληθούν
υποτίθεται μόνο με τα υψηλά, παγερά αδιάφοροι για τα γήινα. Είναι έθιμο ή μία
επιπλέον δημοσιογραφική ευκολία πια, να κατηγορούνται ότι «σιωπούν», μαζί με
τους άλλους «ανθρώπους του πνεύματος», όπως συμβατικά τους αποκαλούμε,
αδικώντας όλους τους υπόλοιπους που δεν είναι μεν των γραμμάτων και των τεχνών,
αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι όντα άλογα και αστόχαστα.
Αν αναποδογυρίσουμε πάντως το
έθιμο αυτό, αν το φέρουμε τα μέσα έξω, θα δούμε τη μομφή σαν προσδοκία και τον
ψόγο σαν έκκληση: Καλώς ή κακώς, η ίδια η παράδοσή μας, η εκπαίδευση και η
δημοσιογραφία μάς μαθαίνουν να αντιμετωπίζουμε τους ποιητές σαν ελυτικούς
«σηματωρούς και κήρυκες». Να περιμένουμε από αυτούς οδηγίες προς ναυτιλλομένους
στο πέλαγος του βίου και κατευθύνσεις που θα μας οδηγήσουν σε κάποιαν ανάταση,
σε περιόδους ποικίλης κρίσης και υποχώρησης των αξιών. Ή, σε έκτακτες συνθήκες,
σε περιόδους ανελευθερίας δηλαδή, η οποία μπορεί να έχει επιβληθεί είτε από
ξένους εισβολείς και κατακτητές είτε από εσωτερικούς τυραννίσκους, να
αναμένουμε τον παραδειγματικό αντιστασιακό λόγο τους, με την προσδοκία ότι
αυτός θα κινητοποιήσει τον δήμο.
Δεν είναι όμως όλοι οι ποιητές
–ουδέποτε ήταν– ικανοί να ανταποκριθούν στις βαριές απαιτήσεις ενός τέτοιου
μοντέλου. Δεν έχουν φυσικά όλοι τη δύναμη να διαδραματίσουν τον ρόλο του
προφήτη ή του οδηγητή που τους αποδίδει είτε η οξεία λαϊκή ανάγκη και προσδοκία
είτε απλώς η συμβατική θεώρηση και αντιμετώπιση του σογιού τους. Και εν πάση
περιπτώσει, οι ποιητές είναι η καθαυτό δουλειά τους, όχι οι τυχόν συνεντεύξεις
τους ή οι παρεμβάσεις τους με τον τρόπο της θεοποιημένης δημοσιότητας, το
θεμελιώδες δόγμα της οποίας είναι εφιαλτικά απλό: «Φαίνομαι, άρα υπάρχω·
θορυβώ, άρα πολιτεύομαι». Με τη δουλειά τους θα επηρεάσουν οι ποιητές –αν
επηρεάσουν– πέντε ή δέκα μυαλά, πέντε ή δέκα ψυχές. Δεν χρειάζεται να γίνει
θόρυβος και βουή η ομιλία τους. Δεν χρειάζεται να γίνουν τηλεοπτικό θέμα και
θέαμα οι ίδιοι, για να δεήσουμε να πούμε ότι ναι, επιτέλους δεν σιωπούν.
Εχει τύχει μάλιστα στην Ιστορία
να υψωθεί σε λόγο πυκνότατο και βαρύτατο η ίδια η τελεσίδικη σιωπή κορυφαίων
ποιητών, η σιωπή του θανάτου τους. Ενα από τα ισχυρότερα ποιήματά του δεν το
έγραψε ποτέ ο Κωστής Παλαμάς, δεν το διάβασε ποτέ, δεν το άκουσε: ήταν η κηδεία
του στις 28 Φεβρουαρίου του 1943, όταν η οριστική σιγή του μετουσιώθηκε σε
πάνδημη κραυγή ελευθερίας. Ενα από τα ισχυρότερα ποιήματά του δεν το έγραψε
επίσης ποτέ και ο Γιώργος Σεφέρης, δεν το διάβασε και δεν το άκουσε: ήταν η
κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου του 1968, όταν η νεκρική σιγή του μεταγράφτηκε
σε φωνή και τραγούδι λαού, φωνή ελευθερίας.
Ηδη, από τα πρώτα φανερώματά της
στην ελληνική γλώσσα, πάντως, η ποίηση δεν απέβλεπε αποκλειστικά στην τέρψη των
ακροατών της, αλλά και στη διδασκαλία, στην καλλιέργεια του φρονήματος, στην
ψυχαγωγία με τη βαθύτερη σημασία της. Η εμπλοκή της ποίησης στη διαπαιδαγώγηση
του δήμου είναι έκδηλη στο βιωμένο έργο του Σόλωνα και του Αλκαίου, αλλά, με
διαφορετικό τρόπο, και στα ποιήματα του Αρχίλοχου, που εναντιώθηκε στις
παραδοσιακές αξίες. Είναι επίσης φανερή, έναν-ενάμιση αιώνα αργότερα, στην
περίπτωση όσων φιλοσόφων της προσωκρατικής εποχής επέλεξαν να συνθέσουν έμμετρα
τους στοχασμούς τους και, μετακινούμενοι από πόλη σε πόλη, να ανακοινώνουν τις
σκέψεις και τις διδαχές τους εμπιστευόμενοι τον ποιητικό τρόπο.
Γράφει για το θέμα αυτό η Αννα
Κελεσίδου στο έργο της «Η φιλοσοφία του Ξενοφάνη: Εμμετρη μετάφραση
αποσπασμάτων - βιβλιογραφία» (Ακαδημία Αθηνών, 1996): «Ο στοχασμός των πρώτων
Ελλήνων φιλοσόφων εκφράστηκε είτε με στίχους είτε με πεζό λόγο. Μέρος της αξίας
των αρχαϊκών φιλοσοφημάτων πηγάζει από τη γοητεία του ξεχωριστού κάθε φορά
ύφους: στον Εμπεδοκλή π.χ. το ύφος είναι ποιητικό-ρητορικό, στον Ηράκλειτο
χρησμικό, στον Ξενοφάνη και στον Παρμενίδη ποιητικό. [...] Η χρήση του ποιητικού
λόγου σε μερικά από τα αρχαϊκά φιλοσοφήματα είναι δυνατό να θεωρηθεί επίδραση
της ηρωικής παράδοσης, της ορφικής και της λυρικής ποίησης. Στον παράγοντα της
κληρονομιάς της ποιητικής τέχνης και της συμβίωσης ποιητών, καλλιτεχνών,
φιλοσόφων πρέπει να προσθέσομε και μια προσωπική κάθε φορά ανάγκη παράστασης
αυτού του οποίου η φύση δεν αποδίδεται με τον απλό λόγο.
»Η ίδια ανάγκη της μορφής, που θα
γεννήσει, παρά την αρνητική στάση του δημιουργού της απέναντι στην ποίηση, τον
“εικότα μύθον” και άλλα σχήματα της μεταφυσικής πλατωνικής ποίησης, γεννά και
τα σύμβολα και τα ποιητικά εκφραστικά μέσα της αρχαϊκής φιλοσοφίας. Ετσι το
ωραίο γίνεται ανταύγεια του αληθινού, μια και η ποίηση είναι όχι μόνον “ηδεία
αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινον”. Ποίηση και
φιλοσοφία, δύο κύκλοι τους οποίους ανοίγουν διαφορετικές λειτουργίες του
πνεύματος –με γνώμονα η μία τη μορφή, η άλλη την αλήθεια, μολονότι δεν
ταυτίζονται ποτέ, μπαίνουν συχνά ο ένας μέσα στον άλλο. Με αυτή την αμοιβαία
διείσδυση ποίησης και φιλοσοφίας “το πνεύμα δεν χαντακώνεται από τη γνώση”»
(όπως σημειώνει η συγγραφέας, η πρόταση «το πνεύμα δεν χαντακώνεται από τη
γνώση» είναι του Φρήντριχ Νίτσε).
Η φράση που θέλει την ποίηση
«ηδεία αλλά και ωφελίμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινον»
αντλείται από την «Πολιτεία» (607d) του
Πλάτωνα, ο οποίος θεωρείται ευρετής της λογοτεχνικής κριτικής. Αποσπασμένη από
το νοηματικό περιβάλλον της, η φράση εμφανίζει τον Αθηναίο φιλόσοφο πολύ πιο
ευμενή απέναντι στην ποίηση, στο σύνολό της μάλιστα, απ’ όσο ήταν στην
πραγματικότητα, αλλά και απ’ όσο τον αναδεικνύει το ίδιο το κείμενο της
«Πολιτείας» του, ως όλον, και ιδιαίτερα το 10ο βιβλίο, που αποτελεί μια έκθεση
σοφιστικών επιχειρημάτων που αποσκοπούν να αποδείξουν τη χαμηλή αξία της
ποίησης.
Ο Πλάτωνας, όπως και οι σοφιστές
πριν από αυτόν, ήθελε μια ποίηση «σωστή», αληθοεπή, όχι ψευδόμενη, όπως την
κατηγορούσε. Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να τον δούμε σαν θεωρητικό της
στρατευμένης ή έστω ωφελιμιστικής τέχνης, η οποία επί της ουσίας καλείται να
αυτονοθευτεί και να αυτοακυρωθεί.
Η Καθημερινή
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου